Πετρέλαιο: Πού θα φθάσουν τελικά οι διεθνείς τιμές – Τι να περιμένουν οι Έλληνες καταναλωτές

Πένη Χαλάτση
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Πετρέλαιο: Πού θα φθάσουν τελικά οι διεθνείς τιμές – Τι να περιμένουν οι Έλληνες καταναλωτές
Οι μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου πυροδοτούν σενάρια ακόμη και για το 2023.

Οι τιμές του πετρελαίου βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων επτά ετών, με το κόστος του αμερικανικού αργού να έχει αυξάνεται φέτος κατά 70 % ξεπερνώντας τα 80 δολάρια το βαρέλι. Οι υψηλές τιμές αποτελούν μέρος της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης, η οποία επηρεάζει όλους τους τύπους καυσίμων, συμπεριλαμβανομένου του φυσικού αερίου και του άνθρακα.

Πολλοί αναλυτές της Wall Street θεωρούν ότι οι τιμές του πετρελαίου πλησιάζουν στο peak τους επισημαίνοντας ότι η ζήτηση είναι μεν πιο αυξημένη σε σχέση με το 2020, αλλά εξακολουθεί να κινείται κάτω από τα επίπεδα που ήταν το 2019, όταν οι τιμές του πετρελαίου ήταν χαμηλότερες. Από την άλλη, οι αναλυτές της Goldman Sachs προέβλεψαν την περασμένη εβδομάδα ότι η τιμή του πετρελαίου θα μπορούσε να διατηρηθεί κατά μέσο όρο στα 85 δολάρια τα επόμενα χρόνια ενώ κάποιοι παράγοντες τις αγοράς «στοιχηματίζουν» στα 100 δολάρια μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου και στα 200 το επόμενο έτος.

Όμως, οι μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου τα τελευταία χρόνια και το ράλι που καταγράφει τις τελευταίες εβδομάδες πυροδοτούν σενάρια ακόμη και για το 2023. Η Παγκόσμια Τράπεζα ανέφερε την Πέμπτη ότι η τιμή του πετρελαίου είναι απίθανο να υποχωρήσει πριν από το 2023 εκτιμώντας παράλληλα ότι η πρόσφατη αύξηση των τιμών θα μπορούσε να απειλήσει την οικονομική ανάπτυξη. Όπως αναφέρεται στο Commodity Markets Outlook, στο τέλος της φετινής χρονιάς, οι μέσες τιμές του αργού αναμένεται να φθάσουν στα 70 δολάρια το βαρέλι, 70% υψηλότερα από το 2020. Αυτό με τη σειρά του θα ωθήσει ανοδικά και τις τιμές άλλων καυσίμων όπως είναι το φυσικό αέριο, σημειώνει η έκθεση.

«Η άνοδος των τιμών της ενέργειας ενέχει σημαντικούς βραχυπρόθεσμους κινδύνους για τον παγκόσμιο πληθωρισμό και, εάν διατηρηθεί, θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει την ανάπτυξη στις χώρες εισαγωγής ενέργειας», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Ayhan Kose. Οι αυξήσεις στις τιμές είναι «πιο έντονες από ό,τι είχε προβλεφθεί» και «μπορεί να περιπλέξουν τις επιλογές της πολιτικής που πρέπει να ακολουθήσουν τα κράτη καθώς ανακάμπτουν από την παγκόσμια ύφεση του περασμένου έτους», εκτιμά.

Η τράπεζα θεωρεί ότι οι τιμές του πετρελαίου «θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα το 2022, αλλά θα αρχίσουν να μειώνονται το δεύτερο εξάμηνο του έτους καθώς θα ελαττώνονται οι περιορισμοί της προσφοράς». Υπό αυτό το πρίσμα, προβλέπει ότι η μέση τιμή το 2022 θα διαμορφωθεί στα 74 δολάρια για να πέσει κατόπιν στα 65 δολάρια το 2023.

Οι δύο ισχυρότερες τάσεις

Τελικά το πετρέλαιο θα «κάτσει» κάτω από τα 70 δολάρια ή θα ξεπεράσει τα 100; Αυτό είναι ένα ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί μόνο αν ληφθούν υπόψη δύο βασικές παράμετροι: η πανδημία και η κλιματική αλλαγή.

Η πανδημία έχει οδηγήσει σε βραχυπρόθεσμες διαταραχές όπου η ζήτηση για πετρέλαιο-όπως και η αγορά για πολλά αγαθά-αυξάνεται ταχύτερα από ό, τι οι παραγωγοί μπορούν ή θέλουν να καλύψουν αυξάνοντας την προφορά. Εάν αυτό είναι η βασική αιτία των υψηλών τιμών, τότε το πετρέλαιο πιθανώς να βρίσκεται κοντά στο peak.Με την οικονομία της Κίνας να επιβραδύνεται και την ανάκαμψη των ΗΠΑ να προχωρά με βραδύ ρυθμό, η ζήτηση πετρελαίου δεν είναι πιθανό να αυξηθεί πολύ γρήγορα στο εγγύς μέλλον, κάτι το οποίο, αν η ανάκαμψη συνεχιστεί κανονικά, θα δώσει χρόνο για να ενισχυθεί ο εφοδιασμός.

