Είναι σύνηθες, αυτή την εποχή του χρόνου, οι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι να δημοσιεύουν τις εκτιμήσεις τους για τη χρονιά που έρχεται. Στις αναλύσεις τους, οι συνήθεις μεταβλητές είναι λίγο-πολύ γνωστές. Επιτόκια, πληθωρισμός, εταιρική κερδοφορία, αποτιμήσεις κλπ. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες αναλύσεις για το 2026 υπογράφει ο Joseph Quinlan, επικεφαλής στρατηγικής της Bank of America για τις αγορές.
Ο Quinlan βάζει μία ακόμα μεταβλητή στην εξίσωση του 2026, την «προσιτότητα» (affordability). Όπως ο ίδιος περιγράφει, η μεταβλητή αυτή δεν αφορά μια συγκυριακή πίεση στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, αλλά την «ευρεία και διαρκή ανισορροπία μεταξύ, αφενός, της αύξησης του κόστους βασικών αγαθών και υπηρεσιών και, αφετέρου, των μέτριων ή στάσιμων πραγματικών εισοδημάτων».
Εύστοχα επισημαίνει ότι η ακρίβεια, το κόστος ζωής, ως διαρθρωτική ανισορροπία, δεν είναι απλώς ένα θέμα συζήτησης στο οικογενειακό τραπέζι, αλλά έχει ουσιαστική σημασία και για τις αμερικανικές κεφαλαιαγορές. Εκτιμά μάλιστα ότι οι πιέσεις που δημιουργούνται από τη μεταβολή του κόστους ζωής μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο ταμπλό της Wall Street.
Ο ίδιος εξηγεί πως η στέγαση, η υγειονομική περίθαλψη και οι υπηρεσίες συνεχίζουν να απορροφούν ολοένα μεγαλύτερο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα κατανάλωσης πέραν των απολύτως αναγκαίων. Είναι ενδεικτικό ότι, από τις αρχές του 2021, οι τιμές καταναλωτή στις ΗΠΑ έχουν αυξηθεί σχεδόν κατά 25%, ενώ οι μέσες ακαθάριστες αποδοχές των μισθωτών λιγότερο από 20%.
Διεύρυνση ανισοτήτων
Στοιχεία της Bank of America δείχνουν ότι η αμερικανική οικονομία στηρίζεται όλο και περισσότερο στην κατανάλωση των υψηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων. Όμως ακόμα και αυτά τα εύπορα νοικοκυριά προσαρμόζουν πλέον τη συμπεριφορά τους, αναζητώντας χαμηλότερες τιμές. Ταυτόχρονα, αυξάνονται τα σημάδια «πιστωτικής κόπωσης», ακόμη και σε δανειολήπτες υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης.
Στοιχεία του Bank of America Institute δείχνουν ότι η κατανάλωση στις ΗΠΑ παραμένει ανθεκτική μεν, αλλά η εικόνα είναι αρκετά σύνθετη. Κι αυτό, διότι η αύξηση της κατανάλωσης δεν είναι ομοιόμορφη. Υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ των νοικοκυριών υψηλότερου και χαμηλότερου εισοδήματος τόσο στις δαπάνες όσο και στην αύξηση των μισθών. Τα νοικοκυριά υψηλότερου εισοδήματος ξόδεψαν 2,7% περισσότερα (σε ετήσια βάση) φέτος τον Οκτώβριο, ενώ τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα αύξησαν τις δαπάνες τους μόλις κατά 0,7%. Οι καθαρές αποδοχές αυξήθηκαν κατά 3,7% για τα νοικοκυριά υψηλότερου εισοδήματος και κατά 1,0% για τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος.
