Έντονες είναι οι αντιδράσεις στη Γαλλία για τα σχέδια της Shein να ανοίξει φυσικά καταστήματα εκεί. Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό δεν περιορίζεται στη Γαλλία. Παρόλο που οι Shein και Temu - δύο από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες κινεζικές πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου στην παγκόσμια αγορά, ειδικά στον χώρο της fast fashion και των φθηνών καταναλωτικών προϊόντων - σημειώνουν τεράστια εμπορική επιτυχία, ιδιαίτερα στους νέους καταναλωτές, βρίσκονται αντιμέτωπες με έντονες αντιδράσεις και ανησυχίες από πολιτικούς, βιομηχανικούς φορείς και κοινωνικά κινήματα σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Οι εταιρείες αυτές επωφελούνται από διάφορα «φορολογικά παραθυράκια», καθώς πολλά από τα προϊόντα τους εισάγονται απευθείας από την Κίνα σε δέματα αξίας κάτω των 150 ευρώ, χωρίς τελωνειακούς δασμούς.
Έτσι, αποφεύγουν κόστη που οι ευρωπαϊκές εταιρείες υποχρεούνται να πληρώνουν, όπως φόρους, ΦΠΑ, μισθολογικά βάρη, κανόνες ασφάλειας προϊόντων κλπ, με αποτέλεσμα να βρίσκονται ξανά σε μειονεκτική θέση. Αυτό προκαλεί αντιδράσεις από μικρές και μεσαίες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, που βλέπουν τον ανταγωνισμό ως άνισο και καταστροφικό.
Καθώς, δε, οι Shein και Temu λειτουργούν κυρίως μέσω εφαρμογών και συλλέγουν δεδομένα, διατυπώνονται ανησυχίες για παραβίαση προσωπικών δεδομένων και σχέσεις με την κινεζική κυβέρνηση. Για το λόγο αυτό, ορισμένοι πολιτικοί στην Ευρώπη ζητούν ρυθμιστικούς ελέγχους και ψηφιακές κυρώσεις, παρόμοιες με εκείνες κατά του TikTok.
Η Shein στη Γαλλία
Τώρα, η Shein, που ιδρύθηκε στην Κίνα και έχει πλέον την έδρα της στη Σιγκαπούρη, αντιμετωπίζει αντιδράσεις για το σχέδιό της να ανοίξει φυσικά καταστήματα σε περιφερειακές γαλλικές πόλεις, εντός πολυκαταστημάτων που φέρουν το όνομα Galeries Lafayette. Οι Galeries Lafayette πώλησαν αυτά τα καταστήματα το 2021 στην εταιρεία Société des Grands Magasins (SGM), η οποία διατήρησε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το εμπορικό όνομα του γνωστού γαλλικού ομίλου στον χώρο λιανικής.
Την Τετάρτη, η SGM ανακοίνωσε ότι η Shein συμφώνησε να ανοίξει καταστήματα εντός των Galeries Lafayette της SGM σε Ντιζόν, Γκρενόμπλ, Ρεμς, Λιμόζ και Ανζέ.
Ωστόσο, οι Galeries Lafayette δήλωσαν ότι δεν συμμερίζονται τις «αξίες» της Shein και ότι θα εμποδίσουν το άνοιγμα αυτών των καταστημάτων, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα παραβίαζε τις συμβατικές υποχρεώσεις της SGM. Η Galeries Lafayette, που ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, είναι γνωστή κυρίως για το εμβληματικό της κατάστημα στο Παρίσι, κοντά στην Όπερα Garnier.
Η SGM, από την πλευρά της, απάντησε ότι τα σχέδιά της είναι σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας με τις Galeries Lafayette. Η SGM ιδρύθηκε το 2018 από τους Φρεντερίκ και Μαριλίν Μερλέν και δραστηριοποιείται ως εταιρεία ακινήτων και διαχείρισης πολυκαταστημάτων στη Γαλλία.
Η πρώτη φυσική παρουσία της Shein στη Γαλλία έχει προγραμματιστεί για τον Νοέμβριο, στο πολυκατάστημα BHV Marais της SGM, στο κέντρο του Παρισιού.
«Μαζί, η SGM και η Shein στοχεύουν να προσελκύσουν ένα νεότερο, πιο συνδεδεμένο κοινό, διατηρώντας παράλληλα το ιστορικό DNA των πολυκαταστημάτων», δήλωσαν οι δύο εταιρείες σε κοινή ανακοίνωση, προσθέτοντας ότι οι κινήσεις αυτές θα δημιουργήσουν 200 άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας στη Γαλλία.