Από την άλλη πλευρά, μια μακροπρόθεσμη αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης που έχει τις ρίζες της στην κλιματική αλλαγή, θα προμήνυε νέες κρίσης και αυξήσεις τιμών. Η πρόσφατη έκθεση από τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας διαπίστωσε ότι προκειμένου χώρες όπως οι ΗΠΑ να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα, θα πρέπει η πετρελαίου να κορυφωθεί έως το 2025.Όμως, με βάση οι τρέχουσες επενδύσεις, η παραγωγή πράσινης ενέργειας δεν θα είναι αρκετή για να υποκαταστήσει την κατανάλωση πετρελαίου πριν από το 2035. Ως εκ τούτου, η φετινή άνοδος των τιμών θα μπορούσε να είναι το προειδοποιητικό σημάδι της αγοράς για μελλοντικές ενεργειακές κρίσεις και αυξήσεις τιμών.

Τι να περιμένουν οι Έλληνες καταναλωτές;

Η ελληνική αγορά πετρελαιοειδών, η οποία μετρά ακόμη τις πληγές της από την πανδημία δέχεται τώρα και το «χτύπημα» των υψηλών τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΕΠΕ, το 2020, οι πωλήσεις της εσωτερικής αγοράς υποχώρησαν κατά 8% σε σχέση με το 2019, με τη βενζίνη να υποχωρεί κατά 17% και το πετρέλαιο κίνησης κατά 9%. Οι πωλήσεις πετρελαίου θέρμανσης σημείωσαν υψηλές επιδόσεις, εξαιτίας της χαμηλής τιμής του, καταγράφοντας αύξηση κατά 15%, κάτι το οποίο δεν συνέβη φέτος καθώς η υψηλή τιμή του πετρελαίου θέρμανσης (και η μεγάλη αποθεματοποίησή του) έφερε μείωση 41% στις πωλήσεις το πρώτο οκτάμηνο του 2021. Από την άλλη, τους πρώτους 8 μήνες της φετινής χρονιάς, οι πωλήσεις βενζίνης κινούνται αυξητικά κατά 2% και οι πωλήσεις πετρελαίου κίνησης αυξάνονται κατά 6%.

Εάν η τιμή του Brent διατηρηθεί σε επίπεδα γύρω από τα 85 ευρώ, τότε οι τιμές θα κυμανθούν στα επίπεδα που βρίσκονται σήμερα καθώς ήδη έχουν απορροφηθεί οι αυξήσεις, οι οποίες όπως είναι γνωστό επηρεάζουν περίπου το 50% της τιμής καθώς το υπόλοιπο είναι φόροι και δασμοί. Αν οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου προσεγγίσουν τα 100 δολάρια, αυτό θα σημαίνει αυτόματα αύξηση 100% της τιμής σε σχέση με τα περυσινά επίπεδα, κάτι το οποίο αναπόφευκτα θα μεταφραστεί και σε σημαντική αύξηση στις τιμές πώλησης στην εγχώρια αγορά καθώς η Ελλάδα εισάγει το 99% των υδρογονανθράκων που καταναλώνει. Στο ακραίο σενάριο όπου οι τιμές θα ξεπερνούσαν τα 100 ευρώ, οι αυξήσεις προφανώς θα ήταν ακόμη πιο μεγάλες και θα απαιτούσαν γενναίες προσαρμογές και μέτρα από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης.

Κυβερνητικοί αξιωματούχοι δηλώνουν πως δεν μπορούν να προβλέψουν τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης ενώ αναζητούν λύσεις και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αναφερόμενος πρόσφατα στην εργαλειοθήκη που ανακοίνωσε η Ευρώπη για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών όπως είναι η αξιοποίηση των πόρων από τις δημοπρασίες ρύπων, ο υπουργός ΠΕΝ, Κώστας Σκρέκας, σημείωσε ότι αυτά τα μέτρα η Ελλάδα τα είχε εφαρμόσει προτού ακόμη ανακοινωθούν ενώ τόνισε ότι η ελληνική πλευρά έχει καταθέσει πρόταση για έναν Ευρωπαϊκό Μηχανισμό προκειμένου να αντιμετωπιστεί το θέμα του αυξημένου ενεργειακού κόστους. «Μιλάμε για αυξημένο ενεργειακό κόστος ύψους 100 δις ευρώ. Δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν η βιομηχανία και τα κράτη από μόνα τους», σημείωσε.

Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο της εν εξελίξει Συνόδου Κορυφής, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ανέφερε σχετικά με το ζήτημα των αυξήσεων των τιμών στην ενέργεια πως « «ως Κομισιόν έχουμε αποφασίσει μια σειρά μέτρων που αφορούν στις τιμές ενέργειας, τις τιμές στο ηλεκτρικό για να στηρίξουμε τους καταναλωτές» ανέφερε συμπληρώνοντας πως «μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα είναι ξεκάθαρο ότι η στρατηγική πρέπει να είναι οι μαζική επένδυση σε καθαρή και ανανεώσιμη ενέργεια».

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider