Η επόμενη μέρα στις αγορές με το βλέμμα στην Ουκρανία

Ανδρέας Βελισσάριος
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Η επόμενη μέρα στις αγορές με το βλέμμα στην Ουκρανία
Η κατάσταση παραμένει αρκετά εύθραυστη για τις αγορές με πολλαπλά και πολυεπίπεδα ανοιχτά μέτωπα. Η επιθετική προεξόφληση για μια σύντομη λήξη του πολέμου εγκυμονεί κινδύνους. Τι εκτιμούν Goldman Sachs, Citi, BlackRock, UBS, JP Morgan και Société Générale. Lose - lose η νέα κατάσταση.

Τι ήταν αυτό που οδήγησε σε μια τόσο μεγάλης έντασης διακύμανση στις αγορές με απότομη εναλλαγή της ψυχολογίας, από τη στιγμή που η Ρωσία προχωρούσε σε μια, ευρείας κλίμακας, επίθεση στην Ουκρανία, ξαναμοιράζοντας τη «γεωπολιτική τράπουλα»; Προεξόφλησαν τόσο έντονα το τέλος της Ουκρανίας και το μέτρο των κυρώσεων από τη μεριά της Δύσης; Άλλαξε ραγδαία η στρατηγική εξόδου της Fed και ακολούθως των υπόλοιπων κεντρικών τραπεζών; Τι μπορεί να αποτέλεσε το βασικό μοχλό κίνησης ώστε οι traders και οι επενδυτές να καλύψουν τόσο άμεσα το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών που καταγράφηκαν την Πέμπτη; Αυτή είναι μια σειρά ζητημάτων που απασχόλησαν και θα συνεχίσουν να απασχολούν και να θορυβούν τις αγορές.

Ευρύτερα, τέτοιου είδους γεωπολιτικά γεγονότα έχουν συχνά βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα για τις μετοχές καθώς επανέρχονται πλήρως κατά τις επόμενες τέσσερις έως πέντε εβδομάδες, σύμφωνα με τα δεδομένα της Refinitiv. Επιπλέον, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις και πολεμικές συρράξεις του παρελθόντος έτειναν να αποτελούν ένα εφαλτήριο για τους «ταύρους», με τον S&P 500 να καταγράφει ισχυρή άνοδο, μετά από ένα διάστημα, κατά τον Πόλεμο του Βιετνάμ και του Ιράκ και ηπιότερη ανοδική κίνηση στη μακροβιότερη ένοπλη σύρραξη στο Αφγανιστάν. Αξίζει να σημειωθεί πως σε τέτοιας κλίμακας γεωπολιτικά γεγονότα, ο αμερικανικός δείκτης διαφοροποιήθηκε έντονα, καταγράφοντας ισχυρές απώλειες για ένα παρατεταμένο χρονικά διάστημα, μόνο κατά την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ τον Αύγουστο του 1990.

Περνώντας ωστόσο στο ουκρανικό ζήτημα, η πρώτη φάση της κίνησης των αγορών κατά την ανακοίνωση της εισβολής, και των διαστάσεων της επίθεσης της Ρωσίας στην Ουκρανία (24 Φεβρουαρίου) στοιχειοθετήθηκε από μια έντονη risk off διάθεση, βίαιες ρευστοποιήσεις στις αγορές μετοχών - με τη διόρθωση να έχει ήδη ξεκινήσει κατά τις αρχές του έτους - και άνοιγμα θέσεων στα εμπορεύματα (εκτόξευση του πετρελαίου με υψηλότερα risk premium και του χρυσού), μέχρις ότου καταγραφεί η απάντηση της Δύσης στη βάση των κυρώσεων. Η δεύτερη φάση αντίδρασης, που ενεργοποίησε τη στρατηγική του «buy the dip», είχε ως εφαλτήριο τις ανακοινώσεις του Τζο Μπάιντεν για το μέγεθος των κυρώσεων, που πέρασαν το μήνυμα πως σχεδιάστηκαν μεν, αλλά όχι για να πλήξουν ιδιαίτερα δε, αφήνοντας και τις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου σε μεγάλο βαθμό ανέγγιχτες. Οι κυρώσεις εξάλλου φαίνεται να έχουν έναν μεσομακροπρόθεσμο αντίκτυπο στη Ρωσία, με τις ΗΠΑ να αλλάζουν τη στρατηγική τους από το «start high, stay high» σε μια πιο σταδιακή πορεία κλιμάκωσης, με στοχευμένα, αλλά μικρότερου οικονομικού αντίκτυπου, μέτρα.

