Η διαχρονική αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την προοδευτικά μειούμενη συμμετοχή του κράτους σε αυτή, οδηγεί στην διαμόρφωση μιας επιπλέον «τρύπας» στην χρηματοδότηση του κόστους των φαρμάκων, ύψους 1,5 δισ. ευρώ, από τώρα έως το 2028, σύμφωνα με μελέτη που εκπόνησε η Deloitte για τον Σύνδεσμο Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ).
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, η φαρμακευτική δαπάνη για το έτος 2025 αγγίζει τα 7,5 δισ. ευρώ και προοπτικά εκτιμάται ότι το 2028 θα φτάσει τα 10,4-10,5 δισ. ευρώ. Προκειμένου να συγκρατηθεί η συμμετοχή των ασθενών στα τωρινά επίπεδα δηλαδή στο 10% (άρα να διαμορφωθεί στο 1 δισ. ευρώ και όχι υψηλότερα) και να καταστεί βιώσιμο το μοντέλο για τη φαρμακοβιομηχανία, ώστε να αποσοβηθεί ο κίνδυνος να μην έρχονται πλέον οι καινοτόμες θεραπείες στην Ελλάδα, το clawback πρέπει μεσοσταθμικά να επιστρέψει στο 40% (στα επίπεδα του 2020, δηλαδή να διαμορφωθεί στα 5,2 δισ. ευρώ) και το κράτος να καλύψει τα υπολειπόμενα 4,2 δισ. ευρώ καταβάλλοντας επιπλέον 1,5 δισ. ευρώ από τα 2,8 δισ. ευρώ- με τα οποία συμμετέχει σήμερα στη δαπάνη-ώστε να καλυφθεί η επιπλέον «τρύπα».
Ο ΣΦΕΕ απευθύνει προειδοποίηση για την αδιέξοδη πολιτική φαρμάκου η οποία ακολουθείται στη χώρα μας με συνέπεια να διακυβεύεται η άφιξη των νέων καινοτόμων θεραπειών, γεγονός που κινδυνεύει να καταστήσει τους Έλληνες ασθενείς 2ης κατηγορίας ή 2ης ταχύτητας – σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Δηλαδή η χώρα μας μπαίνει σε κίνδυνο να χάσει το τρένο της καινοτομίας. Ήδη εκτιμάται ότι λόγω των επιδεινούμενων στρεβλώσεων της αγοράς, μόνο 1 στα 5 νέα καινοτόμα φάρμακα που θα λαμβάνουν άδεια κυκλοφορίας από τον Ευρωπαϊκό ΕΟΦ (ΕΜΑ) θα κυκλοφορεί στην Ελλάδα μέσα από το κανάλι πλήρους πρόσβασης, δηλαδή την αποζημίωση μέσω ΕΟΠΥΥ. Αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες ασθενείς με σοβαρά χρόνια νοσήματα θα στερηθούν του πολύπλευρου οφέλους που έχουν οι καινοτόμες θεραπείες, οι οποίες εξασφαλίζουν μακρύτερη επιβίωση, καλύτερη ποιότητα ζωής, λιγότερες επιπλοκές, λιγότερες νοσηλείες κλπ.
Η φαρμακευτική δαπάνη αυξάνεται προοδευτικά στην Ελλάδα από ένα μείγμα παραγόντων στους οποίους περιλαμβάνονται το δημογραφικό (γερνάμε άρα νοσούμε περισσότερο με χρόνιες ασθένειες), η υψηλή συχνότητα εμφάνισης διαδεδομένων χρόνιων νοσημάτων όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, πολλοί καρκίνοι (συχνότητα νοσημάτων που αυξάνεται και από την ανυπαρξία για πολλά χρόνια ενός οργανωμένου πλαισίου πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας), αλλά και από την αύξηση της τιμής των καινοτόμων θεραπειών τα οποία βέβαια μακροπρόθεσμα εξοικονομούν πόρους στο Σύστημα Υγείας, γιατί ελαχιστοποιούν τις επιπλοκές, μειώνουν το κόστος νοσηλείας για τους ασθενείς και περιορίζουν την ανάγκη για εξετάσεις και (αχρείαστες) επεμβάσεις.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι 1η χώρα στην Ευρώπη και στο Ευρωπαϊκό Νότο στην αύξηση της συνολικής δαπάνης για το φάρμακο με ποσοστό 22% μεταξύ των ετών 2020 – 2022, η οποία ταυτόχρονα συνοδεύεται από την μικρότερη αύξηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης (δηλαδή της δαπάνης από πλευράς του κράτους) μόλις στο 5%, γεγονός το οποίο προκαλεί περαιτέρω στρέβλωση στην αγορά. Παράλληλα ο ΙΦΕΤ,(Ινστιτούτο Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας)δηλαδή το κανάλι περιορισμένης πρόσβασης στις καινοτόμες θεραπείες στην Ελλάδα, αυξάνει χρόνο με το χρόνο τον τζίρο του και οι εκτιμήσεις για τον κύκλο εργασιών του ΙΦΕΤ για το 2026 είναι στα 400 εκατ. € με τον πρόεδρο του ΣΦΕΕ, Ολύμπιο Παπαδημητρίου να επισημαίνει πως αν ήταν φαρμακευτική εταιρεία, θα είχε τον μεγαλύτερο κύκλο εργασιών στην Ελλάδα.

