Σε πολιτική δίνη βρίσκεται η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, με το κόστος δανεισμού της να ευθυγραμμίζεται για πρώτη φορά με αυτό της Ελλάδας, σε μία άνευ προηγουμένου εξέλιξη, που υποδηλώνει τη δραματική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο οι δανειστές βλέπουν την πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλίας.
Η κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ που μετρά μόλις τρεις μήνες, βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης, καθώς ακροδεξιά και αριστερά κόμματα της Αντιπολίτευσης απειλούν να τη ρίξουν με πρόταση δυσπιστίας εν μέσω διελκυστίνδας για τον προϋπολογισμό που περιλαμβάνει 60 δισ. ευρώ σε αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών.
Ωστόσο, σε μία «πυροσβεστική κίνηση», ο Γάλλος πρωθυπουργός Μισέλ Μπαρνιέ αποφάσισε να αποσύρει την αύξηση του φόρου στην ηλεκτρική ενέργεια από τον προϋπολογισμό του 2025, ενδίδοντας σε μια από τις βασικές απαιτήσεις της Μαρίν Λεπέν. H προτεινόμενη αύξηση φόρου είχε αναδειχθεί σε σημείο τριβής μεταξύ της ακροδεξιάς και του Μπαρνιέ.
«Μια ψήφος δυσπιστίας θα αναιρέσει την πρόοδο που σημειώθηκε με την τρέχουσα πρόταση προϋπολογισμού και θα πυροδοτήσει μια νέα περίοδο πολιτικής αστάθειας», δήλωσε στο Reuters ο Μισιέλ Τάκερ, ανώτερος υπεύθυνος στρατηγικής για τα επιτόκια στην Ευρώπη στην ING.
Στο μέσον της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης το 2012, το κόστος δανεισμού της Ελλάδα στη 10ετία εκτοξεύτηκε σε περισσότερο από 37 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το αντίστοιχο της Γαλλίας, καθώς όλοι περίμεναν ότι η Ελλάδα δεν θα ήταν σε θέση να εξυπηρετήσει το χρέος της.
Τώρα, τα αυξανόμενα επίπεδα χρέους της Γαλλίας διαβρώνουν τα πλεονεκτήματα που έχαιρε στην αγορά κρατικών ομολόγων εδώ και χρόνια. Στη συνέχεια, το ασφάλιστρο κινδύνου που οι επενδυτές απαιτούν για να αγοράσουν γαλλικό χρέος σε σύγκριση με το γερμανικό εκτοξεύτηκε στο υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο όταν ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν κήρυξε πρόωρες εκλογές.
Από την άλλη, οι χώρες που βρίσκονταν κάποτε στο επίκεντρο της κρίσης χρέους του 2012, οι επονομαζόμενες PIGS - Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία - έχουν μειώσει τα επίπεδα του χρέους τους και τα ομόλογά τους έχουν γίνει πολύ πιο ελκυστικά στους επενδυτές.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν ήδη στο 100% του ΑΕΠ πριν την κρίση της Ευρωζώνης και αυξήθηκε σε περισσότερο από 200% το 2020 στα χρόνια της πανδημίας του κορoνοϊού. Αλλά. όπως σχολιάζει το Reuters, έκτοτε έχει υποχωρήσει στο 160% του ΑΕΠ και οικονομολόγοι αναμένουν ότι θα συνεχίσει την καθοδική του πορεία.
Το γαλλικό χρέος είναι ιστορικά αυξημένο στο 112% του ΑΕΠ και δεν αναμένεται να υποχωρήσει στο άμεσο μέλλον. «Ακόμα κι αν η κυβέρνηση πέτυχε το σχέδιό της εξυγίανσης, η Γαλλία θα εξακολουθούσε να έχει αρκετά αυξημένο έλλειμμα προϋπολογισμού», δήλωσε επίσης στο Reuters ο Mαξ Κίτσον, στρατηγικός αναλυτής της Barclays.