Από την άλλη, οι αγορές έδειξαν να προεξοφλούν πολύ έντονα μια σύντομη λήξη του πολέμου και την καθιέρωση μια κυβέρνησης «μαριονέτας» από το κανάλι της Μόσχας, κάτι που εγκυμονεί κινδύνους όσο η Ουκρανία συνεχίζει να μάχεται και η Δύση διατηρεί στη διπλωματική της «φαρέτρα» την επιβολή ισχυρότερων κυρώσεων, με αλυσιδωτές αντιδράσεις για όλους. Ουσιαστικά, ολόκληρο το σύστημα ακροβατεί σε μια λεπτή κλωστή, καθώς από τη μία η Ρωσία πιέζεται ασφυκτικά όσο ο χρόνος κυλά και το επιχειρησιακό της πλάνο βρίσκει εμπόδια και από την άλλη η Δύση και η ΕΕ διατηρούν στο τραπέζι τη «βόμβα» του αποκλεισμού της Ρωσίας - έστω και υπό περιορισμούς - από το διεθνές σύστημα διεκπεραίωσης συναλλαγών για διεθνείς πληρωμές, Swift.

Υπό αυτό το πρίσμα, η κατάσταση παραμένει αρκετά εύθραυστη για τις αγορές με πολλαπλά και πολυεπίπεδα ανοιχτά μέτωπα. Αν υπάρξει μια κατάσταση αποκλιμάκωσης με όποια δείγματα σταθεροποίησης στα ουκρανικά εδάφη, τότε οι αγορές θα στραφούν εκ νέου στις στρατηγικές εξόδου των κεντρικών τραπεζών καθώς η άνοδος των τιμών πετρελαίου και ενέργειας θα μεταφραστούν σε έναν ακόμη πιο υψηλό και επίμονο πληθωρισμό. Από την άλλη, οποιαδήποτε περαιτέρω πίεση και μέσω του Swift, δε θα μείνει αναπάντητη από τη Ρωσία στην ενεργειακή «σκακιέρα». Οι ΗΠΑ συνεργάζονται ήδη στη βάση ενός ευρύτερου συντονισμού για την αποδέσμευση στρατηγικών αποθεμάτων ώστε να περιορίσουν τις αυξανόμενες τιμές ενέργειας.

Τι εκτιμούν οι ξένοι επενδυτικοί οίκοι

- Goldman Sachs, Σε call που διοργάνωσε η Goldman Sachs για τις γεωπολιτικές εντάσεις και το σκηνικό στις αγορές και που παρακολούθησε το insider.gr, ο Richard Privorotsky, επικεφαλής στο cash equity trading στην Ευρώπη, ανέφερε πως ο κίνδυνος για τις μετοχές κινείται μεταξύ ακραίων short squeezes και sellable rallies. «Τα επιτόκια και οι κεντρικές τράπεζες φαίνεται να επιστρέφουν σε μια κινητήρια θέση και ο μεγαλύτερος κίνδυνος έγκειται στο ότι, μετά από μια περίοδο πολύ μεγάλης πολλαπλής συμπίεσης, έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν φόβο γύρω από τις αναπτυξιακές προοπτικές, ιδιαίτερα στην Ευρώπη όπου καταγράφεται ένα υψηλής κλίμακας γεωπολιτικό χάος». Ο ίδιος δήλωσε πως ανησυχεί περισσότερο για τους χειρισμούς από τις κεντρικές τράπεζες ενόψει των υψηλότερων τιμών στα εμπορεύματα και της τροπής που λαμβάνει ο πληθωρισμός. Ανοιχτό παραμένει, σύμφωνα με τον ίδιο, το κατά πόσο βαδίζουμε προς το τέλος αυτού του επίμονα έντονα υψηλού πληθωρισμού ή θα επακολουθήσουν και άλλα.

