Με μια περίοδο έντονης αβεβαιότητας λόγω επανακαθορισμού, των διεθνών εμπορικών σχέσεων συμπίπτει η ανακοίνωση αποτελεσμάτων δευτέρου τριμήνου των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.
Σε μια χρονική φάση που η «κλεψύδρα» για την ευρωπαϊκή οικονομία αρχίζει να αδειάζει με φόντο τη λογική «καρότου και μαστίγιου» του Ντ. Τραμπ για εξουθενωτικούς δασμούς, ορόσημα που σπάνε και αλλεπάλληλες διαπραγματεύσεις, οι Έλληνες τραπεζίτες θα προτάξουν τα συμπαγή θεμελιώδη.
Η υιοθέτηση μιας στάσης αναμονής στα επιτόκια από τη Φρανκφούρτη, με μια μείωση τον Σεπτέμβριο, που θα φέρει το DFR (επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων) στο 1,75% συγκεντρώνει τις υψηλότερες πιθανότητες, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται το σενάριο να έχει σημάνει, ήδη, το τέλος του κύκλου μειώσεων, στο 2%. Πεδίο το οποίο θα εξαρτηθεί και από την κατάληξη των εμπορικών διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ. Η ισχυροποίηση του ευρώ, άλλωστε, λειτουργεί ως συμπληρωματικό εργαλείο στον περιορισμό ενός μέρους των πληθωριστικών πιέσεων (έχοντας οδηγήσει σε πιο σταδιακές και ήπιες μειώσεις επιτοκίων).
Το πλαίσιο αυτό λειτουργεί ευεργετικά για τις τράπεζες, όχι τόσο για την φετινή κερδοφορία, για την οποία δεν τίθεται θέμα, αλλά για του 2026, όταν θα αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς και οι εξαγορές που υλοποιούνται. Ευρύτερα, μέσω μιας πιο συντηρητικής στάσης και δυνητικής υπέρβασης των στόχων που έχουν θέσει, οι διοικήσεις περνούν και το μήνυμα της σταθερότητας, εξελίσσοντας και αναπτύσσοντας με προσεκτικά βήματα το «story» τους.
Οι ελληνικές τράπεζες εισήλθαν στο δεύτερο τρίμηνο, με μέσο Euribor τριμήνου στο 2,3% και έκλεισαν στο 1,96%. Συνεπώς το effective rate διαμορφώνεται πέριξ του 2,1%, όταν στο πρώτο τρίμηνο, το Euribor τριμήνου ήταν στο 2,56%. Τα business plans των τραπεζών έχουν διαμορφωθεί με φετινή παραδοχή για μέσο Euribor 2,2% - 2,3%. Η διαφαινόμενη διαφορά για τη φετινή χρονιά δεν έχει τόση σημασία, καθώς η όποια μείωση στα καθαρά έσοδα από τόκους θα αντισταθμιστεί από την ισχυρή πιστωτική επέκταση τη μείωση τους κόστους καταθέσεων και τη διατηρούμενη, σε χαμηλά επίπεδα, ποσόστωση των προθεσμιακών στο συνολικό μείγμα καταθέσεων (οι πιο ακριβές σειρές προθεσμιακών λήγουν τους επόμενους μήνες).
Μπορούν να κάνουν την έκπληξη σε NII...
Οι αναλυτές αναμένουν καθαρά έσοδα από τόκους της τάξεως των 472 εκατ. ευρώ για την Πειραιώς (από 481 εκατ. στο πρώτο τρίμηνο), στα 403 εκατ. για την Alpha Bank (από 395 εκατ. στο πρώτο τρίμηνο) στα 532 εκατ. για την Εθνική (από 548 εκατ. ευρώ) και στα 628 εκατ. για την Eurobank (από 638 εκατ.). Ωστόσο, τα νούμερα ενδέχεται να είναι καλύτερα των εκτιμήσεων, καθώς στα τέλη του περασμένου έτους, όπου καταγράφηκε εκτίναξη των εταιρικών χορηγήσεων, μέρος αυτών, εκτοκίστηκε στο τρέχον τρίμηνο, ενισχύοντας τα έσοδα από τόκους.
Να σημειωθεί πως οι διοικήσεις των τραπεζών έδωσαν στίγμα επίτευξης των στόχων που έθεσαν για τα καθαρά έσοδα από τόκους ακόμη και αν τα επιτόκια βυθιστούν στο 1,5%. Η Eurobank καθοδηγεί για καθαρά έσοδα από τόκους της τάξεως των 2,5 δισ. ευρώ για φέτος, η Πειραιώς για περίπου 1,9 δισ. ευρώ, η Εθνική για περισσότερα από 2,1 δισ. ευρώ και η Alpha για υψηλότερα των 1,65 δισ. ευρώ.