Κριτική από τη γαλλική βιομηχανία μόδας
Η πρόθεση της Shein να ανοίξει καταστήματα στη Γαλλία χαρακτηρίστηκε ως «έλλειψη σεβασμού» προς τους πιστούς πελάτες των BHV και Galeries Lafayette και ως πλήγμα στην εικόνα της γαλλικής μόδας, όπως δήλωσε στο Bloomberg ο Γιαν Ριβοαλάν, πρόεδρος της Γαλλικής Ομοσπονδίας Γυναικείας Έτοιμης Ένδυσης.
Ήδη, η Γαλλία προωθεί νομοσχέδιο προκειμένου να διαχωρίσει αυτό το νέο είδος μόδας από την κλασική fast fashion στοχεύοντας κυρίως σε εταιρείες που λανσάρουν χιλιάδες νέα προϊόντα καθημερινά (όπως το Shein που κυκλοφορεί 7.200 νέα είδη κάθε ημέρα), χωρίς να πλήξει ευρωπαϊκές εταιρείες όπως η Zara.
Για τον λόγο αυτό αυξάνει τη φορολογία στα προϊόντα τους, με την επιβολή περιβαλλοντικού τέλους που είναι 5 ευρώ για φέτος και θα φτάσει τα 10 ευρώ το 2030, με ανώτατο όριο το 50% της τιμής του προϊόντος (χωρίς τους φόρους). Επιπλέον από τον Ιανουάριο του 2025 απαγόρευσε τη διαφήμιση ultra fashion brands από influencers, θεσπίζοντας αυστηρά πρόστιμα για τους παραβάτες. Τα πρόστιμα φτάνουν τα 20.000 ευρώ για φυσικά πρόσωπα και 100.000 ευρώ για εταιρείες που συνεχίζουν παράνομα τη διαφήμιση.
Όταν η Shein εισήλθε στην αγορά της Γαλλίας, εταιρείες λιανικής πάλευαν ήδη να ανταγωνιστούν τις αλυσίδες Zara και τη H&M, την ώρα που οι κινεζικοί όμιλοι απευθύνονται σε καταναλωτές με περιορισμένο προϋπολογισμό, χάρη στις μόνιμες εκπτώσεις και την εθιστική εφαρμογή της.
Αρκετές γαλλικές αλυσίδες fast fashion, όπως η Jennyfer και η NafNaf, οδηγήθηκαν φέτος σε πτώχευση.

Ευρύτερη σύγκρουση
Τόσο η Shein όσο και η Temu βρίσκονται στο επίκεντρο μιας ευρύτερης σύγκρουσης ανάμεσα στο παγκοσμιοποιημένο, φτηνό εμπόριο και τις ευρωπαϊκές αξίες για βιωσιμότητα, ηθική κατανάλωση και δίκαιο ανταγωνισμό.
Η Ευρώπη και ιδίως η Γαλλία, δείχνει να αντιστέκεται στο μοντέλο του fast fashion made in China, τόσο για οικονομικούς, κοινωνικοπολιτισμικούς, αλλά και λόγους ασφαλείας.
Πολύ περισσότερο, η Shein έχει κατηγορηθεί για κακοπληρωμένες ή εξαντλητικές συνθήκες εργασίας σε εργοστάσια τρίτων χωρών, όπως Κίνα και Μπαγκλαντές, για έλλειψη διαφάνειας ως προς την εφοδιαστική της αλυσίδα και κατάχρηση της βιωσιμότητας χωρίς ουσιαστική δέσμευση.
Από την άλλη, η Temu έχει επικριθεί για dropshipping πρακτικές (συνεργασία με έναν προμηθευτή που αποθηκεύει και αποστέλλει τα προϊόντα απευθείας στους πελάτες) χωρίς εγγυήσεις για τις εργασιακές συνθήκες ή την ποιότητα προϊόντων, όπως και για πιθανή εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού σε φτηνές παραγωγικές χώρες.
Την ίδια στιγμή, η υπερκατανάλωση που ενθαρρύνουν οι πλατφόρμες αυτές οδηγεί σε υψηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, από την παραγωγή μέχρι την παγκόσμια μεταφορά των προϊόντων και σε υποβάθμιση της ποιότητας των προϊόντων που συχνά είναι σχεδιασμένα για μικρή διάρκεια ζωής.
Η ΕΕ και η Γαλλία προωθούν πολιτικές κυκλικής οικονομίας και βιώσιμης κατανάλωσης, που έρχονται σε αντίθεση με το μοντέλο της Shein και της Temu.