Με μειωμένη ταχύτητα κινείται ο κόσμος στην τροχιά της ενεργειακής μετάβασης καθώς τα ορυκτά καύσιμα θα αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο μερίδιο της κατανάλωσης μέχρι το 2050 ενώ οι εναλλακτικές λύσεις παραμένουν, με βάση τα τρέχοντα δεδομένα, ακριβές για χρήση σε μεγάλη κλίμακα.
Στη δέκατη έκθεσή της για τις παγκόσμιες ενεργειακές προοπτικές, η McKinsey & Company προβλέπει τις τάσεις της ζήτησης και της προσφοράς ενέργειας σε μια σειρά τύπων καυσίμων και περιοχών έως το 2050. Όπως αποκαλύπτει, ο κόσμος φαίνεται ότι καταγράφει μια πιο αργή πορεία στην ενεργειακή μετάβαση καθώς οι κυβερνήσεις και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δίνουν ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση στην προσιτή τιμή και την ασφάλεια της ενέργειας εν μέσω γεωπολιτικής αβεβαιότητας αλλά πολλές τεχνολογίες δεν είναι ώριμες για να μεταβούμε σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα χαμηλότερων εκπομπών άνθρακα.
Η έκθεση επισημαίνει το χάσμα μεταξύ σημερινής πραγματικότητας και των προϋποθέσεων που θα έπρεπε να ισχύουν για να αποφευχθούν οι χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως ορίζονται από τη Συμφωνία του Παρισιού. Περιγράφει τρία σενάρια για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί μια μετάβαση σε ένα σύστημα ενέργειας χαμηλότερων εκπομπών άνθρακα, την αργή εξέλιξη, τη συνεχή/επιταχυνόμενη πορεία και το βιώσιμο μετασχηματισμό.
Οι καθαρές, σταθερές πηγές ενέργειας και οι τεχνολογίες αποθήκευσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι πιθανό να επεκταθούν. Αυτές οι πηγές, όπως η γεωθερμική ενέργεια, η υδροηλεκτρική ενέργεια και η πυρηνική ενέργεια, αναμένεται να καταγράψουν αύξηση στη χρήση κατά 3% ετησίως έως το 2050 στο σενάριο συνεχούς πορείας. Τα κρίσιμα εναλλακτικά καύσιμα δεν είναι πιθανό να επιτύχουν ευρεία υιοθέτηση πριν από το 2040, εκτός εάν αυτό καταστεί υποχρεωτικό. Το καθαρό υδρογόνο δεν είναι ακόμη ανταγωνιστικό από άποψη κόστους για εφαρμογή σε ευρεία κλίμακα, επομένως αναμένεται να διαδραματίσει περιορισμένο ρόλο στο ενεργειακό μείγμα σε όλα τα σενάρια, χωρίς να υπάρχει βεβαιότητα σχετικά με την ολοκλήρωση έργων καθαρού υδρογόνου τα επόμενα 10 χρόνια.
Τα ορυκτά καύσιμα προβλέπεται να διατηρήσουν ένα μεγάλο μερίδιο του ενεργειακού μείγματος μετά το 2050 και θα μπορούσαν να αποτελούν περίπου το 41-55% της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας έως το 2050, ανάλογα με το σενάριο.
Η ενέργεια χαμηλών εκπομπών άνθρακα θα αυξάνεται σταθερά. Στις περισσότερες περιοχές, η ενέργεια χαμηλών εκπομπών άνθρακα θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 65% της παραγωγής ενέργειας έως το 2050 σε ένα σενάριο συνεχιζόμενης δυναμικής.
Και φυσικά, η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί, λόγω της ηλεκτροκίνησης. Τα κέντρα δεδομένων θα μπορούσαν να συμβάλουν σε ένα νέο μετασχηματιστικό μερίδιο της ζήτησης στο εγγύς μέλλον.
Όπως επισημαίνεται, η πρόκληση για χαμηλότερες τιμές σημαίνει ότι ορισμένες εναλλακτικές πηγές ενέργειας ενδέχεται να μην είναι ανταγωνιστικές σε σχέση με τα παραδοσιακά καύσιμα στο εγγύς μέλλον, αλλά μια τοπική ή περιφερειακή οδός που αποτελείται από ένα μείγμα αναδυόμενων τεχνολογιών και τεχνολογιών «τριπλής ωφέλειας» - εκείνες που παρέχουν ταυτόχρονα προσιτή, χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα και ασφαλή ενέργεια - μπορεί να επιτρέψει μια οικονομικά ρεαλιστική μετάβαση.
Η έκθεση δείχνει ότι δεν υπάρχει μαγική λύση για την απαλλαγή από τον άνθρακα και ότι διαφορετικές χώρες και περιοχές θα ακολουθούν ολοένα και περισσότερο ξεχωριστές πορείες με βάση τις τοπικές οικονομικές συνθήκες, τη διαθεσιμότητα των πόρων και τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένοι κλάδοι.