Σημείο αναφοράς των επενδυτικών κεφαλαίων με έκθεση στις ευρωπαϊκές αγορές μετοχών, αναμένεται να αποτελέσει και το 2026 ο τραπεζικός κλάδος. Συνδυάζοντας στοιχεία που κεντρίζουν το ενδιαφέρον επενδυτικών χαρτοφυλακίων με διαφορετικά χαρακτηριστικά (growth, value, μερίσματα) οι ευρωπαϊκές τράπεζες και συνάμα και οι ελληνικές δείχνουν πως έχουν τα εφόδια να προσφέρουν σημαντικές αποδόσεις και το επόμενο έτος.
Οι αναλυτές εστιάζουν στη διαρκή διεύρυνση της «βεντάλιας» των τραπεζικών εργασιών, που περιορίζει έτι περαιτέρω την ένταση της κυκλικότητας, δημιουργώντας ένα πιο ανθεκτικό πλαίσιο. Αυτό αποτυπώνεται στο γεγονός πως οι τράπεζες κατάφεραν να βγάλουν σημαντικές «άμυνες» στα επιτοκιακά έσοδα, μέσω προμηθειών και άλλων πηγών εσόδων, βρίσκοντας «πάτωμα» στο τρίτο τρίμηνο. Πλέον, αναμένεται να περάσουν εκ νέου στην αντεπίθεση, με το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο να σταθεροποιείται και την πιστωτική επέκταση να εξελίσσεται σε βασικό μοχλό κίνησης, ακόμη σε χώρες που υποαποδίδουν. Η ενίσχυση των επιτοκιακών εσόδων θα λάβει ώθηση και από την περαιτέρω αύξηση του όγκου, των πιο φθηνών, καταθέσεων επιτρέποντας στις τράπεζες να διευρύνουν τα χαρτοφυλάκια ομολόγων τους και τα hedges, επωφελούμενες και από τις πιο απότομες καμπύλες αποδόσεων.
Εύλογα τα προηγούμενα τρία χρόνια, το μεγαλύτερο βάρος του re - rating του τραπεζικού κλάδου έπεσε στην απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων, λόγω ενίσχυσης της κερδοφορίας στη βάση της αύξησης των επιτοκίων. Εν συνεχεία, οι αποτιμήσεις των τραπεζικών τίτλων «ψήλωσαν» μέσω της μείωσης του κόστους ιδίων κεφαλαίων, το οποίο αποκλιμακώθηκε κατά σχεδόν 390 μονάδες βάσης από το 2024 μέχρι σήμερα (170 μονάδες βάσης το 2024 - 220 από αρχές 2025).
Σταδιακά, οι συνθήκες διαμόρφωσης αποδόσεων αναμένεται να διαφοροποιηθούν, καθώς το ενδιαφέρον αναμένεται να μετατοπιστεί και προς την πορεία ανάπτυξης και πιστωτικής επέκτασης - μετά από ROTE και κόστος ιδίων κεφαλαίων - σημεία στα οποία υπερτερούν οι ελληνικές τράπεζες. Οι αναλυτές αναμένουν μέση ετήσια αύξηση των ενήμερων δανείων μεταξύ 2025 - 2027 στο 8% περίπου για τις τέσσερις συστημικές, θέτοντας στα μοντέλα τους ρυθμό ανάπτυξης (g) μεταξύ 1,5% - 2,5% και κόστος ιδίων κεφαλαίων που κινείται από 11,4% έως και 13,75%. Μεταβλητές που συνδυαστικά με το ROTE διαμορφώνουν το πλαίσιο αποτιμήσεων.
Αναλυτές αναμένουν αύξηση των κερδών ανά μετοχή (EPS) των ευρωπαϊκών τραπεζών (συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών) κατά 8% το 2026 και κατά 10% το 2027, λαμβάνοντας περαιτέρω ώθηση από τα προγράμματα επαναγοράς ιδίων. Ο κλάδος βρίσκεται σε μια μακροπρόθεσμη τάση διαρκούς βελτίωσης της κερδοφορίας του. Ενδεικτικό είναι πως εδώ και 22 συνεχόμενα τρίμηνα (από το δεύτερο τρίμηνο του 2020 μέχρι το τρίτο του 2025) ανακοινώνει ισχυρότερα κέρδη έναντι των εκτιμήσεων του consensus. Παρ'όλα αυτά, συνεχίζει να διαπραγματεύεται σε ελκυστικά επίπεδα.
Oι ευρωπαϊκές τράπεζες διαπραγματεύονται επί του παρόντος σε περίπου 9,5x P/E για το 2026, ελαφρώς υψηλότερα από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο, αλλά σημαντικά χαμηλότερα από το υψηλό του 2018, όπου αποτιμούνταν με πάνω από 12x, όταν όλα τα KPIs υστερούσαν αρκετά έναντι των τωρινών επιπέδων. Μάλιστα, παρά τη δυναμική αναβαθμίσεων των γραμμών καθοδήγησης, αλλά και των εκτιμήσεων του consensus, οι τράπεζες διαπραγματεύονται με discount 35% έναντι της ευρύτερης ευρωπαϊκής αγοράς μετοχών και με σημαντικό discount έναντι των αμερικανικών που «παίζουν» κοντά στο 12,6x P/E, με εκτιμώμενη μερισματική απόδοση στο 2,5% για το 2026 (5,4% οι ευρωπαϊκές).
Ένας ακόμη λόγος που μερίδα κορυφαίων διαχειριστών στρέφεται προς τις ευρωπαϊκές είναι τα υψηλά επίπεδα επιβράβευσης των μετόχων. Ο κλάδος αναμένεται να φτάσει τα 77 δισ. ευρώ σε διανομές μερισμάτων φέτος και να προβεί σε επαναγορές ιδίων, ύψους 47 δισ. ευρώ, που ισοδυναμεί με συνολική απόδοση περίπου 7% (σ.σ. με το μέσο payout σε περίπου 76%).
Μάλιστα, για το 2026, εκτιμάται πως οι επαναγορές θα κινηθούν ελαφρώς υψηλότερα των 50 δισ. ευρώ, με πάνω από 82 δισ. ευρώ διανομές σε μετρητά. Βέβαια, η ολοκλήρωση του κύκλου αποκλιμάκωσης των επιτοκίων, λειτουργεί ευεργετικά για την κερδοφορία των τραπεζών για το 2026 - 2027, όταν θα αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς και οι εξαγορές που υλοποιούνται, τη στιγμή που οι υψηλότερες αποτιμήσεις μειώνουν την ευεργετική δράση των buybacks. Δεν αποκλείεται μέρος των πλεοναζόντων κεφαλαίων να ανακατευθυνθεί προς εξαγορές που δημιουργούν αξία.