Για τα καλά φαίνεται να έχει ανοίξει το παιχνίδι στον ασφαλιστικό κλάδο μετά την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Τράπεζα Πειραιώς - η οποία άνοιξε πρώτη το «χορό» - και του ντόμινο που επιφέρει σε συμβάσεις bancassurance.
Έμμεσα οι ελληνικές τράπεζες «πιέζονται», στη βάση των ισχυρών πλεοναζόντων κεφαλαίων να αναζητήσουν ευκαιρίες σε κλάδους και αγορές που να προσδίδουν μια νότα διαφοροποίησης και αξίας, διατηρώντας ως «κόρη οφθαλμού» την πιστωτική επέκταση, που αποτελεί βασικό μοχλό ανάπτυξης. Οι συγχωνεύσεις και εξαγορές μπορεί βέβαια να είναι της μόδας, αλλά καθώς ο πήχης των αποτιμήσεων διαρκώς «ψηλώνει», δυσκολεύει κατά πολύ το έργο σε αρκετές περιπτώσεις.
Ο κλάδος των ασφαλειών μπορεί μεν να μην εντυπωσιάζει ως προς τα δυνητικά περιθώρια ανάπτυξης, αλλά παραμένει σε πιο λογικά πλαίσια αποτιμήσεων έναντι άλλων (αν και πλήθος ευρωπαϊκών ασφαλιστικών διαπραγματεύεται σε υψηλά, προ κρίσης, επίπεδα) και «κουμπώνει» και με την πρόθεση των ξένων να πουλήσουν, έχοντας επενδύσει στα χρόνια της κρίσης, στη βάση της υποχρεωτικής πώλησης θυγατρικών και δραστικής αναδιάταξης της διεθνούς παρουσίας των τραπεζών. Υπό αυτό το πρίσμα, οι τράπεζες κινητοποιούν δυνάμεις προς αυτή την κατεύθυνση και κυρίως προς τον κλάδο Ζωής και Υγείας, πεδία πιο οικεία για τις ίδιες τόσο σε επίπεδο αφομοίωσης, όσο και σε επίπεδο product factoring. Παράλληλα, υπάρχουν περιθώρια ενοποίησης, τη στιγμή που το κενό προστασίας στην υγεία είναι μεγάλο.
Με τις εξαγορές που υλοποιύν αυξάνουν ελαφρώς τα κέρδη ανά μετοχή, «ψηλώνουν» το ROTE (απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων) και πετυχαίνουν μεγαλύτερη διαφοροποίηση από άποψης «καναλιών», σε έσοδα και κερδοφορία.
Παράλληλα, ο κλάδος των ασφαλειών λειτουργεί και ως hedging για τις τράπεζες περιορίζοντας την εξάρτηση τους από τους τόκους και από το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο, αν και βρισκόμαστε ένα megatrend υψηλών επιτοκίων. Εκτιμήσεις κάνουν λόγο για διατήρηση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου στη ζώνη του 2,5% - 3% τα επόμενα χρόνια, υψηλότερα δηλαδή από τα ιστορικά επίπεδα. Έτσι, δημιουργείται ένα στέρεο έδαφος σε επίπεδο εσόδων, τροφοδοτώντας σε υψηλότερα επίπεδα τις προμήθειες, τόσο από bancassurance, όσο και από asset management.
Έναντι των στενών «ανταγωνιστών», οι ελληνικές τράπεζες μπορεί να καρπώνονται ελαφρώς περισσότερα σε έσοδα από προμήθειες έναντι μέσου ενεργητικού από τις ισπανικές (κοντά στις 70 μονάδες βάσης), αλλά απέχουν σημαντικά από τις ιταλικές (πάνω από 110 μονάδες βάσης) και άλλες τράπεζες. Η Πειραιώς κινείται υψηλότερα έναντι των υπολοίπων, με έσοδα από προμήθειες προς μέσο ενεργητικό στις 83 μονάδες βάσης, με την Eurobank στις 77 μονάδες βάσης περίπου και την Εθνική σημαντικά χαμηλότερα στις 58 μονάδες βάσης στο εξάμηνο. Κατά το πρώτο μισό τα έσοδα από προμήθειες bancassurance διαμορφώθηκαν στα 110 εκατ. ευρώ, έναντι 93 εκατ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2024 (στην Eurobank συμπεριλαμβάνεται και asset management).
Αναλυτές εκτιμούν πως τα έσοδα από προμήθειες προς το μέσο ενεργητικό θα αυξηθούν κατά 10 έως 20 μονάδες βάσης περίπου μέχρι τα τέλη του 2027, καλύπτοντας το 23% των συνολικών εσόδων, έναντι 19% το 2024. Εκτιμήσεις που ενδέχεται να αναθεωρηθούν αναλόγως της δυναμικής του cross - selling και των συμβάσεων bancassurance που θα υπάρξουν.
Η σημασία του bancassurance φαίνεται και στην παραγωγή ασφαλίστρων, όπου οι τράπεζες εμβαθύνουν και «προσδένουν» προϊόντα μέσα από τις χορηγήσεις δανείων για αγορά ακινήτων, οχημάτων κτλ.
Η παραγωγή ασφαλίστρων στον κλάδο Ζωής διαμορφώθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025 στα 1,605 δισ. ευρώ, έναντι 1,63 δισ. ευρώ στο πρώτο μισό του 2024, με τα ασφαλιστικά προϊόντα που είναι συνδεδεμένα με επενδύσεις (Unit Linked) να καλύπτουν το 46,1% των ατομικών (564,18 εκατ. σε σύνολο 1,224 δισ.) ποσοστό σταθερό σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή χρονιά. Η παραγωγή στα ομαδικά αυξήθηκε στα 379,87 εκατ. ευρώ έναντι 354,99 εκατ. ευρώ. Μέσα από τα τραπεζικά δίκτυα πέρασε το 43,5% της παραγωγής των ατομικών συμβολαίων και το 11,4% των ομαδικών, έναντι 49,6% και 10,4% στο πρώτο εξάμηνο του 2024.