Χαμηλώνουν spreads, αλλά «τσιμπάνε» προμήθειες
Την ίδια στιγμή, κάποιες από τις εγχώριες τράπεζες επιλέγουν να χαμηλώνουν σημαντικά τα περιθώρια δανεισμού, εντάσσοντας και μια σειρά άλλων προϊόντων στο πλαίσιο χορηγήσεων, προκειμένου να τονώσουν το κομμάτι των εσόδων για προμήθειες. Ουσιαστικά, μέσω των χρηματοδοτικών εργαλείων, εγγυητικών και του hedging (FX, πετρέλαιο, IRS) που παρέχουν οι τράπεζες σε εταιρείες - επιχειρηματίες, μπορούν να «γράψουν» σημαντικό όφελος και να (υπέρ)αντισταθμίσουν τις πιέσεις που λαμβάνουν σε καθαρά έσοδα από τόκους από τη χαμηλότερη τιμολόγηση που εφαρμόζουν.
Όπως φάνηκε και από τα αποτελέσματα των τραπεζών για το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, τα μειωμένα επιτόκια συνδυάζονται με αύξηση προμηθειών λόγω σταυροειδών πωλήσεων, για αυτό και δεν υπήρξε πίεση στα αποτελέσματα. Το επιχειρηματικό μοντέλο «μειωμένο spread δανείου - αυξημένος όγκος συμπληρωματικών προϊόντων» ταιριάζει ιδιαίτερα σε μεγάλους εταιρικούς πελάτες και mid - market πελάτες με σύνθετες ανάγκες, όπου και υπάρχουν αυξημένες δυνατότητες σταυροειδών πωλήσεων.
Το consensus αναμένει καθαρά έσοδα από προμήθειες 166 εκατ. ευρώ για την Πειραιώς (από 160 εκατ. ευρώ), στα 110 εκατ. ευρώ για την Alpha (από 108 εκατ. στο πρώτο τρίμηνο), στα 112 εκατ. για την Εθνική (από 105,5 εκατ.) και στα 185 εκατ. ευρώ περίπου για την Eurobank (από 169,2 εκατ. στο πρώτο τρίμηνο).
Αναθεωρούν με «όπλο» τα επιχειρηματικά, καθηλωμένα τα στεγαστικά
Ευρύτερα, οι ελληνικές τράπεζες «κλείνουν το μάτι» σε αναθεώρηση των στόχων τους σε επίπεδο πιστωτικής επέκτασης. Κατά το πρώτο τρίμηνο, οι τέσσερις συστημικές έγραψαν καθαρή πιστωτική επέκταση 3,2 δισ. ευρώ σωρευτικά. Για το δεύτερο τρίμηνο, η διοίκηση της Πειραιώς ενημέρωσε τους αναλυτές για περίπου 1 δισ. ευρώ νέες χορηγήσεις, για περίπου 800 εκατ. ευρώ η Εθνική και η Alpha για ένα ελαφρώς πιο αδύναμο τρίμηνο έναντι του πρώτου (πέτυχε καθαρή πιστωτική επέκταση στα 600 εκατ. ευρώ), με την Eurobank να βλέπει προς το 1 δισ. ευρώ. Τραπεζικά στελέχη προβλέπουν συνέχεια της ανοδικής τάσης, καθώς στα επιχειρηματικά δάνεια υπάρχουν δρομολογημένες χρηματοδοτήσεις.
Η Eurobank αν και είχε αναφερθεί το προηγούμενο διάστημα για καθαρή πιστωτική επέκταση 3,5 δισ. φέτος, έδειξε προς τα 4 δισ. ευρώ, φέρνοντας πιο μπροστά εκταμιεύσεις και διευρύνοντας την παρουσία της σε Ευρώπη - Μ. Ανατολή (αναφορικά με τα syndicated). Πολύτιμες βοήθειες στην ενίσχυση της γεωγραφικής διαφοροποίησης του δανειακού της χαρτοφυλακίου έχει λάβει η Alpha μέσω της πολύπλευρης συνεργασίας της με τη UniCredit, η οποία έχει ισχυρή παρουσία σε 13 χώρες, με τις περισσότερες εξ αυτών να διαθέτουν υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση. Η Alpha, καθοδηγεί για αύξηση των ενήμερων δανείων κατά 2,2 δισ. ευρώ, η Εθνική κατά 2,4 δισ. ευρώ και η Πειραιώς κατά 2,3 δισ. ευρώ, στόχοι που θα αναθεωρηθούν ήδη από το δεύτερο τρίμηνο, προς τα 3 δισ. ευρώ από τις περισσότερες.
