Στην οικονομική θεωρία υπάρχει ένας δύσπεπτος όρος, η λεγόμενη «επίπτωση βάσης». Όταν μια χρονιά ένας δείκτης ανεβαίνει πολύ και την επόμενη χρονιά δεν καταγράφεται νέα (επιπλέον) άνοδος, τότε έχουμε αρνητικό πρόσημο στο ποσοστό μεταβολής του εν λόγω δείκτη. Αυτό το αρνητικό πρόσημο στην περίπτωση του πληθωρισμού δείχνει βελτίωση της κατάστασης, δηλαδή πτώση τιμών.
Για παράδειγμα το 2024 υπήρχε έκρηξη στην τιμή του ελαιόλαδου. Οπότε φέτος, σε σύγκριση με τις περσινές τιμές, καταγράφεται μείωση του σχετικού δείκτη κατά 36,88% (στις 144,28 μονάδες τον Οκτώβριο από 228,6 μονάδες έναν χρόνο πριν, με έτος βάσης το 2020 = 100 μονάδες). Αυτό λοιπόν σημαίνει πως φέτος το λάδι πωλείται σε πολύ πιο χαμηλή τιμή, αλλά και πάλι οι τιμές του ελαιόλαδου δεν γύρισαν στα «κανονικά» επίπεδα: είναι αυξημένες κατά 44,28% εν συγκρίσει με το 2020...
Το ίδιο ισχύει φέτος και με τις τιμές φυσικού αερίου, ρεύματος, αλλά και με το πετρέλαιο θέρμανσης. Οι τιμές μειώθηκαν φέτος σε σχέση με το 2024, αλλά το πρόβλημα δεν εξαφανίσθηκε: τιμολογούνται και πάλι πολύ πιο ακριβά από ότι το 2020. Ωστόσο, αυτή η «επίπτωση βάσης» μαζί με άλλα είδη και υπηρεσίες (που είχαν επίσης μείωση τιμών φέτος το φθινόπωρο), βοήθησαν να αντισταθμισθούν εν μέρει οι ανατιμήσεις. Δηλαδή ο πληθωρισμός δεν μειώθηκε, αλλά αυξήθηκε βραδύτερα, καθώς οι αυξήσεις τιμών επί μέρους δεικτών ήταν πολύ περισσότερες και πιο ισχυρές.

Πάμε λοιπόν στις αυξήσεις τιμών. Η επεξεργασία στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ για τις 30 πιο μεγάλες ανατιμήσεις του Οκτωβρίου δείχνει πως πέρα από το μοσχάρι (https://www.insider.gr/oikonomia/387185/plithorismos-sto-2-ton-oktobrio…), το αρνί, το κατσίκι, τις σοκολάτες, το καφέ, το βούτυρο και το γάλα, υπάρχουν κι άλλα προϊόντα και υπηρεσίες των οποίων οι τιμές εκτινάχθηκαν: από κοσμήματα έως λογισμικό. Υπάρχουν και άλλοι κλάδοι όπως οι αεροπορικές μεταφορές στους οποίους οι τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται (σε αυτή την περίπτωση κινούνται ήδη σε επίπεδα κατά 70% πιο υψηλά από το 2020).

Προφανώς όταν έχεις ανάπτυξη, κάποια «λογική» άνοδος τιμών θα υπάρχει. Έχει σημασία όμως πόσο μεγάλη είναι αυτή για πολλούς λόγους. Για παράδειγμα μία πιο ταχεία άνοδος σε σχέση με τα άλλα κράτη προκαλεί πλήγμα στην διεθνή θέση της Ελλάδας (επενδυτικά και εξαγωγικά). Επίσης η άνοδος τιμών «ροκανίζει» την ονομαστική άνοδο του εισοδήματος. Έτσι αν ο πληθωρισμός τρέχει πιο γρήγορα από ότι η αύξηση των εισοδημάτων, τότε χειροτερεύει η θέση του πολίτη/καταναλωτή.
Το έχουμε ζήσει πολλές φορές στο παρελθόν. Για παράδειγμα όταν ξέσπασε η μεγάλη δημοσιονομική κρίση, τα ονομαστικά εισοδήματα καταρρακώθηκαν, η ανεργία εκτινάχτηκε, αλλά οι τιμές δεν ακολούθησαν ανάλογη πτώση για να διευκολυνθούν οι πολίτες. Οι τιμές τότε μειώθηκαν μεν τα πρώτα χρόνια, αλλά από ένα σημείο και έπειτα απλά σταθεροποιήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα, για να «ξυπνήσουν» όταν άρχισε η ανάπτυξη και να εκτιναχθούν όταν ήρθαν οι διεθνείς κρίσεις τιμών. Τούτο είχε επιπτώσεις ειδικά την περίοδο 2012-2017: το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα (αν αφαιρεθεί δηλαδή ο πληθωρισμός) δέχθηκε πολύ πιο έντονες πιέσεις από ότι το ΑΕΠ.
Τώρα, οι ίδιοι δείκτες δείχνουν πως εκεί που κερδίζαμε «πόντους» σε όρους σύγκλισης, πλέον αποκλίνουμε. Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σύμφωνα με τα νέα στοιχεία του ΟΟΣΑ μειώνεται συνεχώς τα τελευταία 2 διαθέσιμα τρίμηνα (κατά 1,55% το 4ο τρίμηνο 2024 και κατά 1,98 το 1ο τρίμηνο του 2025, με το δείκτη στο 84,3% και στο 86,01% των επιδόσεων που είχε η χώρα στο εν λόγω πεδίο το 2007). Και τούτο παρά την άνοδο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Αντιθέτως κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ αυξάνεται και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.

Η καλύτερη «στιγμή» των τελευταίων ετών σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία ήταν το 3ο τρίμηνο του 2022. Τότε το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 10,3% και έφτασε στο 87,3% των επιδόσεων του 2007, ανακτώντας μέρος από την κατρακύλα της προηγούμενης δεκαετίας (όταν είχε υποχωρήσει έως το 67%).
Το γράφημα δείχνει λοιπόν πως οι πιέσεις εντάθηκαν και μάλιστα τόσο που το τελευταίο διάστημα δεν μιλάμε πια για πιο αργή άνοδο πραγματικού εισοδήματος, αλλά για μείωση. Άρα εκεί που παίρναμε κεφάλι, άρχισε πάλι η κατρακύλα….
Τι δείχνει ο δείκτης: μετρά το πραγματικό κατά κεφαλήν ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Είναι εκφρασμένο σε τιμές 2007=100. Δείχνει όπως εξηγεί ο ΟΟΣΑ πόσο έχει αυξηθεί ή συρρικνωθεί το εισόδημα των νοικοκυριών αφού προσαρμοσθεί σε όρους αγοραστικής δύναμης. Για παράδειγμα (λέει ο ΟΟΣΑ), εάν το ονομαστικό εισόδημα αυξηθεί περισσότερο από τον δείκτη τιμών καταναλωτή, το πραγματικό εισόδημα αυξάνεται. Εάν το ονομαστικό εισόδημα αυξηθεί λιγότερο από τον δείκτη τιμών καταναλωτή, το πραγματικό εισόδημα μειώνεται. Εξηγεί επίσης πως διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είναι το συνολικό τους εισόδημα μετά την αφαίρεση των φόρων εισοδήματος, περιουσίας και κοινωνικών εισφορών, ενώ περιλαμβάνει τα κοινωνικά επιδόματα (όπως επιδόματα ανεργίας). Δεν περιλαμβάνει μεταβιβάσεις σε είδος, όπως αυτές που σχετίζονται με την υγεία και την εκπαίδευση που παρέχονται δωρεάν ή σε οικονομικά ασήμαντες τιμές από την κυβέρνηση και μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ).
Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τις πιέσεις στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα σταματούν στην αρχή του έτους, όταν ο πληθωρισμός έτρεχε με ρυθμό πολύ υψηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ. Αντιθέτως, τους τελευταίους μήνες μιλάμε για μία εικόνα συγκρατημένων αυξήσεων τιμών: σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ αυτήν την περίοδο η Ελλάδα δεν καταγράφει ανατιμήσεις υψηλότερες του μέσου όρου της ΕΕ, όπως συνέβαινε πιο πριν. Ειδικά μάλιστα στα τρόφιμα η άνοδος τιμών ήταν η χαμηλότερη (κατά 1,4% έναντι 3% ανόδου στην Ευρωζώνη με τον δείκτη τροφίμων στην Ελλάδα να φτάνει στο 136,5 και στην Ευρωζώνη στο 142 με έτος βάσης το 2020)..
Να δούμε λοιπόν αν η τάση αυτών των μηνών είναι απλά μία «επίπτωση βάσης» που θα αλλάξει οδηγώντας και πάλι σε μεγαλύτερες πληθωριστικές πιέσεις τους επόμενους μήνες ή αν θα έχει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά. Γιατί πρέπει να χαιρόμαστε όταν υπάρχουν καλά νέα, αλλά η «ιστορία» των τιμών στην Ελλάδα αλλά και τα αναλυτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν πως έχουμε ως αγορά πολλές ευαλωτότητες και πρέπει να αναζητηθούν οι αιτίες και οι λύσεις που είναι πολυπαραγοντικές και σύνθετες.