Για τον ΣΦΕΕ η λύση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας της πολιτικής φαρμάκου στην πατρίδα μας βρίσκεται στην αναδιάρθρωση του μείγματος της πολιτικής που χρησιμοποιείται με γενικό κανόνα «κανένα φάρμακο να μην συνεισφέρει σε επιστροφές (clawback) περισσότερο από ό,τι το κράτος». Πρόκειται δηλαδή για μια πρόταση που ζητά από την φαρμακοβιομηχανία και το κράτος να συναντηθούν κάπου στη μέση της διαδρομής με ένα ορθολογικό clawback, συγκρίσιμο με των άλλων ευρωπαϊκών χωρών και όχι 2πλάσιο όπως ισχύει σήμερα. Να διευκρινίσουμε στο σημείο αυτό πως το clawback (η επιστροφή της υπέρβασης της δαπάνης) δεν είναι βέβαια ελληνικό μέτρο αλλά η Ελλάδα έχει το υψηλότερο clawback της Ευρώπης (που ξεπερνά το 70%) και χαρακτηρίζεται «το μαύρο πρόβατο του clawback» όταν αντίστοιχα το clawback της Μ. Βρετανίας διαμορφώνεται σχεδόν στο 30%, της Ιταλίας στο 15,3%, της Πολωνίας στο 16,5% και της Ρουμανίας κυμαίνεται από 15-25%.
Επιστροφή clawback στο 40% και δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στα 4 δισ. ως το 2028
Το πακέτο των μέτρων που προτείνει ο ΣΦΕΕ για βιώσιμη φαρμακευτική πολιτική- προβλέποντας πως από εδώ και εμπρός μόνο 1 στα 5 καινοτόμα φάρμακα θα έρχεται στην Ελλάδα μέσω του καναλιού πλήρους πρόσβασης (δηλαδή λαμβάνοντας αποζημίωση από τον ΕΟΠΠΥ)- περιλαμβάνει επιστροφή του clawback στα δεδομένα του 2020 δηλαδή στο 40% με δημόσια φαρμακευτική δαπάνη (δηλαδή την συνεισφορά του κράτους στο φάρμακο) να διαμορφώνεται προοδευτικά στα 4 δισ. ευρώ έως το 2028.
8η η Ελλάδα στην συμμετοχή του κράτους στην φαρμακευτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ
Η συμμετοχή του κράτους στην φαρμακευτική δαπάνη σήμερα διαμορφώνεται στα 2,8 δισ. ευρώ που σύμφωνα με μελέτη της EFPIA αντιστοιχεί στο 1,25% του ΑΕΠ, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην 8η θέση μετά την Ισπανία, την Σλοβακία, την Ρουμανία, την Κροατία, την Γαλλία, την Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο και να ακολουθείται στην 9η θέση από την Βουλγαρία στη λίστα με την συμμετοχή του κράτους στη φαρμακευτική δαπάνη ως ποσοστό του Α.Ε.Π. Η μελέτη υπογραμμίζει ότι λόγω της μνημονιακής κρίσης που περάσαμε, το ΑΕΠ της Ελλάδας το 2023 είναι το ίδιο με το ΑΕΠ του 2010.
Τα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου φουσκώνουν και τον φαρμακευτικό λογαριασμό
Σημεία που προκαλούν προβληματισμό, στην έκθεση της Deloitte για τον ΣΦΕΕ, περιλαμβάνουν το επιπλέον κόστος που προκύπτει με τα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου στα οποία 910.000 γυναίκες υποβλήθηκαν σε ψηφιακή μαστογραφία και βρέθηκαν ευρήματα σε 56.072 γυναίκες, ενώ από τα 800.000 άτομα που έκαναν το self- test για την κολονοσκόπηση και τον περαιτέρω έλεγχο βρέθηκαν περίπου 10.000 άνθρωποι με υποψία καρκίνου του παχέος εντέρου. Από αυτούς τους πληθυσμούς-που διαγνώστηκαν μέσω των προληπτικών εξετάσεων-κάποιοι θα νοσήσουν και θα λάβουν ογκολογικά φάρμακα, τα οποία αποτελούν ένα βασικό παράγοντα αύξησης της φαρμακευτικής δαπάνης, λόγω του υψηλού τους κόστους.
Το παράδειγμα της Κύπρου
Ενδιαφέρον είναι το παράδειγμα της Κύπρου όπου η αβεβαιότητα στον εθνικό προϋπολογισμό λόγω του ύψους, που μπορεί να φτάσει το κόστος της καινοτομίας, καλύπτεται εξίσου από το κράτος και την φαρμακοβιομηχανία ως εξής: Η υπέρβαση του πρώτου 5% της φαρμακευτικής δαπάνης καλύπτεται από το κράτος. Η υπέρβαση του επόμενου 3,5% στην δαπάνη, καλύπτεται από τη φαρμακοβιομηχανία και από εκεί και πέρα η υπέρβαση της δαπάνης καλύπτεται εξίσου από τηφαρμακοβιομηχανία και το κράτος. Έτερο μεγάλο προβληματισμό προκαλεί ο τζίρος του Ινστιτούτου Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ) που ήταν 65 εκατ. € το 2019 και το 2026 πάει να κλείσει με νέο ρεκόρ στα 400 εκατ. €, φουσκώνοντας τον λογαριασμό που χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους και από φορολογικές εισφορές των πολιτών.
Τα ανενεργά ΑΜΚΑ
Στα παράδοξα που συμβαίνουν στην Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται η αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης των ανασφάλιστων πολιτών σε σύγκριση με το ποσοστό των ανασφάλιστων στη χώρα. Έτσι, στα μνημονιακά χρόνια με την ανεργία να κυμαίνεται στο 25%, το κράτος μας δαπανούσε 150 εκατ. ευρώ για την φαρμακευτική τους κάλυψη, ενώ σήμερα με την ανεργία 8,5% (το 1/3 της μνημονιακής εποχής) το κράτος δαπανά 360 εκατ. ευρώ για τους ανασφάλιστους, με τα ανενεργά ΑΜΚΑ να εξελίσσονται σε δαπανηρό πονοκέφαλο για τα Οικονομικά της Υγείας. Ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης επισημαίνει ότι ξεκινώντας ήδη από τον περασμένο Νοέμβριο θα καταργούνται 5.000 ανενεργά ΑΜΚΑ το μήνα, χωρίς ωστόσο να δίνει έναν ορίζοντα για το πόσα είναι αυτά στο σύνολό τους και για πόσους μήνες θα καταργούνται 5.000 ΑΜΚΑ μηνιαίως. Καταλήγοντας, ο ΣΦΕΕ μέσω του προέδρου του, Ολύμπιου Παπαδημητρίου και του γενικού διευθυντή, Μιχάλη Χειμώνα, εστιάζει στο ότι η βιομηχανία και η πολιτεία πρέπει να συζητήσουν στο ίδιο τραπέζι, να επικαιροποιηθεί το μείγμα των μέτρων που υιοθετούνται στην φαρμακευτική πολιτική και να δούμε τα θετικά παραδείγματα άλλων χωρών όπως είναι η γειτονική Κύπρος.
Οι παγκόσμιες πιέσεις στην καινοτομία και οι αλλαγές στις επενδυτικές προτεραιότητες (αύξηση στα εξοπλιστικά), ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ, Κίνας και Ευρώπης, οι πιέσεις τιμών από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη θέτουν σημαντικές προκλήσεις στη βιωσιμότητα της φαρμακευτικής καινοτομίας που πρέπει να ληφθούν υπόψη στη δεδομένη συγκυρία. Απαιτείται σταδιακός επαναπροσδιορισμός της δημόσιας επένδυσης στο φάρμακο, στο επίπεδο των χωρών της Νότιας Ευρώπης, καθώς, όπως καταδεικνύει η μελέτη της Deloitte,το χρηματοδοτικό κενό θα ανέλθει σε 1,5 δισ. ευρώ έως το 2028, εκ των οποίων τα 0,8 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να αφορούν πρόσθετη χρηματοδότηση και τα 0,7 δισ. ευρώ να προέλθουν από μεταρρυθμίσεις για καλύτερο έλεγχο της δαπάνης. Συνολικά οι παρεμβάσεις πρέπει να γίνουν σε 3 άξονες: Κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού, έλεγχος της δαπάνης με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και ενίσχυση πρωτοβάθμιας φροντίδας με εστίαση στην πρόληψη.