Με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να διανύει τον τέταρτο χρόνο της και τις ΗΠΑ να εμφανίζονται αμφίθυμες απέναντι στη δέσμευσή τους για την ασφάλεια της Δυτικής Ευρώπης, πληθαίνουν οι εκτιμήσεις ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν δοκιμάζει τα συλλογικά αντανακλαστικά του ΝΑΤΟ.
Στις 10 Σεπτεμβρίου, η Πολωνία κατέρριψε drones που παραβίασαν τον εναέριο χώρο της στο πλαίσιο των ρωσικών επιθέσεων εναντίον της Ουκρανίας. Ήταν η πρώτη φορά που κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ έριξε πυρά στο πλαίσιο του πολέμου. Η κυβέρνηση της Βαρσοβίας κατήγγειλε «πράξη επιθετικότητας» και ενεργοποίησε το Άρθρο 4 της ιδρυτικής συνθήκης της Συμμαχίας.
Τι σημαίνει αυτό και γιατί έχει σημασία;
Ποιος είναι ο σκοπός του ΝΑΤΟ;
Ιδρύθηκε το 1949 για την προστασία της Ευρώπης από πιθανή σοβιετική επίθεση κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Σήμερα, ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) συμβολίζει μια θεμελιώδη εταιρική σχέση μεταξύ Βόρειας Αμερικής και Ευρώπης, βασισμένη σε κοινές πολιτικές και οικονομικές αξίες. Κύριος σκοπός είναι ο συντονισμός της άμυνας απέναντι σε εξωτερικές απειλές. Τα μέλη έχουν αυξηθεί σε 32 από 12 αρχικά.
Τι προβλέπει το Άρθρο 4;
Το Άρθρο 4 δίνει το δικαίωμα σε κάθε σύμμαχο να ζητήσει διαβουλεύσεις εάν θεωρεί ότι απειλείται η εδαφική ακεραιότητα, η πολιτική ανεξαρτησία ή η ασφάλειά του. Έχει ενεργοποιηθεί επτά φορές στο παρελθόν, κυρίως από την Τουρκία και αργότερα από ευρωπαϊκές χώρες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οι διαβουλεύσεις μπορεί να περιλαμβάνουν ανταλλαγή πληροφοριών ή συζήτηση για κοινές πολιτικές.
Το Άρθρο 5
Το Άρθρο 5 καθιερώνει την αρχή της συλλογικής άμυνας: μια επίθεση σε έναν σύμμαχο θεωρείται επίθεση σε όλους. Έτσι ενισχύεται η αξιοπιστία της αποτρεπτικής στρατηγικής του ΝΑΤΟ, αυξάνοντας το κόστος για κάθε πιθανό επιτιθέμενο.
Για να ενεργοποιηθεί, ένα κράτος-μέλος πρέπει να το ζητήσει, και τα υπόλοιπα να συμφωνήσουν ομόφωνα. Έχει εφαρμοστεί μόνο μία φορά, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, όταν το ΝΑΤΟ συνεισέφερε με αεροπορική επιτήρηση στις ΗΠΑ. Σήμερα, το πεδίο εφαρμογής του έχει επεκταθεί ώστε να περιλαμβάνει και κυβερνοεπιθέσεις ή υβριδικές απειλές, πέρα από τις παραδοσιακές στρατιωτικές.
Πώς έχει αλλάξει το ΝΑΤΟ τα τελευταία χρόνια;
Αντί να προκαλέσει ρήγματα, ο πόλεμος της Ρωσίας αρχικά ενίσχυσε τη Συμμαχία. Τα μέλη της παρουσίασαν ενιαίο μέτωπο, χαρακτηρίζοντας τη Μόσχα «τη σημαντικότερη και άμεση απειλή για την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην Ευρωατλαντική περιοχή». Ακολούθησε η διεύρυνση με την ένταξη της Φινλανδίας (2023) και της Σουηδίας (2024).
Ωστόσο, η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ από τον Ιανουάριο έχει ανοίξει συζήτηση για τη δέσμευση της Ουάσινγκτον στο ΝΑΤΟ. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι διαμαρτύρονταν διαχρονικά ότι η Ευρώπη βασίζεται υπερβολικά στη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ. Ο Τραμπ έχει πάει παραπέρα, αμφισβητώντας τις εγγυήσεις συλλογικής άμυνας. Με προειδοποιήσεις ότι οι ΗΠΑ ίσως δεν στηρίξουν συμμάχους που δεν τηρούν τις δεσμεύσεις τους σε στρατιωτικές δαπάνες, ώθησε τους Ευρωπαίους να αυξήσουν τους αμυντικούς προϋπολογισμούς στο 5% του ΑΕΠ, από τον προηγούμενο στόχο του 2%.
Ο ίδιος χαιρέτισε την απόφαση και δήλωσε ότι «είμαστε εδώ για να βοηθήσουμε να προστατεύσουν τις χώρες τους», χωρίς ωστόσο να ξεκαθαρίσει αν θα διατηρήσει το ιστορικό επίπεδο στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη. Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, τόνισε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποτελούν πλέον τον κύριο εγγυητή ασφάλειας στην ήπειρο.
Γιατί ανησυχεί η Ρωσία;
Ο Πούτιν κατηγορεί το ΝΑΤΟ ότι επεκτείνεται σε ζώνες που η Μόσχα θεωρεί ιστορικά δικές της. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, οι Βαλτικές χώρες –Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία– εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ. Η Ρωσία απαιτεί να μην υπάρξει περαιτέρω διεύρυνση προς Ανατολάς. Η Ουκρανία έχει ζητήσει να γίνει μέλος, πρόταση που βρίσκει θετική απήχηση στην Ευρώπη, αλλά απορρίπτεται από τον Τραμπ.
Ποιοι άλλοι επιδιώκουν ένταξη;
Η Γεωργία υπέβαλε αίτημα το 2008, όμως οι «άλυτες εδαφικές διαφορές» με τη Ρωσία (Αμπχαζία και Νότια Οσετία) καθιστούν την προοπτική δύσκολη. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη έχει επίσης εκδηλώσει ενδιαφέρον, αλλά οι εσωτερικές διαιρέσεις επιβραδύνουν την πορεία. Για να γίνει δεκτή μια νέα χώρα, απαιτείται ομόφωνη απόφαση όλων των μελών.