Όσο υψηλότερο είναι το κόστος των βασικών αγαθών (στέγαση, υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, τρόφιμα κλπ.), τόσο μικρότερο είναι το ποσό που απομένει για άλλα αγαθά και υπηρεσίες, όπως επίσης και για επενδύσεις ή αποταμίευση. Ενδεικτικά, το φτωχότερο 10% των αμερικανικών νοικοκυριών κατευθύνει σχεδόν το 75% των δαπανών του σε βασικές ανάγκες, όταν για το 10% των πιο εύπορων νοικοκυριών το ποσοστό αυτό είναι στο 56%.
Στο μεταξύ, η άνοδος των αμερικανικών μετοχών έχει ωφελήσει κυρίως τα πιο εύπορα νοικοκυριά, τα οποία με τη σειρά τους είναι περισσότερο εξαρτημένα από την πορεία των αγορών. Συνολικά, η εικόνα που προκύπτει για την κατανάλωση στις ΗΠΑ είναι ότι κινείται σε στενότερη βάση, είναι πιο άνιση, αλλά και πιο ευαίσθητη στις διακυμάνσεις των αγορών.
Επίδραση στο ταμπλό
Η BofA εντοπίζει πολλαπλά κανάλια μέσω των οποίων αυτά τα χαρακτηριστικά της κατανάλωσης και το αυξημένο κόστος ζωής μπορούν να επηρεάσουν συγκεκριμένους κλάδους ή και ευρύτερα το ταμπλό της Wall Street. Αρχικά, η αύξηση του κόστους ζωής ενέχει κινδύνους για το συνολικό επίπεδο της καταναλωτικής δαπάνης, ενώ ταυτόχρονα διευρύνει την εισοδηματική ανισότητα και καθιστά την αμερικανική οικονομία εξαρτημένη από ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού. Ενδεικτικά, το πλουσιότερο 10% των αμερικανικών νοικοκυριών αντιστοιχεί περίπου στο ήμισυ της συνολικής προσωπικής κατανάλωσης στις ΗΠΑ.
Κατά δεύτερον αν και τα αμερικανικά νοικοκυριά, σε γενικές γραμμές, παραμένουν σε καλή οικονομική κατάσταση, οι ρωγμές στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς γίνονται όλο και πιο εμφανείς. Ακόμα και οι πιο αξιόχρεοι δανειολήπτες αρχίζουν να καθυστερούν αποπληρωμές χρεών. Σχεδόν όλες οι κατηγορίες δανείων (αυτοκινήτου, στεγαστικά, φοιτητικά, πιστωτικές κάρτες) καταγράφουν αύξηση των καθυστερήσεων, ενώ τα υπόλοιπα πιστωτικών καρτών στις ΗΠΑ βρίσκονται πλέον στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών, στα 1,2 τρισ. δολάρια.
Τρίτο κανάλι, η αγορά κατοικίας. Ο Quinlan επισημαίνει ότι το κόστος στέγασης, τόσο τα ενοίκια όσο και το ισοδύναμο κόστος ιδιοκατοίκησης, έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 50% την τελευταία δεκαετία. Σήμερα, περίπου το 75% των αμερικανικών νοικοκυριών δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά την αγορά μιας νεόδμητης κατοικίας στη μέση τιμή της αγοράς. Και δεν είναι μόνο το κόστος της νέας κατοικίας που ταλανίζει την αγορά, καθώς τα αυξανόμενα ασφάλιστρα και οι φόροι ακίνητης περιουσίας έχουν επίσης προσθέσει σημαντικό βάρος στο συνολικό κόστος ιδιοκατοίκησης.
Τέλος, όλα τα παραπάνω προμηνύουν αυξημένη παρέμβαση του κράτους, σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, ειδικά ενόψει ενδιάμεσων εκλογών. Ο συνδυασμός των παραπάνω, όπως εκτιμά η BofA, αν και δε θέτει σε κίνδυνο τις ανοδικές προοπτικές της αμερικανικής αγοράς, εντούτοις αναμένεται να προκαλέσει αυξημένη μεταβλητότητα στα εταιρικά κέρδη και στις προβλέψεις της διοικήσεων. «Αυτό που φοβάται κάθε επενδυτής, μια πιο πολιτικοποιημένη Fed, θα μπορούσε να μετατραπεί σε πραγματικότητα για τις αγορές το 2026, εξαιτίας ακριβώς αυτών των προκλήσεων» λέει ο Quinlan.
