Χαμηλές προσδοκίες καλλιεργούνται από πλευράς δανειοληπτών ελβετικού φράγκου, σχετικά με την ένταξη τους - και δη τη μαζικότητα - στη ρύθμιση που προωθεί η κυβέρνηση, η οποία εδράζεται σε «κούρεμα» απαιτήσεων, βάσει εισοδηματικών κριτηρίων και αξίας ακίνητης περιουσίας.
Και αυτό διότι η λύση μερικής άφεσης χρέους ήρθε, αφενός, αρκετά αργά, με αποτέλεσμα η όποια θετική επίδραση να είναι άκρως περιορισμένη, όπως υποστηρίζει ο Σύλλογος Δανειοληπτών Ελβετικού Φράγκου στο insider.gr ο οποίος ζητά την κατάργηση της ρήτρας καταχρηστικότητας σε ελβετικό και την επαναφορά όλων των δανείων στην ισοτιμία εκταμίευσης (δηλαδή πέριξ του 1,6 – 1,65).
Η διολίσθηση του ευρώ έναντι του ελβετικού νομίσματος (από το 1,65 περίπου, στο 1,2, και μέχρι και στο 0,94), συνδυαστικά με την ωρίμανση των δανείων, που χορηγήθηκαν την περίοδο 2006 - 2009, έχει οδηγήσει στο να επωμιστούν οι δανειολήπτες ένα βάρος ισοτιμίας στο κεφάλαιο, της τάξεως του 70% περίπου, έναντι 10% - 25% που προωθείται, βάση της δρομολογούμενης ρύθμισης, τη στιγμή που οι αξίες των ακινήτων έχουν «φουσκώσει» από τότε και μαζί τους και η αξία της εμπράγματης εξασφάλισης για την τράπεζα. Να σημειωθεί πως και ο τόκος μεταφράζεται με βάση την ισοτιμία, δυσχεραίνοντας έτι περαιτέρω τη θέση των δανειοληπτών.
Αφετέρου, οι δανειολήπτες που θα αποδεχτούν την πρόταση, συναινούν σε απώλεια των ένδικων μέσων (δικαίωμα προσφυγής και αμφισβήτησης των αρχικών όρων της δανειακής σύμβασης) καθώς συνυπογράφουν το οριστικό κλείσιμο του «φακέλου» τους. Έτσι, δεν θα επωφεληθούν από τυχόν δικαίωση στον Άρειο Πάγο, ως προς τη ρήτρα καταχρηστικότητας. Μάλιστα, για το τμήμα των δανειοληπτών που έχει προβεί σε αποπληρωμή των δανειακών της υποχρεώσεων, υπάρχει η δυνατότητα διεκδίκησης δικαστικής απόφασης εντός πενταετίας από την ημερομηνία αποπληρωμής.
Η πλευρά των δανειοληπτών επισημαίνει επίσης, στο insider.gr, πως εάν και εφόσον υπάρξει ρύθμιση και μετατροπή του υπόλοιπου δανείου σε ευρώ (είτε μέσω εξωδικαστικού για «κόκκινα», τα οποία ούτως η άλλως είναι περιορισμένα, είτε διμερώς με τράπεζες - funds) θα υπάρξει νέα δανειακή σύμβαση και έξοδα φακέλου επί το ποσό του δανείου, που θα επωμιστούν. Εκτός και αν σε αυτό το πεδίο υπάρξει ρύθμιση.
Tο ζήτημα αφορά στεγαστικά και επαγγελματικής στέγης δάνεια, κυμαινόμενου επιτοκίου, που ξεκίνησαν από 1,5% και έφτασαν μέχρι και άνω του 2,5% (κάποια που ρυθμίστηκαν μέσω επιμηκυνσης αποπληρωμής - step up υπήρξε διαφοροποίηση επιτοκίου σε υψηλότερα επίπεδα έναντι της αρχικής σύμβασης) που δόθηκαν την τριετία 2006 – 2009, με αιχμή το 2007, σε μια ισοτιμία 1,67.
Η «φόρμουλα» που προωθείται προβλέπει κούρεμα απαίτησης με βάση κλιμακωτή ρύθμιση τεσσάρων επιπέδων, με εισοδηματικά κριτήρια και κριτήρια ακίνητης περιουσίας. Το κούρεμα θα είναι μεταξύ 10% - 25% (μετατροπή ισοτιμίας - διαφοροποίηση ανά κλίμακα κατά 5%) και μετατροπής του επιτοκίου, από κυμαινόμενο σε σταθερό, στη ζώνη του 2,9% - 2,3% (διαφοροποίηση ανά κλίμακα κατά 20 μονάδες βάσης). Το πλαίσιο θα αφορά όλα τα δάνεια σε ελβετικό, είτε συνδεθεί μέρος αυτών με τον εξωδικαστικό, είτε υπάρξει ρύθμιση διμερώς με τράπεζες – funds.
Αναλυτικότερα, για τους πιο ευάλωτους, εισοδηματικά, δανειολήπτες, με ετήσιο εισόδημα μέχρι 22.000 ευρώ και αξία ακίνητης περιουσίας μέχρι 185.000 αναμένεται κούρεμα 25% στην τρέχουσα ισοτιμία και μετάβαση σε σταθερό επιτόκιο στο 2,3%. Στη δεύτερη κλίμα θα υπαχθούν δανειολήπτες με ετήσιο εισόδημα μέχρι 27.500 ευρώ και ακίνητη περιουσία μέχρι 231.250 ευρώ, για τους οποίους θα υπάρχει κούρεμα κατά 20%, με επιτόκιο στο 2,3%, σταθερό. Για ετήσια εισοδήματα μέχρι 33.000 ευρώ και ακίνητη περιουσία έως 277.500 ευρώ, το κούρεμα βάση μετατροπής ισοτιμίας θα είναι της τάξεως του 15% με σταθερό επιτόκιο στο 2,7%, ενώ στην τελευταία κλίματα θα υπάρχει οριζόντιο κούρεμα 10% και σταθερό επιτόκιο 2,9% ανεξαρτήτως εισοδηματικών κριτηρίων και αξίας ακίνητης περιουσίας.
Μεσοσταθμικά προκύπτει επίπτωση της τάξης του 17,5%, με μέσο επιτόκιο 2,6%. Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, όμως, το μεγαλύτερο τμήμα των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο βρίσκεται στις χαμηλότερες κατηγορίες βελτίωσης ισοτιμίας, ήτοι κοντά στο 10% - 15%, με βάση τα παραπάνω (λόγω και των όσων αναφέρθηκαν για τις αξίες των ακινήτων).