Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι καταλαμβάνουν ολοένα υψηλότερη θέση στις έρευνες κινδύνου μεταξύ των στελεχών επιχειρήσεων, και ο αγροδιατροφικός τομέας δεν αποτελεί εξαίρεση. Σε διεθνή έρευνα που πραγματοποίησε η ING μεταξύ στελεχών του κλάδου, οι εμπορικές πολιτικές των ΗΠΑ αναδείχθηκαν ως η κυριότερη ανησυχία. Συχνές ωστόσο ήταν και οι αναφορές στον πόλεμο στην Ουκρανία, στις διαταραχές στη ναυσιπλοΐα στην Ερυθρά Θάλασσα και στην αύξηση των κυβερνοαπειλών.
Με τη σειρά της, η γεωπολιτική αβεβαιότητα αυξάνει τη μεταβλητότητα στις αγορές εμπορευμάτων και συναλλάγματος. «Η διακύμανση των τιμών στα γεωργικά εμπορεύματα και σε βασικές εισροές όπως τα λιπάσματα είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Όμως οι αυξημένες εντάσεις διογκώνουν αυτές τις διακυμάνσεις και μπορούν να προκαλέσουν ξαφνικά άλματα ή πτώσεις μέσα σε μία νύχτα», ανέφερε ένας Ευρωπαίος προμηθευτής γεωργικών εφοδίων.
Ασφαλώς, οι επιχειρήσεις διαχειρίζονται τους γεωπολιτικούς κινδύνους πολύ διαφορετικά, ανάλογα με τη φύση, το μέγεθος και την τοποθεσία τους. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες είναι κατά μέσο όρο πιο εκτεθειμένες σε μεταβολές, καθώς η ΕΕ είναι πιο ανοιχτή στο εμπόριο και έχει μεγαλύτερη εξάρτηση από την ενέργεια, τις πρώτες ύλες και την τεχνολογία σε σχέση με άλλες περιοχές του πλανήτη.
Η απειλή των δασμών
Σύμφωνα με την ING, σε πρόσφατες τηλεδιασκέψεις οικονομικών αποτελεσμάτων, πολλές εταιρείες τροφίμων και ποτών, όπως οι JBS, Heineken και AAK (σουηδική εταιρεία φυτικών ελαίων και λιπών), ανέφεραν ότι επιδιώκουν να μειώσουν τον αντίκτυπο των δασμών αυξάνοντας την παραγωγή σε εγχώριο/τοπικό επίπεδο. Στο μεταξύ, εταιρείες που επηρεάζονται περισσότερο, όπως οι Diageo και Pernod Ricard, εστιάζουν στην τιμολογιακή πολιτική, τα αποθέματα και τις εφοδιαστικές αλυσίδες για να περιορίσουν τις επιπτώσεις.
Σε γενικές γραμμές, η αβεβαιότητα για το που θα καταλήξουν τελικά οι δασμοί ωθεί τις επιχειρήσεις να υιοθετούν μια προσέγγιση «βλέποντας και κάνοντας», αντί να λάβουν δραστικά μέτρα. Ως προς το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων μονάδων παραγωγής στις ΗΠΑ, φαίνεται ότι τα επίπεδα των δασμών που έχουν ακουστεί μέχρι στιγμής δεν δικαιολογούν επενδύσεις τέτοιου μεγέθους.
Η δημιουργία ανθεκτικών εφοδιαστικών αλυσίδων κοστίζει
Ήδη από την εποχή της πανδημίας, οι επιχειρήσεις του κλάδου των τροφίμων και αγροτικών προϊόντων γνωρίζουν ότι η ανθεκτικότητα έχει κόστος. Για παράδειγμα, η διαφοροποίηση των προμηθευτών συνεπάγεται ανησυχίες για την ποιότητα των προμηθειών, αλλά και ανάγκες για αυξημένα κεφάλαια κίνησης.
Η διοίκηση της Ingredion, στην τελευταία τηλεδιάσκεψη οικονομικών αποτελεσμάτων, έκανε λόγο για αύξηση του κόστους λόγω του εμπορικού πολέμου. Όπως ανέρερε, «θα αναδιαμορφώσουμε ή θα μετακινήσουμε κάποιες διαδρομές της εφοδιαστικής αλυσίδας. Αλλά κάθε φορά που τα ξαναχτίζεις αυτά, έχεις επιπρόσθετα κόστη».
Αύξηση αποθεμάτων
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της ING, οι εταιρείες τροφίμων τόσο στη Βόρεια Αμερική όσο και στην Ευρώπη εδώ και καιρό έχουν αποφασίσει να διατηρούν μεγαλύτερα αποθέματα. Στην Ευρώπη, μεταξύ 2015 και 2019, οι εταιρείες του κλάδου των τροφίμων διατηρούσαν αποθέματα για 74 ημέρες κατά μέσο όρο, ενώ στο διάστημα 2020-2024 ο μέσος όρος διαμορφώθηκε σε 82 ημέρες. Παρόμοια τάση παρατηρήθηκε και στη Βόρεια Αμερική.
