Τριάντα τέσσερις ημέρες συμπληρώνει σήμερα το shutdown στις ΗΠΑ και από αύριο, εκτός συνταρακτικού απροόπτου, θα «ισοφαρίσει» σε διάρκεια το μεγαλύτερο shutdown στην ιστορία της χώρας. Πρόκειται για εκείνο του 2018-2019 όταν, πάλι επί προεδρίας Τραμπ, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση είχε παραλύσει για 35 ημέρες.
Η τρέχουσα διακοπή λειτουργίας της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης των ΗΠΑ πιθανότατα θα καταστεί, λοιπόν, ως η μεγαλύτερη σε διάρκεια που έχει καταγραφεί ποτέ.
Όπως σχολιάζει η Lazard Asset Management, ενώ το κόστος του shutdown αναμένεται να ανακτηθεί μόλις οι ομοσπονδιακοί υπάλληλοι επιστρέψουν στην εργασία τους και αρχίσουν ξανά να πληρώνονται, οι επιπτώσεις του συσσωρεύονται.
Για παράδειγμα, περίπου 42 εκατομμύρια Αμερικανοί λαμβάνουν επιδόματα από το Πρόγραμμα Συμπληρωματικής Διατροφικής Βοήθειας (Supplemental Nutrition Assistance Program-SNAP), που παλαιότερα ήταν γνωστό ως Πρόγραμμα Διατροφικών Κουπονιών (Food Stamp Program). Το SNAP εφαρμόζει αυστηρά εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, ώστε να διασφαλίζει ότι μόνο οι πιο ευάλωτοι Αμερικανοί λαμβάνουν αυτά τα επιδόματα, τα οποία το 2023 ανήλθαν κατά μέσο όρο σε περίπου 175 δολάρια ανά άτομο τον μήνα. Από την 1η Νοεμβρίου, οι πληρωμές του SNAP έπαψαν να διανέμονται στους δικαιούχους, με σχεδόν άμεσες συνέπειες στην πρόσβασή τους σε τρόφιμα.
Υπάρχουν επίσης σοβαρές επιπτώσεις από τη διακοπή λειτουργίας υπηρεσιών της κυβέρνησης. Το να απαιτείται εκατοντάδες χιλιάδες ομοσπονδιακοί υπάλληλοι, συμπεριλαμβανομένων των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας και του προσωπικού Εσωτερικής Ασφάλειας, να εργάζονται χωρίς αμοιβή δεν είναι βιώσιμο. «Όπως έχει αποδειχθεί και σε προηγούμενες παρατεταμένες διακοπές λειτουργίας, οι εργαζόμενοι σταματούν να προσέρχονται στην εργασία τους. Καθώς μπαίνουμε στον Νοέμβριο, οι επιπτώσεις του shutdown αναμένεται να γίνονται όλο και πιο αισθητές» επισημαίνει η Lazard.
Από επενδυτική άποψη, η παρατεταμένη διακοπή στερεί από τους επενδυτές κρίσιμα δεδομένα που χρειάζονται για να εκτιμήσουν την πιθανή μελλοντική πορεία της νομισματικής πολιτικής και της οικονομίας. Όπως επισημαίνει ο οίκος, «αυτή η έλλειψη πληροφόρησης θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο για τις αγορές, εάν προκύψουν σημαντικές εκπλήξεις στα οικονομικά στοιχεία μετά τη λήξη του shutdown».
Στο ίδιο μήκος κύματος και οι αναλυτές της JP Morgan, που σχολιάζουν ότι ο βασικός κίνδυνος για τους επενδυτές από το shutdown είναι η παρατεταμένη απουσία επίσημων οικονομικών δεδομένων. Όπως λένε, καθώς το προσωπικό του Υπουργείου Εργασίας βρίσκεται σε αναγκαστική άδεια, είναι πιθανό ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (CPI) του Οκτωβρίου να καθυστερήσει ή να παραλειφθεί, ενώ αναμένεται ότι και η έκθεση για την απασχόληση του ίδιου μήνα θα καθυστερήσει. Αυτό θα αναγκάσει τους επενδυτές να στηριχθούν ξανά σε εναλλακτικούς δείκτες (όπως τα στοιχεία της ADP, τις δαπάνες μέσω καρτών και τις εκτιμήσεις των περιφερειακών Fed) για να εκτιμήσουν τη δυναμική της οικονομίας.
Οι ίδοι εξηγούν πως, πέρα από τα στοιχεία, η αναστολή λειτουργίας επηρεάζει και την εκτίμηση για τη βραχυπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Κάθε εβδομάδα μειώνει την τριμηνιαία ετησιοποιημένη αύξηση του ΑΕΠ κατά περίπου 0,1-0,2 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ ένας μήνας προκαλεί πτώση της τάξης των 0,4-0,8 ποσοστιαίων μονάδων. «Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της χαμένης ανάπτυξης συνήθως ανακτάται μετά το άνοιγμα της κυβέρνησης, αν και οι χαμένες ώρες λόγω αναγκαστικών αδειών δεν αναπληρώνονται» αναφέρουν.
Οι αναλυτές της JP Morgan αναμένουν ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί μετά την εξάντληση της χρηματοδότησης του προγράμματος SNAP, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει περίπου 40 εκατομμύρια ανθρώπους. Και εξηγούν πως «κάθε νέα περίοδος μισθοδοσίας αυξάνει την πίεση στην Ουάσιγκτον να τερματίσει την αναστολή, καθώς όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι μένουν χωρίς πληρωμή για μεγαλύτερο διάστημα».