Από την άλλη, συνεχίζει να προβληματίζει το ζήτημα των «χαμηλών πτήσεων» στα στεγαστικά δάνεια, με το κρατικό πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ» να μην έχει καταφέρει να αλλάξει τα δεδομένα. Συγκεκριμένα, αν και καταγράφονται υψηλές αιτήσεις, δεν μετουσιώνονται σε μεγάλο βαθμό σε εκταμιεύσεις, εν μέσω μείωσης της προσιτότητας των τιμών των κατοικιών, περιορισμένης προσφοράς οικιστικών ακινήτων και υψηλής ζήτησης για βραχυχρόνια μίσθωση. Σημεία - «αγκάθια» για την ευρύτερη αγορά ακινήτων.
Οι προβλέψεις για ελβετικό
Αβέβαιο παραμένει το κατά πόσο θα ληφθούν προβλέψεις για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο από όλες τις τράπεζες (πρόκειται στεγαστικά και επαγγελματικής στέγης δάνεια), καθώς δεν επηρεάζονται εξίσου και δεν υπάρχει και η τελική ρύθμιση (υπό εξέταση). Σε CET1, η έκθεση σε δάνεια ελβετικού της Alpha (δάνεια 126 εκατ. ευρώ) και της Εθνικής (δάνεια 183 εκατ. ευρώ) καλύπτουν μόλις το 2% - 3% του δείκτη, έναντι 21% περίπου για την Eurobank (δάνεια 1,623 δισ. ευρώ) και 12% για την Πειραιώς (δάνεια 531 εκατ. ευρώ)
Η Eurobank φαίνεται να ξεκίνησε από πέρσι να χτίζει περιθώρια, εξ ου και οι προβλέψεις για τα δάνεια «Σταδίου II» που έφτασαν στο 10%. Η τράπεζα έχει λάβει πρόβλεψη 300 εκατ. ευρώ για δάνεια σε ελβετικό ύψους 1,623 δισ. ευρώ, ήτοι κάλυψη σε μετρητά περίπου 18% σε αυτό το χαρτοφυλάκιο, έναντι 1,5% για το υπόλοιπο των εγχώριων στεγαστικών. Η μετατροπή ισοτιμίας (σε ευρώ από ελβετικό φράγκο) θα καθιστούσε τα υφιστάμενα επίπεδα κάλυψης (18%) αρκετά υψηλά. Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορέσει να διαχειριστεί με ευχέρεια οποιοδήποτε πλαίσιο υπάρξει - σε λογικά πλαίσια - ως προς τη μερική διαγραφή απαιτήσεων (write offs).
Από την άλλη, η Πειραιώς έχει δώσει στίγμα, για προβλέψεις μεταξύ 30 - 65 εκατ. ευρώ, έχοντας δάνεια σε ελβετικό ύψους 531 εκατ. ευρώ. Η τράπεζα είχε μόνο 10 μονάδες βάσης κόστος κινδύνου στο πρώτο τρίμηνο του 2025, έναντι καθοδήγησης για 50 μονάδες βάσης για ολόκληρο το έτος. Εφόσον στο δεύτερο τρίμηνο δεν αλλάζει κάτι σημαντικά στην ποιότητα του ενεργητικού, η τράπεζα θα μπορέσει να απορροφήσει τον αντίκτυπο ενός κουρέματος χρέους στη συγκεκριμένη κατηγορία δανείων (αναλόγως φυσικά και της συμμετοχής των δανειοληπτών στη ρύθμιση). Παράλληλα, θα υπάρξουν προβλέψεις και για τη συναλλαγή Imola, που αφορά τη μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων δανείων, μεικτής λογιστικής αξίας περίπου 300 εκατ. ευρώ.
Να σημειωθεί πως όσα δάνεια σε ελβετικό πωλήθηκαν σε funds, ήταν ήδη «κόκκινα» ή όδευαν προς τα εκεί. Συνεπώς, οι τράπεζες έχουν ήδη διώξει αυτά που ήταν υψηλότερου ρίσκου και κόστους προβλέψεων.