Με απώλειες για δεύτερη ημέρα ολοκλήρωσε ο Dow τη συνεδρίαση της Τετάρτης στη Wall Street με τους υπόλοιπους δείκτες να κλείνουν με θετικό πρόσημο χτίζοντας στην αισιοδοξία που έχει διαμορφωθεί από τις αρχές της εβδομάδας.
Πιο συγκεκριμένα, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones υποχώρησε 0,21% στις 42.051 μονάδες ενώ ο διευρυμένος S&P 500 ενισχύθηκε 0,1% στις 5.892 μονάδες κατοχυρώνοντας τη τρίτη ημέρα ανόδου. Ο τεχνολογικός Nasdaq κατέγραψε κέρδη 0,72% στις 19.146 μονάδες.
Ο κλάδος της τεχνολογίας ηγήθηκε των κερδών, με την Nvidia να ενισχύεται πάνω από 4% έπειτα από την είδηση ότι πρόκειται να στείλει 18.000 από τα πιο προηγμένα της τσιπ στη Σαουδική Αραβία, στο πλαίσιο των συμφωνιών αξίας 600 δισ. δολαρίων που υπέγραψε ο Τραμπ την Τρίτη.
Ακόμη, η μετοχή της AMD έκλεισε με άνοδο σχεδόν 4% έχοντας φτάσει νωρίτερα και +8% έπειτα από την έγκριση που έλαβε από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας για πρόγραμμα επαναγοράς μετοχών ύψους 6 εκατ. ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, η απόφαση προστίθεται σε επαναγορές 4 δισ. δολαρίων που έχουν ήδη εγκριθεί.
Τέλος, οριακή άνοδο 0,87% κατέγραψε η μετοχή της Boeing παρά το γεγονός πως ο Τραμπ εξασφάλισε στη Σαουδική Αραβία τη μεγαλύτερη παραγγελία στην ιστορία της Boeing ύψους 96 δισ. δολαρίων για την απόκτηση έως και 210 αεροσκαφών Boeing 787 Dreamliner από την Qatar Airways.
Μέχρι στιγμής στην εβδομάδα, ο S&P και ο Dow σημειώνουν κέρδη πάνω από 4% και 1% αντίστοιχα ενώ ο Nasdaq έχει ενισχυθεί πάνω από 6%.
Η άνοδος της εβδομάδας «διέγραψε» τις απώλειες που κατέγραφε ο S&P 500 μέχρι στιγμής για το έτος έχοντας φτάσει τον Απρίλιο να κινείται 20% χαμηλότερα από το ιστορικό του υψηλό τον Φεβρουάριο. Από τις 7 Απριλίου που σημειώθηκε αυτό το ενδοσυνεδριακό χαμηλό, έχει σημειώσει άνοδο πάνω από 21%.
Η όρεξη των επενδυτών για ρίσκο φαίνεται να επιστρέφει έπειτα από την αποκλιμάκωση του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ - Κίνας που προσωρινά μείωσαν τους εκατέρωθεν δασμούς. Ειδικότερα, οι δασμοί των ΗΠΑ προς τα κινέζικα προϊόντα ανέρχονται στο 30% και οι αντίστοιχοι της Κίνας στο 10%. Προηγουμένως οι δύο χώρες είχαν επιβάλει η μία στην άλλη δασμούς άνω του 100%.