Από τη μεριά του, ο Jari Stehn, επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs για την Ευρώπη εκτίμησε πως είναι πιθανό να υπάρξει ένα μικρός αντίκτυπος στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης εξαιτίας των χαμηλών εμπορικών δεσμών (περιορισμένη έκθεση των εξαγωγών της στην περιοχή), ενώ θα περιοριστούν περαιτέρω λόγω και των αυστηρότερων χρηματοοικονομικών συνθηκών. Ωστόσο, αναμένει κάποια πίεση από τις υψηλότερες τιμές ενέργειας στις καταναλωτικές δαπάνες, παρόλο που μέρος αυτών πιθανότατα θα αμβλυνθεί και θα αντισταθμιστεί από τις πολιτικές στήριξης των κυβερνήσεων. Γιαυτό ο αμερικανικός οίκος προχώρησε σε επί τα χείρω αναθεώρηση των εκτιμήσεών της για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη για φέτος, κατά 0,2% στο 3,9%. Ωστόσο, διατηρεί τη θέση της για τη δυναμική της ανάπτυξης, δεδομένης της ισχυρής δημοσιονομικής στήριξης και του χώρου να κινηθεί σε υψηλότερα επίπεδα. Όπως επισήμανε ο Stehn, «ο βασικός κίνδυνος στον οποίο θα πρέπει να εστιάσουμε είναι ότι οι διακοπές στο εφοδιασμό φυσικού αερίου θα μπορούσαν να επιβαρύνουν το ΑΕΠ, με ένα δυνητικό πλήγμα της τάξεως του 1% στη Γερμανία και τη Γαλλία και έως και 3% στην Ιταλία». (Σημειώνεται πως η Goldman Sachs αναθεώρησε τις εκτιμήσεις της τόσο για τις ευρωπαϊκές μετοχές όσο και για την πορεία του «μαύρου χρυσού».)

Στο σκέλος που αφορά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο Stehn τόνισε πως «ενώ οι περαιτέρω πιέσεις στις τιμές θα εντείνουν τις ανησυχίες στην ΕΚΤ γύρω από τον υψηλό πληθωρισμό, οι κίνδυνοι για τη δραστηριότητα υποδηλώνουν ότι ενδέχεται να απαιτείται ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα διατήρησης της υπομονετικής στάσης». Αξίζει να σημειωθεί πως το pricing των αγορών στα επιτόκια, παραμένει «επιθετικό» και κινείται σε έξι αυξήσεις από τη Fed για φέτος (1,5%) και ακόμη δύο το 2023 (+0,5%) με ένα σημαντικά ταχύτερο ρυθμό έως ότου φτάσει το τελικό επιτόκιο στο 2%.

- Citi, Οι στρατηγικοί αναλυτές της Citi, εκτιμούν πως ένας βασικός μηχανισμός μετάδοσης της τρέχουσας κρίσης σε ευρύτερες οικονομίες είναι μέσω των ευρωπαϊκών τιμών ενέργειας. Οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί κατά περίπου 50% μέχρι σήμερα, με την επιβολή επιθετικότερων κυρώσεων να οδηγεί τις τιμές σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα φέτος. Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, οι τιμές χονδρικής ρεύματος και αερίου στην Ευρώπη ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι πιθανό να φτάσουν σε ιστορικό υψηλό φέτος, ασκώντας περαιτέρω ανοδική πίεση στον πληθωρισμό και αυξάνοντας τις πιθανότητες αύξησης των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι οικονομολόγοι της Citi εκτιμούν πως μια πρώτη αύξηση στα επιτόκια από την ΕΚΤ είναι εύλογη προς το τέλος του τρέχοντος έτους, με δύο ακόμη το 2023. Ως προς τις ευρωπαϊκές αγορές, η Citi είναι θετική για τις τράπεζες, διότι έχουν μειωμένη έκθεση στην Ανατολική Ευρώπη, οι αποτιμήσεις τους παραμένουν φθηνές και τα υψηλότερα επιτόκια θα συμβάλλουν στη βελτίωση της κερδοφορίας τους. Ο κλάδος, όπως σημειώνει η Citi, είναι πιθανό να αποτελέσει το βασικό «οδηγό» σε οποιαδήποτε ανάκαμψη των ευρωπαϊκών μετοχών για αργότερα φέτος.

- BlackRock, Η BlackRock αναμένει να γίνει πιο ξεκάθαρη η δυναμική της αλληλεπίδρασης προτού προβεί σε μια αλλαγή της στρατηγικής της. Σε ένα σημείο στο οποίο δίνει ιδιαίτερα έμφαση είναι πως οι κεντρικές θα αναγκαστούν να ζήσουν με τον πληθωρισμό, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να αποτελέσει το εύκολο «θύμα» για τις υψηλότερες τιμές, οδηγώντας σε μια ηπιότερη πολιτική πίεση για τη συγκράτηση του πληθωρισμού. Ο επενδυτικός «γίγαντας», με υπό διαχείριση assets 10,01 τρισ. δολάρια, συνεχίζει προς το παρόν να στηρίζει τις μετοχές έναντι των ομολόγων σε χαμηλότερα, ωστόσο, επίπεδα ρίσκου συγκριτικά με πέρυσι. Να υπενθυμίσουμε πως διατηρεί «overweight» σύσταση για τις μετοχές, «underweight» θέση για τα κρατικά ομόλογα των αναπτυγμένων αγορών και «overweight» για τα ομόλογα που συνδέονται με τον πληθωρισμό (ως διαφοροποίηση στα χαρτοφυλάκια).

- UBS, Από τη μεριά της, η UBS εκτιμά πως δεν είναι αυτό το χρονικό σημείο ώστε να αλλάξει σε εντελώς αρνητική τη θέση της για τις μετοχές. Όπως επισημαίνει ο Mark Haefele, επικεφαλής του Investment Office, της UBS Wealth Management, ιδιαίτερα για τους επενδυτές με μακροπρόθεσμη προοπτική, η διατήρηση των θέσεων και η έμφαση σε σταδιακές αλλαγές στις κατανομές των χαρτοφυλακίων είναι καθοριστικής σημασίας. Οι επενδυτές πρέπει να: i) είναι πιο επιλεκτικοί, ii) να εξετάσουν το ενδεχόμενο αντιστάθμισης και γ) να αναζητήσουν ευκαιρίες με πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, σύμφωνα με τον ίδιο. Επιπλέον, ο ελβετικός οίκος προχώρησε στη μείωση των στόχων για τον S&P 500 στις 4.800 μονάδες, για τον Euro Stoxx 50 στις 4.300 μονάδες και για τον δείκτη MSCI EM των αναδυόμενων αγορών στις 1.250 μονάδες στο βασικό της σενάριο μέχρι το τέλος του έτους.