Το βράδυ της Παρασκευής η Γαλλία θα περάσει μία ακόμη δοκιμασία, όταν η S&P θα ανακοινώσει την αξιολόγησή της για την χώρα, αφότου οι οίκοι Fitch και Moody's υποβάθμισαν τις προοπτικές τους για τη χώρα τον περασμένο μήνα.
Πρόταση συμβιβασμού από Παρίσι
Ο Γάλλος πρωθυπουργός Μισέλ Μπαρνιέ εμφανίστηκε αποφασισμένος να αποσύρει την αύξηση του φόρου στην ηλεκτρική ενέργεια από τον προϋπολογισμό του 2025, ενδίδοντας σε μια από τις βασικές απαιτήσεις της Μαρίν Λεπέν. Μένει να φανεί εάν η υποχώρηση αυτή θα ικανοποιήσει την Μαρί Λεπέν, καθώς το θέμα του φόρου στην ηλεκτρική ενέργεια ήταν «κόκκινη γραμμή» για την ακροδεξιά.
Νωρίτερα, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Αντουάν Αρμάν δήλωσε ότι είναι έτοιμος να κάνει παραχωρήσεις στο νομοσχέδιο για τον προϋπολογισμό του 2025 προκειμένου να αποφύγει την πρόταση μομφής από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
«Το ερώτημα έγκειται στο εάν είναι καλύτερο να έχουμε έναν προϋπολογισμό που δεν είναι ακριβώς αυτός που θέλουμε ή χωρίς προϋπολογισμό», δήλωσε ο Αρνάντ στο ραδιόφωνο RMC. «Προφανώς είναι καλύτερο να δουλέψουμε με έναν προϋπολογισμό που δεν είναι ακριβώς ο ίδιος, διαφορετικά θα βρεθούμε στο άγνωστο».
Η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μισέλ Μπαρνιέ κινδυνεύει να ανατραπεί τις επόμενες εβδομάδες καθώς οι βουλευτές της αντιπολίτευσης απειλούν να ενωθούν σεμία πρόταση δυσπιστίας για τα δημοσιονομικά σχέδια. Η Αριστερά έχει δεσμευτεί να καταθέσει μια τέτοια πρόταση την επόμενη εβδομάδα, αφήνοντας τη μοίρα του Μπαρνιέ στα χέρια του κόμματος της Εθνικής Συσπείρωσης της Μαρίν Λεπέν, το οποίο θα έχει τις περισσότερες ψήφους.
Η προοπτική ώθησε τους επενδυτές να ρευστοποιήσουν γαλλικό ενεργητικό, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού της χώρας σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους ομολόγους. Το επιτόκιο των 10ετών γαλλικών τραπεζογραμματίων ταίριαξε με αυτό της Ελλάδας για πρώτη φορά στα χρονικά.
Μετά τα σχόλια Αρμάντ η απόδοση του γαλλικού ομολόγου έναντι του γερμανικού μειώθηκε έως και τρεις μονάδες βάσης στις 83, αν και επέστρεψε στο 85 και πάλι λίγο αργότερα. Το spread διευρύνθηκε έως και 90 μονάδες βάσης την Τετάρτη, καθώς οι επενδυτές βλέπουν αυξημένες πιθανότητες να καταψηφίσει το κοινοβούλιο τον προϋπολογισμό.
Αν και ο Αρμάν δεν διευκρίνισε τον βαθμό παραχωρήσεων που είναι διατεθειμένη να κάνει η κυβέρνηση, επιβεβαίωσε ότι ο Μπαρνιέ είναι έτοιμος να αλλάξει τα σχέδια για την αύξηση των φόρων στην ηλεκτρική ενέργεια που η Λεπέν έχει χαρακτηρίσει ως κόκκινη γραμμή. Ζήτησε επίσης τροποποίηση των μέτρων για τον περιορισμό των δαπανών για τις συντάξεις.
Ο υπουργός Οικονομικών είπε ότι η κυβέρνηση είναι ανοιχτή να βρει άλλους τρόπους για να αντικαταστήσει τις αυξήσεις φόρων με περικοπές δαπανών για να προσπαθήσει να διατηρήσει τις επιχειρηματικές επενδύσεις.
Θα παρέμβει η ΕΚΤ;
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η ΕΚΤ βρίσκεται για μία ακόμη φορά αντιμέτωπη με ερωτήματα για το αν θα στηρίξει την ταραγμένη αγορά κρατικών ομολόγων της Γαλλίας.
Το Εργαλείο Προστασίας Μετάδοσης Κρίσεων (TPI) της ΕΚΤ της επιτρέπει να αγοράσει απεριόριστο αριθμό ομολόγων από οποιαδήποτε χώρα της ευρωζώνης που αντιμετωπίζει άτακτη και αδικαιολόγητη αύξηση του κόστους δανεισμού.
Ωστόσο, δεν πρόκειται να παρέμβει, τουλάχιστον προς το παρόν, όπως αναφέρουν αναλυτές του Reuters. Και αυτό, επειδή η Γαλλία δεν πληροί αρκετά βασικά κριτήρια, γεγονός που καθιστά μια παρέμβαση από την ΕΚΤ νομικά αμφιλεγόμενη.
Κατά πρώτον, η κίνηση της αγοράς καθοδηγείται από πολιτική αναταραχή και ανησυχίες σχετικά με τα οικονομικά του προϋπολογισμού, γεγονός που δεν δικαιολογεί μία παρέμβαση. Τα spreads έναντι του γερμανικού χρέους δεν έχουν αυξηθεί πολύ περισσότερο από πριν από την βουλευτικές εκλογές το καλοκαίρι, οπότε είναι δύσκολο να κάνει κάποιος λόγος για άτακτες κινήσεις.
Κατά δεύτερον, η Γαλλία βρίσκεται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος της ΕΕ, που σημαίνει ότι δεν πληροί ένα από τα βασικά κριτήρια της ΕΚΤ. Έχει μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και το επίπεδο του χρέους της αυξάνεται, επομένως είναι επίσης δύσκολο να υποστηριχθεί ότι έχει «υγιείς και βιώσιμες μακροοικονομικές πολιτικές», όπως ζητείται από την ΕΚΤ.
«Πιστεύουμε ότι η ΕΚΤ είναι απίθανο να ενεργοποιήσει το ΤΡΙ και να αγοράσει γαλλικά κρατικά ομόλογα εάν απορριφθεί ο προϋπολογισμός και καταρρεύσει η κυβέρνηση», όπως σημειώνει η Barclays.
Ωστόσο, η ΕΚΤ άφησε ανοικτό ένα παραθυράκι λέγοντας αυτό αυτά τα κριτήρια θα «προσαρμόζονται δυναμικά» υπό το πρίσμα των εξελισσόμενων κινδύνων.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ΕΚΤ δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ μέχρι σήμερα το TPI, ούτε όταν το spread των ιταλικών 10ετών κρατικών ομολόγων είχαν υπερβεί τις 200 μονάδες βάσης έναντι των αντίστοιχων γερμανικών.
Υπάρχει κίνδυνος «μετάστασης» της κρίσης;
Η Nomura προβλέπει ότι μια κατάρρευση της γαλλικής κυβέρνησης θα μπορούσε να ανεβάσει το spread των γαλλικών 10ετών έναντι των γερμανικών στις 100 έως 120 μονάδες βάσης.
Το μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ Ίζαμπελ Σνάμπελ υποστήριξε πρόσφατα ότι οι αγορές κρατικών ομολόγων είναι ένα ισχυρό εργαλείο για τη σταθεροποίηση των αγορών σε περιόδους έντονων πιέσεων. Ωστόσο, πρεσβεύει ότι η σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών συνήθως απαιτεί μόνο βραχύβιες παρεμβάσεις.
Επιπλέον, τα ιταλικά spread δεν κινήθηκαν πολύ αυτή την εβδομάδα, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει φόβος μετάδοσης προς το παρόν.
Σε περίπτωση μετάδοσης, η ΕΚΤ θα μπορούσε επίσης να μειώσει τα επιτόκια κάπως πιο γρήγορα από ό,τι πιστεύουν τώρα οι αγορές για να αντισταθμίσουν μία πιθανή απότομη αύξηση του κόστους δανεισμού, σημειώνουν αναλυτές του Reuters.