Η συνάντηση μεταξύ των ηγετών ΗΠΑ και Ρωσίας στην Αλάσκα, όσα προηγήθηκαν αυτής, αλλά και όσα είδαμε να συζητούνται χθες στην αμερικανική πρωτεύουσα, σε λίγα χρόνια από σήμερα θα αποτελούν αντικείμενο διδασκαλίας στα πανεπιστήμια και ήδη αποτελούν αντικείμενο ανάλυσης για όσους ασχολούνται με τις διεθνείς σχέσεις.
Μακριά από τον «θόρυβο» της επικαιρότητας, οι εξελίξεις των τελευταίων 24ώρων διαμορφώνουν τη μεγάλη εικόνα ενός διεθνούς συστήματος, όπου η στρατιωτική ισχύς, σε ό,τι αφορά την παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, υπερτερεί του διεθνούς δικαίου. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά στη διεθνή αρένα που βλέπουμε το δίκαιο να είναι με το μέρος του ισχυρού… ή των ισχυρών.
Για την ακρίβεια, αυτές τις μέρες γινόμαστε μάρτυρες μιας διαδικασίας κατά την οποία το διεθνές δίκαιο παύει να λειτουργεί ως καθοδηγητική αρχή και πλαίσιο για τις διεθνείς σχέσεις και υποβιβάζεται σε κέλυφος που έρχεται εκ των υστέρων να περιβάλει την πραγματικότητα που διαμορφώνεται μέσω της ισχύος.
Για χώρες μικρού ή μεσαίου μεγέθους και περιορισμένης «βαρύτητας» στο διεθνές γεωπολιτικό γίγνεσθαι, πρόκειται αναμφίβολα για μια ανησυχητική εξέλιξη. Αντιθέτως, χώρες με αναθεωρητικές βλέψεις λαμβάνουν μηνύματα που κάθε άλλο παρά αποθαρρυντικά είναι.
Για τους «ρεαλιστές» των διεθνών σχέσεων, τίποτα από τα παραπάνω δεν συνιστά έκπληξη. Είναι όμως μια υπενθύμιση ότι η διπλωματική και διαπραγματευτική ισχύς δε μπορεί να βασίζεται μόνο στο διεθνές δίκαιο, αλλά πρέπει να συνοδεύεται και από πραγματική ισχύ.
Από τα «απαραβίαστα σύνορα» στις «αρχιτεκτονικές ασφαλείας»
Στην Ουκρανία, η εισβολή της Ρωσίας καταδικάστηκε δημοσίως ως παράνομη. Σήμερα, μερικά χρόνια αργότερα, οι διαπραγματεύσεις δεν αφορούν πλέον την ανατροπή των αποτελεσμάτων της ρωσικής επιθετικότητας, αλλά τη σταθεροποίηση της κατάστασης ασφαλείας.
Οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Ρωσίας συζητούν για μια νέα «αρχιτεκτονική ασφαλείας» στην Ευρώπη, αλλά η συζητηση γίνεται στη βάση όσων πέτυχε η Ρωσία επί του πεδίου. Ταυτόχρονα, καταφέρνουν να σύρουν στον σχεδιασμό αυτής της «αρχιτεκτονικής» την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τους όρους που οι δύο μεγάλες δυνάμεις έχουν συζητήσει και ίσως προσυμφωνήσει.
Η ρητορική περί «απαραβίαστου» των συνόρων αποτελεί μακρινή ανάμνηση. Η συζήτηση πλέον περιστρέφεται γύρω από διευθετήσεις, στο πλαίσιο των οποίων τα εδαφικά κέρδη της Ρωσίας, ακόμα κι αν δε λάβουν νομική αναγνώριση (de jure) θα «αναγνωριστούν» de facto.
Η σύνοδος της Αλάσκας σηματοδότησε, αν δεν «σφράγισε», μια επιστροφή στη λογική των σφαιρών επιρροής. Οι διαπραγματεύσεις γίνονται μεταξύ μεγάλων δυνάμεων και όχι μέσω συλλογικών μηχανισμών. Υπό αυτές τις συνθήκες, ακόμα και η ουκρανική ηγεσία δείχνει να μετακινείται από το ζητούμενο της πλήρους αποκατάστασης της κυριαρχίας της χώρας, στη διασφάλιση εγγυήσεων για να αποτρέψει μελλοντικές απώλειες…
Το μήνυμα είναι σαφές. Η διπλωματική ισχύς εξαρτάται από την αντοχή στο πεδίο της μάχης, ακόμα και όταν η αρχική πράξη ήταν παράνομη. Κάθε χώρα που συνορεύει με αναθεωρητικούς γείτονες οφείλει να το διαβάσει σωστά.
Η περίπτωση Ελλάδας - Τουρκίας
Στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων η ιδιαιτερότητα είναι ότι και οι δύο χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Κι αν είναι σαφές ότι το Άρθρο 5 περί συλλογικής άμυνας δε θα μπορούσε να έχει εφαρμογή στην περίπτωση μιας χώρας που δεν είναι μέλος της Συμμαχίας (Ουκρανία), πιθανότατα το ίδιο θα ισχύσει και στην περίπτωση της Ελλάδας με την Τουρκία, ακριβώς επειδή είναι και οι δύο μέλη του ΝΑΤΟ. Στο παρελθόν, άλλωστε, έχουν υπάρξει τέτοιες δημόσιες τοποθετήσεις και ερμηνείες από ξένους αξιωματούχους.
Στο απευκταίο σενάριο μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η χώρα που προτάσσει τη διατήρηση του status quo οφείλει να κάνει τους σχεδιασμούς της με την παραδοχή ότι η παρέμβαση τρίτων δεν θα εδράζεται στο διεθνές δίκαιο. Αντιθέτως, το πιο πιθανό είναι ότι οι πιέσεις για αποκλιμάκωση θα έχουν ως πρώτη προτεραιότητα τη διασφάλιση της συνοχής της νατοϊκής συμμαχίας.
Ενδεχόμενη στρατιωτική κλιμάκωση ή σύγκρουση εντός της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, μεταξύ δύο χωρών που είναι μέλη της Συμμαχίας αλλά μόνο το ένα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τα σημερινά δεδομένα πιθανότατα θα αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο της προσωπικής σφαίρας επιρροής του Αμερικανού Προέδρου. Ο οποίος έχει πολύ συγκεκριμένες αντιλήψεις για το διεθνές δίκαιο ή τους συλλογικούς μηχανισμούς (όπως π.χ. ο ΟΗΕ), για το πώς τα οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα διαπλέκονται με τη (γεω)πολιτική, αλλά και για το πώς οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ ηγετών μπορούν να διαμορφώνουν τη διεθνή ατζέντα.
Για μια χώρα όπως η Ελλάδα, είναι απαραίτητο να επανεκτιμηθούν οι παράμετροι ενός περιβάλλοντος όπου η οικονομία, οι αγορές, η πολιτική και οι στρατιωτικές επιλογές αλληλεπιδρούν με νέους -σε μεγάλο βαθμό απρόβλεπτους- τρόπους.