Αγορά εργασίας και μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης

Γιώργος Αργείτης
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Αγορά εργασίας και μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης

Τα τελευταία επτά χρόνια η ελληνική οικονομία εξελίσσεται στο πλαίσιο των δεσμεύσεων και των περιορισμών των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Ο «μονόδρομος» της φιλοσοφίας των προγραμμάτων αυτών καλλιεργεί καθημερινά στον δημόσιο διάλογο ένα κλίμα επιπόλαιης αισιοδοξίας για τις αναπτυξιακές επιδράσεις της πολιτικής της δημοσιονομικής λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης. Διανύουμε μια περίοδο όπου φαίνεται να κυριαρχεί η άποψη ότι δεν χρειάζεται να πειστούμε από τα αποτελέσματα της διαχείρισης της οικονομίας για να δεχτούμε την αποτελεσματικότητά της, αλλά ότι με επικοινωνιακές και ιδεοληπτικές αυταπάτες πρέπει να πιστέψουμε σε αυτήν και άκριτα να την αποδεχτούμε.

Έτσι, θεωρείται επιτυχία η δημοσιονομική προσαρμογή που έχει επιτευχθεί, δηλαδή η βελτίωση του «διαρθρωτικού» πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος. Δεν γίνεται όμως στον δημόσιο διάλογο καμιά ουσιαστική αξιολόγηση των συνεπειών αυτής της προσαρμογής στον πραγματικό τομέα, στο τραπεζικό σύστημα, στην αγορά εργασίας και στη δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας. Επίσης, θεωρείται επιτυχία η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας και η εξάλειψη του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο. Ωστόσο, τα εμπειρικά ευρήματα δείχνουν ότι η προσαρμογή του εξωτερικού ισοζυγίου ήταν κυρίως αποτέλεσμα της κατάρρευσης των εισαγωγών. Την ίδια στιγμή η υπονόμευση και η αποδυνάμωση των θεσμών της αγοράς εργασίας, στο πλαίσιο της υλοποίησης της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης, προκάλεσαν εμπλοκή στις ροές εισοδήματος και στη ρευστότητα της οικονομίας οξύνοντας τα ελλείμματα ζήτησης και φερεγγυότητας των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και των τραπεζών, ενώ παράλληλα μείωσαν δραματικά το βιοτικό επίπεδο της κοινωνίας. Το αφήγημα των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ειδικά στην αγορά εργασίας, ως μέσου μετάβασης στην εξωστρεφή ανάπτυξη δημιουργεί μόνο αυταπάτες και ψευδαισθήσεις όσο στηρίζεται στην απαξίωση της εργασίας και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας.

Η Ελλάδα αναπόφευκτα θα βρίσκεται σε κατάσταση δημοσιονομικής προσαρμογής για πολλά χρόνια, καθώς, όπως δείχνουν όλα τα σημερινά δεδομένα, θα δεσμευτεί σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Ωστόσο, για να επιτευχθούν αυτές οι επιδόσεις, η χώρα χρειάζεται μια νέα αναπτυξιακή κουλτούρα και πραγματισμό ώστε να διαμορφώσει την κατάλληλη στρατηγική και πολιτική για τη μετάβασή της σε ένα νέο διατηρήσιμο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Για να καταστεί αυτό εφικτό, πρέπει να συνοδευτεί από μια άλλη οπτική για το ρόλο των μισθών και των θεσμών της αγοράς εργασίας στην οικονομία.

Οι θεσμοί της αγοράς εργασίας, όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, η επεκτασιμότητά τους και ο κατώτατος μισθός είναι απαραίτητοι όχι μόνο για τη ρύθμιση ανταγωνιστικών οικονομικών συμφερόντων, και συνεπώς για την κοινωνική σταθερότητα, αλλά και για τη διαμόρφωση της διανομής του εισοδήματος με τρόπο που να υποστηρίζει την απασχόληση, τη μακροοικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς. Οι θεσμοί της αγοράς εργασίας ενισχύουν τις ροές εισοδήματος, και συνεπώς τη ζήτηση, που στηρίζει τον πραγματικό τομέα της οικονομίας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Παράλληλα, διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις ρευστότητας, η οποία διασφαλίζει τη φερεγγυότητα όλων των τομέων της οικονομίας και τη δυνατότητά τους να ικανοποιούν τις χρηματοοικονομικές τους υποχρεώσεις.

Η αποσυγκεντροποίηση και η εξατομίκευση του προσδιορισμού των μισθών οδηγεί στην προ-κυκλική διαχείρισή τους, η οποία με τη σειρά της προκαλεί αφενός τη μείωση των μισθών και αφετέρου την αύξηση των μισθολογικών αποκλίσεων, που τροφοδοτούν την οικονομική ανισότητα και τη μακροοικονομική και τραπεζική αστάθεια. Αντίθετα, η επαναφορά και η ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της επεκτασιμότητάς τους μειώνουν την κατάτμηση της αγοράς εργασίας και την οικονομική ανισότητα και λειτουργούν ως σταθεροποιητικός μηχανισμός για το μακροοικονομικό και το τραπεζικό σύστημα. Αντίστοιχα, ο κατώτατος μισθός λειτουργεί ως σηματοδότης της μεταβολής των μισθών συντονίζοντας τις αποκλίσεις τους, προστατεύει από τη φτωχοποίηση, σταθεροποιεί τη ζήτηση και την απασχόληση και ενισχύει τον κοινωνικό διάλογο.

Η επισήμανση της σημασίας που έχει για την οικονομία η σχέση των θεσμών της αγοράς εργασίας και της ζήτησης δεν αγνοεί και ούτε υποτιμά τη σημασία της πλευράς της προσφοράς. Αντίθετα, δημιουργεί μια εναλλακτική οπτική για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, η οποία εξαρτάται πλέον από το μοντέλο ανάπτυξης και τη δυναμική του να δημιουργεί νέα προϊόντα, πλούτο, απασχόληση και κοινωνική ευημερία. Στο πλαίσιο αυτό η αύξηση της ανταγωνιστικότητας προϋποθέτει την άσκηση οικονομικής πολιτικής που προτάσσει την καινοτομία, την ποιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών, την κλαδική ανάπτυξη και εξειδίκευση, τη δημιουργική επιχειρηματικότητα και το σχεδιασμό ισορροπημένης βιομηχανικής στρατηγικής. Η διατηρήσιμη έξοδος από την κρίση μπορεί να γίνει μόνο μέσω της μετάβασης σε ένα πιο εξωστρεφές και ανταγωνιστικό αλλά ταυτόχρονα δίκαιο μοντέλο ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς.

Επιμέλεια: Στέλλα Κεμανετζή

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider