Παρά την πολεμική που δέχεται το ESG και τη χαλάρωση της πίεσης προς τις επιχειρήσεις από την πλευρά σημαντικών stakeholders, οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να αυξάνουν τις επενδύσεις που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα.
Σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση Βιωσιμότητας C-suite της Deloitte και της KS&R σε περισσότερα από 2.100 στελέχη επιπέδου C (Διευθύνοντες Σύμβουλοι, Οικονομικοί Διευθυντές, Επιχειρησιακοί Διευθυντές, Διευθυντές Marketing) σε ένα ευρύ φάσμα βιομηχανιών και μεγεθών με έσοδα από 500 εκατομμύρια δολάρια έως και πάνω από 10 δισεκατομμύρια από 27 χώρες , περισσότερες από τέσσερις στις πέντε εταιρείες συνέχισαν να αυξάνουν τις επενδύσεις τους που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα κατά το περασμένο έτος.
- Διαβάστε επίσης: Οι τάσεις ESG στην Ελλάδα και πως επηρεάζονται οι επιχειρήσεις από τις αλλαγές στην ευρωπαϊκή νομοθεσία
Τα στελέχη αναφέρουν ότι ήδη βλέπουν ισχυρά απτά οφέλη από τις δράσεις βιωσιμότητας, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης των εσόδων και της μείωσης του κόστους ενώ όπως σημειώνουν η κλιματική αλλαγή και η βιωσιμότητα παραμένουν κορυφαία προτεραιότητα για τις εταιρείες. Το 45% των ερωτηθέντων τις αναφέρει ως την πιο πιεστική πρόκληση στην οποία πρέπει να επικεντρωθούν κατά το επόμενο έτος, ενώ ακολουθεί η υιοθέτηση της τεχνολογίας και της καινοτομίας (44%) και εν συνεχεία, οι οικονομικές προοπτικές (38%).
Η υψηλή προτεραιότητα που δίνεται στη βιωσιμότητα φαίνεται να αντικατοπτρίζεται στις επενδυτικές αποφάσεις των στελεχών, με την έρευνα να διαπιστώνει ότι το 83% των εταιρειών αύξησαν τις επενδύσεις τους στη βιωσιμότητα κατά το τελευταίο έτος κατά περισσότερο από 5%, ενώ το 14% ανέφερε αύξηση των επενδύσεων κατά περισσότερο από 20%. Οι μεγαλύτερες εταιρείες ήταν οι πιο πιθανό να αναφέρουν σημαντικές αυξήσεις, με το 22% των εταιρειών με έσοδα άνω των 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων να αυξάνουν τις επενδύσεις κατά περισσότερο από 20% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Η έρευνα διαπίστωσε ότι οι επενδύσεις στη βιωσιμότητα συνεχίζουν να αυξάνονται παρά τη μειωμένη πίεση από την πλευρά των μετόχων, καθώς τα στελέχη αναφέρουν σημαντικά οφέλη από τις πρωτοβουλίες βιωσιμότητας που αναλαμβάνουν. Η δημιουργία εσόδων ήταν το πιο συχνά αναφερόμενο επιχειρηματικό όφελος από τις δράσεις βιωσιμότητας, όπως αναφέρθηκε από το 66% των ερωτηθέντων, ενώ άλλα οφέλη που επισημάνθηκαν περιλαμβάνουν τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς και τη διακυβέρνηση σε ποσοστό 61%, το εμπορικό σήμα και τη φήμη (60%), τον κίνδυνο και την ανθεκτικότητα (55%) και τη μείωση του κόστους (55%).
Επιπλέον, πολύ λίγα στελέχη ανέφεραν ότι οι ευρύτερες συνθήκες της αγοράς προκαλούν μειώσεις στις δράσεις βιωσιμότητας, με μόνο το 14%, για παράδειγμα, να θεωρεί ότι το μεταβαλλόμενο κανονιστικό και πολιτικό περιβάλλον οδηγεί σε μειώσεις στις δράσεις βιωσιμότητας, σε σύγκριση με το 33% που υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα προκαλεί σημαντική αύξηση στις δράσεις βιωσιμότητας. Ομοίως, μόνο το 13% δήλωσε ότι η ανάγκη για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη μειώνει τις δράσεις βιωσιμότητας, σε σύγκριση με το 37% που λέει ότι αυξάνει σημαντικά τις δράσεις βιωσιμότητας.
Η εφαρμογή τεχνολογικών λύσεων ήταν η κορυφαία δράση που ανέφεραν οι εταιρείες στο πλαίσιο των προσπαθειών βιωσιμότητας, με ποσοστό 46% των ερωτηθέντων, ακολουθούμενη από τη χρήση πιο βιώσιμων υλικών σε ποσοστό 45%, τη μείωση των λειτουργικών εκπομπών μέσω της αποδοτικότητας σε ποσοστό 45% και την παρακολούθηση και ανάλυση περιβαλλοντικών μετρήσεων σε ποσοστό 44%. Αξίζει να σημειωθεί ότι δόθηκε λιγότερη προτεραιότητα σε τομείς εκτός του οργανισμού, με μόνο το 35% να αναφέρει άσκηση πίεσης ή δωρεές για την υποστήριξη περιβαλλοντικών πρωτοβουλιών, από 44% πέρυσι και το 38% να απαιτεί από τους προμηθευτές και τους επιχειρηματικούς εταίρους να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια βιωσιμότητας, από 47% πέρυσι.
Εστιάζοντας στην τεχνολογία, η έρευνα διαπίστωσε ότι οι πιο συνηθισμένοι τομείς στους οποίους οι εταιρείες εφαρμόζουν ή σχεδιάζουν να εφαρμόσουν τεχνολογικές λύσεις για την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας, περιελάμβαναν την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών ή της λειτουργίας σε ποσοστό 55% και την εσωτερική παρακολούθηση των δεδομένων και της απόδοσης της βιωσιμότητας σε ποσοστό 54%, ακολουθούμενη από την παρακολούθηση και τη διαχείριση της περιβαλλοντικής απόδοσης της αλυσίδας εφοδιασμού σε ποσοστό 53%, την ανάπτυξη νέων βιώσιμων προϊόντων ή υπηρεσιών σε ποσοστό 52% και την εξωτερική αναφορά δεδομένων βιωσιμότητας σε ποσοστό 49%.