Όσοι ήξεραν, περίμεναν πως ο πληθωρισμός θα επιταχυνθεί ξανά μετά την «ανάπαυλα» των προηγούμενων δύο μηνών. Η επιβράδυνση του προηγούμενου διμήνου στηρίχθηκε κυρίως στις τιμές ενέργειας, αλλά και σε μία μερική «βουτιά» τιμών στο ελαιόλαδο (μειώθηκαν και τον Νοέμβριο κατά 37,6% αλλά παραμένουν ακόμη κατά 126,5% πιο υψηλές από το 2020!).
Ο πληθωρισμός αυξάνεται και πάλι ταχύτερα και τούτο δεν χτυπά μόνο στη «τσέπη» του νοικοκυριού. Ροκανίzει και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας όπως επισημαίνει (με επίσημα στοιχεία) η Κομισιόν. Και τούτο γιατί τρέχει πιο γρήγορα από τον μέσο όρο της ΕΕ και σε επίπεδο γενικού δείκτη και σε επίπεδο σκληρού «πυρήνα».
Ας αρχίσουμε όμως από τον γενικό δείκτη και από το «καλάθι του νοικοκυριού». Ο δείκτης τροφίμων αυξήθηκε κατά 2,7% και, μπορεί να εντυπωσιάζουν οι εκρηκτικές αυξήσεις σε καφέ και σοκολάτες (που συνδέονται με παγκόσμια κρίση τιμών στα εν λόγω είδη), αλλά αυτό που έχει πολύ πιο μεγάλη σημασία είναι οι τιμές στα… βασικά: στο μοσχάρι, στο αρνί, στο κατσίκι, στα γαλακτοκομικά και στα φρούτα.
Όλα τα παραπάνω βασικά είδη διατροφής είναι μέσα στην 20άδα των μεγαλύτερων αυξήσεων τιμών του Νοεμβρίου. Τα στοιχεία προκύπτουν από την αναλυτική βάση δεδομένων από την οποία βγαίνουν οι δείκτες της ΕΛΣΤΑΤ.
Μια ματιά στα στοιχεία δείχνει πως οι τιμές στο ράφι γίνονται πραγματικά ο εφιάλτης των Χριστουγέννων. Ειδικά τώρα που επιπλέον προβλήματα σωρεύονται.

Ας πάμε στο υπόλοιπο «καλάθι» του πληθωρισμού, εκτός τροφίμων. Στο Top 20 των ανατιμήσεων καταγράφεται η πίεση σε πολλά πεδία.
Το βασικό «αγκάθι» ανατιμήσεων είναι η στέγαση: πολύ μεγάλες είναι οι ανατιμήσεις σε ενοίκια αλλά και σε εργασίες επισκευής/ανακαίνισης κτηρίων. Τσιμπάνε και τα κόστη στην υγεία…
Επίσης, οι τιμές στα ταξίδια με αεροπλάνο έχουν ξεφύγει, το ίδιο και ξενώνες (όχι ξενοδοχεία). Αλλά και τα πακέτα φαγητού στο «χέρι», τα κυλικεία, καθώς και η εστίαση. Πολύ σημαντική αυτή η τάση ανατιμήσεων για το μέλλον του τουρισμού…

Και πάμε τώρα στο δεύτερο σκέλος των επιπτώσεων του πληθωρισμού, όχι για το κάθε νοικοκυριό αλλά γενικότερα για την οικονομία, για την ανταγωνιστικότητα. Για τη διεθνή θέση της χώρας.
Η Κομισιόν στο πρόσφατο πακέτο πορισμάτων για το ευρωπαϊκό εξάμηνο αναφέρθηκε (στο πλαίσιο διερεύνησης των ανοικτών μακροοικονομικών ανισορροπιών) και στο μέτωπο του δομικού πληθωρισμού (δηλαδή του δείκτη που δεν μετρά τα είδη που έχουν έντονες διακυμάνσεις όπως είναι ο δείκτης ενέργειας και ο δείκτης τροφίμων, ποτών, καπνού).
Η Κομισιόν δίνει σημασία στο κατά πόσο ο δομικός πληθωρισμός σε ένα κράτος «τρέχει» πιο γρήγορα από ό,τι στην Ευρωζώνη. Γιατί αυτό σημαίνει απώλεια ανταγωνιστικότητας σε κράτη που μοιράζονται κοινό νόμισμα.
Η Ελλάδα, όπως επισημαίνεται, από το 2022 και μετά έχει πρόβλημα: έχει απόκλιση προς τα «πάνω» του δομικού πληθωρισμού κατά 0,6%, 0,4% και 0,7% τα έτη 2022, 2023 και 2024 αντίστοιχα. Η εκτίμηση για την «ψαλίδα» φέτος ανοίγει σε 1,1% και για το 2026 υπολογίζεται στο 0,5%.

Πράγματι, το πρόβλημα συνεχίζει να υφίσταται φέτος. Τα αναλυτικά στοιχεία της Eurostat δείχνουν πως μετά από μία 2μηνη «ανάπαυλα» το χάσμα δομικού πληθωρισμού ανάμεσα σε Ελλάδα και ευρωζώνη οξύνεται (κατά 0,7% τον Νοέμβριο).

Γιατί όμως έχουμε αυτό το πρόβλημα; Η άνοδος του δομικού δείκτη στην Ελλάδα φτάνει στο 2,8% τον Νοέμβριο. Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ πλέον τροφοδοτείται κυρίως από τις υπηρεσίες. Όχι από τα βιομηχανικά (και μη) είδη που ανατιμώνται με πιο βραδύ ρυθμό.
Τούτο είναι καλό, δείχνει πως κάποια μέτωπα έχουν κλείσει. Πολλά όμως μένουν ανοικτά και έχει πολύ μεγάλη σημασία το ποια θα είναι η συνέχεια ειδικά σε κλάδους όπως η στέγαση, η υγεία, αλλά και ο τουρισμός.
Γιατί οι διεθνείς κρίσεις και τα νέα μέτωπα (πχ στον πρωτογενή τομέα) δεν θα εκλείψουν. Άρα η μόνη λύση είναι να κλείσουν εκκρεμότητες ετών/δεκαετιών στο τρόπο που λειτουργεί το κράτος αλλά και η αγορά. Για να διαφυλαχθεί και η ανταγωνιστικότητα αλλά και το διαθέσιμο εισόδημα.