Η περίπτωση του Χρηματιστηρίου Αθηνών
Βεβαίως, το Χρηματιστήριο της Αθήνας δεν έχει τίποτα κοινό με τις αμερικανικές κεφαλαιαγορές. Τοποθετείται, όπως φυσικά και η ελληνική οικονομία συνολικά, σε εντελώς διαφορετική κλίμακα μεγέθους, βάθους, εύρους, δομής, ρευστότητας, σύνθεσης, κουλτούρας κ.ο.κ. Από αυτή την άποψη, ίσως μοιάζει παρακινδυνευμένος οποιοσδήποτε παραλληλισμός με όλα τα παραπάνω.
Από την άλλη, κάποιοι συνειρμοί είναι σχεδόν αναπόφευκτοι. Στο insider.gr έχουμε αναφερθεί εκτενώς στο θέμα του διαθέσιμου εισοδήματος στην Ελλάδα, στη εξέλιξη των πραγματικών απολαβών και της ακρίβειας που επωμίζονται τα νοικοκυριά.
Στεγαστική κρίση και πληθωρισμός σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης «κατατρώνε» πια πολύ μεγάλο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος στην Ελλάδα. Η αύξηση των εκκρεμών φορολογικών οφειλών, για την οποία η Κομισιόν εκφράζει ανησυχία, εκτιμάται πως, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται στο γεγονός ότι μερίδα πολιτών υποχρεώνεται να προτεραιοποιήσει τις ανάγκες που μπορεί να καλύψει. Με διαφορετικά αίτια και με διαφορετική ένταση, η πίεση από το κόστος ζωής, και ιδίως από τη στέγαση και τα βασικά αγαθά, περιορίζει και στην Ελλάδα το διαθέσιμο εισόδημα και τις αντοχές των νοικοκυριών. Όσο διαφορετική κι αν είναι η ελληνική κεφαλαιαγορά και οικονομία σε σχέση με τις ΗΠΑ, ή με οποιαδήποτε άλλη αγορά και οικονομία, το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο. Όλο και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος κατευθύνεται σε ανελαστικές δαπάνες, αφήνοντας περιορισμένα περιθώρια για επενδύσεις (ή αποταμίευση).
Η ανάλυση της BofA που αφορά τις ΗΠΑ, λειτουργεί περισσότερο ως προειδοποίηση παρά ως πρόβλεψη. Υπενθυμίζει ότι οι αγορές δεν κινούνται σε κοινωνικό κενό και ότι οι επίμονες πιέσεις στο κόστος ζωής, είτε μιλάμε για τις ΗΠΑ είτε για την Ελλάδα, μπορούν να μετατραπούν σε επενδυτικό ρίσκο. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι η Ελλάδα είναι μια οικονομία που βασίζεται περισσότερο από άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες στην ιδιωτική κατανάλωση.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, με την ΕΕ να προωθεί ενεργά την ενοποίηση των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών και την ανακατεύθυνση μέρους των ευρωπαϊκών αποταμιεύσεων σε επενδύσεις και στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, είναι προφανής η σημασία της αντιμετώπισης των δομικών συστατικών της ακρίβειας. Νοικοκυριά που βρίσκονται στα όρια των αντοχών τους δεν είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη. Αλλά, ακόμα και τα νοικοκυριά που έχουν αυτή τη δυνατότητα, δεν θα το κάνουν, δεν θα επενδύσουν, όσο η ρευστότητα που διατηρούν έχει αμυντικό χαρακτήρα και λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας απέναντι σε μελλοντικές αυξήσεις τιμών, αβεβαιότητα ή άλλους κραδασμούς.