Σε αναβάθμιση του στόχου για καθαρή πιστωτική επέκταση στα 4 δισ. ευρώ (με ισχυρό pipeline) από 3,5 δισ. ευρώ για φέτος προχώρησε η Eurobank, όπως άλλωστε είχε αφήσει να εννοηθεί η διοίκηση μετά το πρώτο ισχυρό τρίμηνο. Στο δεύτερο τρίμηνο η καθαρή πιστωτική επέκταση διαμορφώθηκε στο 1 δισ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένου αντίκτυπου FX - στα 2,2 δισ. στο εξάμηνο).
Μιλώντας σε αναλυτές μετά τα αποτελέσματα του δευτέρου τριμήνου, o CEO της Eurobank, Φωκίων Καραβίας, ανέφερε πως η πιστωτική επέκταση συνεχίζει να επιδεικνύει δυναμική, υποστηριζόμενη από τα επιχειρηματικά δάνεια στην Ελλάδα και την ισχυρή ανάπτυξη σε όλες τις κατηγορίες δανείων (κυρίως στεγαστικά) στη Βουλγαρία.
Η επικείμενη υιοθέτηση του ευρώ στη Βουλγαρία, που έχει προγραμματιστεί για τις αρχές του επόμενου έτους, αναμένεται να αποτελέσει σημαντικό ορόσημο προς την περαιτέρω οικονομική σύγκλιση με την Ευρώπη, σύμφωνα με τον ίδιο. Όπως συμπλήρωσε, θα απελευθερωθεί 1 δισ. ευρώ ρευστότητας λόγω των απαιτούμενων αποθεματικών, εξέλιξη που θα ενισχύσει τα καθαρά έσοδα από τόκους του 2026. Η υιοθέτηση του ευρώ θα έχει σίγουρα θετικές επιπτώσεις για την οικονομία συνολικά και για τον τραπεζικό κλάδο. Οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της Eurobank ελέγχουν το 75% του κλάδου και υπάρχει περιθώριο περαιτέρω ενοποίησης, κάτι που παρακολουθεί η διοίκηση της εγχώριας συστημικής τράπεζας.
Παράλληλα, οι ισχυρές αποδόσεις της τράπεζας κατά το πρώτο εξάμηνο επιτρέπουν την ευθυγράμμιση με την πολιτική άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών, εισάγοντας για πρώτη φορά ενδιάμεσο μέρισμα ύψους 170 εκατ. ευρώ για το 2025, που θα καταβληθεί σε μετρητά και θα διανεμηθεί στο τέταρτο τρίμηνο. Αυτό αντιστοιχεί σε 4,7 σεντς ανά μετοχή. Παράλληλα, όπως ανέφερε η διοίκηση, η Eurobank διαθέτει αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο ενεργό πρόγραμμα επαναγοράς ιδίων στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Από τα 288 εκατ. ευρώ του προγράμματος, μέχρι στιγμής έχει «καεί» περίπου 80 εκατ. ευρώ (0,77% του μετοχικού κεφαλαίου). Οποιεσδήποτε μετοχές αποκτηθούν μέσω του προγράμματος θα ακυρωθούν.
Ως προς τα μεγέθη, τα καθαρά έσοδα από τόκους ήταν υψηλότερα από τις εκτιμήσεις του consensus των αναλυτών φτάνοντας, στα 632,5 εκατ. ευρώ, έναντι εκτίμησης για 622 εκατ. ευρώ. Μάλιστα, κατά το πρώτο εξάμηνο, ήταν υψηλότερα κατά 12,2%, φτάνοντας στα 1,2704 δισ. ευρώ. Σημαντική η συμβολή της Ελληνικής με 271 εκατ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο (σε ετήσια βάση), υπερκαλύπτοντας μέρος των απωλειών, ύψους περίπου 130 εκατ. ευρώ (πρώτο εξάμηνο του 2025 - έναντι του αντίστοιχου του 2024) εν μέσω της χαμηλότερης ανατιμολόγησης δανείων (μέσο Euribor τριμήνου στο 2,11%, έναντι 2,56% στο πρώτο τρίμηνο του 2025).
Όπως ανέφερε ο CFO της Eurobank, X. Κοκολογιάννης «επιβεβαιώνουμε τον αρχικό μας στόχο για 2,5 δισ. ευρώ καθαρά έσοδα από τόκους για φέτος ακόμη και αν υποθέσουμε ότι το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα φτάσει το 1,5%. Όσον αφορά την τριμηνιαία πορεία αυτών θα έλεγα ότι αυτό εξαρτάται από την πορεία της ΕΚΤ. Σίγουρα, το τρίτο τρίμηνο θα κινηθεί χαμηλότερα από το δεύτερο. Γιατί; Επειδή στην καλύτερη περίπτωση θα είναι περίπου 25 - 26 μονάδες βάσης χαμηλότερο κατά μέσο όρο. Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για το τρίτο είτε για το τέταρτο τρίμηνο, (αυτό που λέμε ξεκάθαρα είναι ότι παρά το χαμηλότερο μέσο επιτόκιο σε σχέση με το business plan μας επιβεβαιώνουμε το στόχο των 2,5 δισ. ευρώ».
Από την άλλη, όπως επισήμανε, εάν τα επιτόκια παραμείνουν στο 2%, επομένως δεν έχουμε καμία άλλη μείωση στο βασικό επιτόκιο στο μέλλον, «θα πρέπει να αναμένουμε θετικό αντίκτυπο στα καθαρά έσοδα από τόκους μεταξύ 10 - 11 εκατ. ευρώ».
Όπως προκύπτει από το «breakdown» των καθαρών εσόδων από τόκους του δευτέρου τριμήνου, η Eurobank κατάφερε να περιορίσει τον αντίκτυπο από το κόστος των καταθέσεων, από τα 155 εκατ. του πρώτου τριμήνου (απώλεια καθαρών εσόδων από τόκους), στα 141 εκατ. ευρώ στο δεύτερο τρίμηνο του 2025, ενώ 589 εκατ. ευρώ αφορούσαν καθαρά έσοδα από τόκους στη βάση των εκταμιεύσεων δανείων (από 593 εκατ. στο πρώτο τρίμηνο). Όφελος +11 εκατ. ευρώ από money markets (δεν αποτελεί one off - μπορεί να επαναληφθεί σύμφωνα με τον CFO), με το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο να υποχωρεί ελαφρώς στο 2,50%, έναντι 2,53% στο πρώτο τρίμηνο. Ενισχύθηκε ωστόσο στην Ελλάδα στο 2,26% από 2,24%.
Ως προς τις κινήσεις αξιοποίησης των πλεοναζόντων κεφαλαίων, ο Φ. Καραβίας ανέφερε πως έχει ήδη ενοποιηθεί η πρώην θυγατρική της CNP στην Κύπρο (περίπου 20 μονάδες βάσης), με τη διοίκηση να εστιάζει όχι μόνο στην μη οργανική ανάπτυξη στο πεδίο του τραπεζικού κλάδου, αλλά και στις ασφάλειες και το asset management σε οποιαδήποτε από τις τρεις χώρες που η τράπεζα έχει παρουσία. Έτσι, η Βουλγαρία ενδέχεται να ήταν μια εξ αυτών, εάν προέκυπτε η κατάλληλη ευκαιρία. Προς ώρας, δεν υφίστανται τίποτα συγκεκριμένο, σύμφωνα με τον ίδιο.
Ωστόσο, η τράπεζα επιλέγει να διατηρήσει ένα τμήμα του πλεονάζοντος κεφαλαίου για πιθανές ευκαιρίες ανόργανης ανάπτυξης. Ωστόσο, υπάρχει και το payout, για το οποίο η τράπεζα έχει δεσμευτεί για τουλάχιστον 50% φέτος που σημαίνει ότι αυτό μπορεί να κινηθεί και υψηλότερα αυτού, όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Καραβίας. «Αυτό το επίπεδο διαμορφώθηκε στη βάση μιας ισχυρής πιστωτικής επέκτασης, η οποία στην πραγματικότητα έχει υλοποιηθεί και είναι ισχυρότερη από ό,τι είχαμε προβλέψει», ανέφερε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank.
Επιπλέον για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, ο κ. Καραβίας επισήμανε πως δεν αναμένονται αλλαγές στην καθοδήγηση για κόστος κινδύνου 60 μονάδων βάσης για φέτος. Άλλωστε, η τράπεζα φαίνεται να ξεκίνησε από πέρσι να χτίζει περιθώρια, εξ' ου και οι προβλέψεις για τα δάνεια «Σταδίου II» που είχαν φτάσει στο 10%. Η τράπεζα έχει λάβει πρόβλεψη 300 εκατ. ευρώ για δάνεια σε ελβετικό ύψους 1,623 δισ. ευρώ, ήτοι κάλυψη σε μετρητά περίπου 18% σε αυτό το χαρτοφυλάκιο, έναντι 1,5% για το υπόλοιπο των εγχώριων στεγαστικών. Η μετατροπή ισοτιμίας (σε ευρώ από ελβετικό φράγκο) θα καθιστούσε τα υφιστάμενα επίπεδα κάλυψης (18%) αρκετά υψηλά. Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορέσει να διαχειριστεί με ευχέρεια οποιοδήποτε πλαίσιο υπάρξει - σε λογικά πλαίσια - ως προς τη μερική διαγραφή απαιτήσεων (write offs).
Παράλληλα, ο όμιλος ενίσχυσε τις καταθέσεις κατά σχεδόν 1 δισ. ευρώ σε τριμηνιαία βάση (+1,5 δισ. εξαιρουμένης της επίδρασης των συναλλαγματικών ισοτιμιών - στα 78,2 δισ. ευρώ), με τις προθεσμιακές να καταλαμβάνουν μικρότερο μερίδιο στο συνολικό μείγμα, υποχωρώντας στο 34% από 36% προηγουμένως (όμιλος).