Βελτιωμένα ποσοστά απασχόλησης στους παραδοσιακά «αδύναμους κρίκους» της αγοράς εργασίας (γυναίκες και νέοι) και άνοδο του δείκτη μισθολογικού κόστους κατά 8,7% μέσα σε ένα έτος, εντοπίζει η τριμηνιαία έρευνα για την ελληνική οικονομία του ΙΟΒΕ.
Στο βασικό μακροοικονομικό του σενάριο το Ίδρυμα αναμένει περαιτέρω βελτίωση στην αγορά εργασίας το 2025 και το 2026, με σημάδια ωστόσο επιβράδυνσης της θετικής τάσης. Τα περιθώρια περαιτέρω μείωσης της κυκλικής ανεργίας στενεύουν, ενώ πρόκληση αποτελεί η μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας και η αύξηση της συμμετοχής στην εργασία.
Θετική επίδραση στην απασχόληση για το 2026 αναμένεται να έχει η προβλεπόμενη ενίσχυση των επενδύσεων. Σε αυτή την ενίσχυση συμβάλουν τρεις παράγοντες. Αφενός το μειωμένο κόστος χρηματοδότησης, αφετέρου η υψηλή πιστωτική επέκταση, σχετιζόμενη και με την επιτάχυνση της υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Σε καθοδική τροχιά
Με βάση τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ για επιβράδυνση της κατανάλωσης το 2026, αναμένεται αντίστοιχα επιβράδυνση της θετικής δυναμικής στον τομέα της απασχόλησης. Παράλληλα με τη μείωση της κυκλικής ανεργίας, προτεραιότητα τίθεται στην αντιμετώπιση της εναπομένουσας διαρθρωτικής ανεργίας και της ανεργίας τριβής.
Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω επιδράσεις στην αγορά εργασίας, το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να διαμορφωθεί στην περιοχή του 9,1% το 2025 και στο 8,8% το 2026.
Σύμφωνα με την έρευνα, καταγράφεται ανάκαμψη των προοπτικών απασχόλησης στον τομέα της βιομηχανίας και του εμπορίου και εξασθένιση της δυναμικής σε κατασκευές και υπηρεσίες. Η επίδραση του τουριστικού τομέα στην αύξηση της απασχόλησης αναμένεται μικρότερη το 2026. Τέλος, ο δημόσιος τομέας αναμένεται να συνεχίσει να στηρίζει την απασχόληση μέσω προγραμματισμένων προσλήψεων στο επόμενο έτος.
Αναφορικά με τους κινδύνους, η γεωπολιτική αστάθεια και ο εμπορικός προστατευτισμός παραμένουν και αναμένεται να επιμείνουν το 2026, τόσο στο περιφερειακό όσο και στο διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, οι διεθνείς τιμές των ενεργειακών αγαθών κυμαίνονται μεν σε χαμηλότερο επίπεδο, ωστόσο η αβεβαιότητα γύρω από την εξέλιξή τους παραμένει, ενώ ο εγχώριος πληθωρισμός θα συνεχιστεί το 2026 να κυμαίνεται σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με το μ.ό. της Ευρωζώνης.
Σημαντικό εμπόδιο για την ανταγωνιστικότητα, και συνεπώς για τη συνολική απασχόληση, αποτελεί ο σχετικά υψηλός δομικός πληθωρισμός της ελληνικής οικονομίας.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν την ανεργία
Σχετικά με την εξέλιξη του ποσοστού ανεργίας με βάση το φύλο στην Ελλάδα, παραμένει υψηλότερο στις γυναίκες. Πιο αναλυτικά, το ποσοστό ανεργίας των γυναικών υποχώρησε στο 10,3% το β’ τρίμηνο του 2025, από 12,3% το ίδιο τρίμηνο του 2024, παρουσιάζοντας πτώση 2 ποσοστιαίες μονάδες. Στους άνδρες υποχώρησε στο 7,2% από 7,7% (-0,5 ποσοστιαίες μονάδες).
Σημειώνεται ότι την ίδια περίοδο στην Ευρωζώνη το ποσοστό ανεργίας των γυναικών περιορίστηκε στο 6,4% από 6,6% (-0,2 ποσοστιαίες μονάδες) και στους άνδρες αυξήθηκε στο 6,1% από 6,0% (+0,1 ποσοστιαίες μονάδες).
Το ποσοστό ανεργίας είναι χαμηλότερο όσο η ηλικία αυξάνεται. Μάλιστα το β’ τρίμηνο του 2025 το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Η ισχυρότερη μείωση κατά 16,1 ποσοστιαίες μονάδες παρουσιάστηκε στα άτομα ηλικίας 15-19 ετών όπου περιορίστηκε στο 25,6% από το 41,7%.
Ακολουθούν τα άτομα ηλικίας 25-29 ετών όπου το ποσοστό ανεργίας περιορίστηκε κατά 4,3 ποσοστιαίες μονάδες στο 17,2% -από το 21,5%- ενώ η ηπιότερη μείωση του ποσοστού ανεργίας στην ηλικιακή ομάδα των 65 ετών και άνω (-0,1 ποσοστιαίες μονάδες, από 5,5% σε 5,4%). Τέλος, τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας παρουσιάστηκαν στις ηλικιακές κατηγορίες 45-64 ετών (6,6%) και άνω των 65 ετών (5,4%).
Σε σχέση με τη διάρκεια της ανεργίας, το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων αυξήθηκε, ενώ ο αριθμός τους μειώθηκε.