Από την έρευνα της ING προκύπτει ότι πράγματι οι επιχειρήσεις του κλάδου διατηρούν ασυνήθιστα υψηλά αποθέματα. Στις ΗΠΑ, αυτή η τάση συνεχίστηκε και το 2025, με τις επιχειρήσεις να επιταχύνουν τις εισαγωγές και να χτίζουν αποθέματα εν όψει της εφαρμογής των δασμών. Ωστόσο, όσον αφορά τους δασμούς, οι εμποροσθοβαρείς εισαγωγές είναι προφανώς μια προσωρινή μόνο λύση.
Το θέμα της επισιτιστικής ασφάλειας
«Η επισιτιστική ασφάλεια συζητιέται πλέον και σε χώρες όπου προηγουμένως δεν ήταν σημαντικό θέμα. Η γεωπολιτική αβεβαιότητα οδηγεί σε μεγαλύτερη τοπικοποίηση της παραγωγής τροφίμων. Βλέπουμε αυξημένες επενδύσεις και αναδιάταξη του χάρτη παραγωγής τροφίμων, εν μέρει με υποστήριξη από κυβερνήσεις» σχολίασε στην ING στέλεχος του κλάδου.
Σε επίπεδο ΕΕ, υπάρχουν «φωνές» που ζητούν μεγαλύτερο συντονισμό και αυξημένη ετοιμότητα. Ορισμένες χώρες λαμβάνουν ήδη επιπρόσθετα μέτρα. Χώρες όπως η Πολωνία, η Φινλανδία και η Νορβηγία αυξάνουν τα αποθέματα τροφίμων, ενώ είναι πιθανό να ακολουθήσει και η Σουηδία.
Σε αρκετές ασιατικές χώρες, όπου ήδη ήταν σύνηθες να διατηρούν στρατηγικά αποθέματα τροφίμων, τα αποθέματα αυτά επίσης αυξάνονται. Η Κίνα, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας αγροτικών προϊόντων παγκοσμίως, ανακοίνωσε φέτος αύξηση του προϋπολογισμού για τα γεωργικά της αποθέματα. Στην Ινδία και την Ινδονησία, τα κρατικά αποθέματα ρυζιού έχουν φτάσει σε επίπεδα-ρεκόρ. Αυτά τα αποθέματα λειτουργούν ως «αμορτισέρ», σε κάποιο βαθμό, για τον έλεγχο του πληθωρισμού τροφίμων.
Ωστόσο, σε έναν κόσμο όπου οι διμερείς συμφωνίες αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία, η διατήρηση αποθεμάτων τροφίμων αποτελεί επίσης ισχυρό εργαλείο επιρροής.
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό σε επίπεδο επιχειρήσεων; Πέρα από τον αντίκτυπο στη ζήτηση, μπορεί να ωφελήσει τις εταιρείες είτε μέσω ενός πιο ευνοϊκού ρυθμιστικού περιβάλλοντος, είτε μέσω διευκολύνσεων για την προσέλκυση επενδύσεων, μιας και η γεωργική γη, οι υποδομές και η τεχνολογία είναι στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία, είτε με αυξημένο ρόλο των επιχειρήσεων στη διατήρηση ασφαλών αποθεμάτων τροφίμων.
Αν και οι εταιρείες που συμμετείχαν στην έρευνα βλέπουν θετικά το αυξημένο ενδιαφέρον για την επισιτιστική ασφάλεια, οι αναλυτές της ING επισημαίνουν τρεις σημαντικούς κινδύνους:
Κατά πρώτον, η προσπάθεια κυβερνήσεων και επιχειρήσεων να αυξήσουν τα αποθέματά τους μπορεί να έχει συνέπειες, όπως απότομες μεταβολές τιμών και στρεβλώσεις στην αγορά.
Δεύτερον, οι πρωτοβουλίες των πλουσιότερων κρατών για εξασφάλιση μεγαλύτερων ποσοτήτων τροφίμων συχνά γίνεται εις βάρος των λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομιών. Αυτό μπορεί να τροφοδοτήσει νέες συγκρούσεις και επιπλέον γεωπολιτική αστάθεια, ειδικά σε ένα περιβάλλον μειωμένων δαπανών για αναπτυξιακή βοήθεια.
Τέλος, σε έναν πιο κατακερματισμένο κόσμο, οι κυβερνήσεις θα διεκδικήσουν για τον εαυτό τους μεγαλύτερο έλεγχο στις ξένες επενδύσεις σε στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία (όπως η γεωργική γη και οι λιμενικές υποδομές), αλλά και στις εταιρικές συγχωνεύσεις.