Oil - Gas

- JP Morgan, Στο υψηλότερο επίπεδο κινδύνου τοποθετεί η JP Morgan σε ανάλυσή της, τα 2,9 εκατ. βαρέλια ημερήσιων ρωσικών εξαγωγών αργού, με υψηλούς όγκους προς τη Βορειοδυτική Ευρώπη (1,6 εκατ. βαρέλια ημερησίως), τη Μεσόγειο (0,4 εκατ. βαρέλια ημερησίως), την Ανατολική Ευρώπη (0,75 εκατ. βαρέλια ημερησίως) και τις ΗΠΑ (0,2 εκατ. βαρέλια την ημέρα), εάν η Ρωσία απαντήσει στις κυρώσεις μέσω της μείωσης των εξαγωγών της. Την ίδια στιγμή σημαντικός όγκος περνάει μέσω του πετρελαιαγωγού Druzhba στη Λευκορωσία, την Πολωνία και τη Γερμανία (μέσω ενός βόρειου βραχίονα) και στη Σλοβακία, την Ουγγαρία και την Τσεχία μέσω ενός νότιου βραχίονα που διέρχεται από την Ουκρανία. Αξίζει να σημειωθεί πως η Ρωσία εξήγαγε περίπου 1,4 εκατ. βαρέλια ημερησίως στην Ασία το 2021, μέσω του συστήματος αγωγών East Siberia Pacific Ocean (ESPO) και μέσω θαλάσσης.

Ιστορικά η Ρωσία, δεν έχει προβεί ποτέ άλλοτε σε μια τέτοιου είδους κίνηση καθώς αποτελούσε ανέκαθεν έναν αξιόπιστο προμηθευτή πετρελαίου. Ακόμη και στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση δεν «πάγωσε» τις εξαγωγές. Ωστόσο, εάν η αγορά αρχίσει να τιμολογεί το ενδεχόμενο ότι η Ρωσία είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει τις εξαγωγές «μαύρου χρυσού» ως μοχλό πίεσης και αντίδρασης στη Δύση, μιας πλήρης διακοπή του όγκου των 2,9 εκατ. βαρελιών ημερησίως προς την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, θα οδηγήσει την τιμή του Brent κατά μέσο όρο στα 115 δολάρια το βαρέλι κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους, στα 105 δολάρια κατά το τρίτο τρίμηνο και στα 95 δολάρια προς τέλος του 2022. Ως προς το σκέλος του φυσικού αερίου, μια πιθανή μείωση της ροής από τη Ρωσία θα οδηγήσει την Ευρώπη να στραφεί στην προσέλκυση φορτίων LNG συνεχίζοντας να τιμολογεί με πιο ελκυστικές τιμές. Από την άλλη, δεδομένου ότι το παγκόσμιο ισοζύγιο LNG και το ευρωπαϊκό ισοζύγιο φυσικού αερίου βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση με περιορισμένη ζήτηση που να σχετίζεται με τις καιρικές συνθήκες, η JP Morgan εκτιμά πως σε περίπτωση μιας βραχυπρόθεσμης διακοπής της ροής, η τιμή του ολλανδικού TTF μπορεί να φτάσει τα 120 ευρώ ανά MWh.

- Société Générale, Ο γαλλικός οίκος εκτιμά πως οποιαδήποτε περαιτέρω εμβάθυνση της σύγκρουσης που θα ωθήσει το ασφάλιστρο κινδύνου στις μετοχές σε υψηλότερα επίπεδα με επακόλουθα sell offs, θα πρέπει να είναι περιορισμένης έκτασης και με βραχυχρόνιο ορίζοντα (βασικό σενάριο) δεδομένων των ισχυρών θεμελιωδών μεγεθών των ευρωπαϊκών εταιρειών και του σταθερού ευρωπαϊκού οικονομικού περιβάλλοντος. Οι στρατηγικοί αναλυτές για τις ευρωπαϊκές αγορές μετοχών προτείνουν ένα trade στα options για τις μετοχές των κλάδων πετρελαίου και φυσικού αερίου έναντι των ευρωπαϊκών τραπεζών ως αντιστάθμισμα στον γεωπολιτικό αντίκτυπο. Επιπλέον, μια μακροχρόνια στρατιωτική σύγκρουση θα μπορούσε σαφώς να ωφελήσει τις μετοχές που σχετίζονται με την άμυνα αλλά και την κυβερνοασφάλεια, σύμφωνα με τον Roland Kaloyan, επικεφαλής στρατηγικής για τις ευρωπαϊκές αγορές μετοχών της SG.

Photo: Getty Images/Ideal Images

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider