Στο ερώτημα αν θα επιτευχθεί το σχέδιο της καθαρής εξόδου, όπως υπολογίζει η κυβέρνηση ή θα χρειαστεί μια προληπτική γραμμή στήριξης όπως προτείνει η ΤτΕ για λόγους ασφαλείας προσπαθούν να απαντήσουν πέρα από εγχώριους οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οίκοι.
Το θέμα της καθαρής εξόδου ή μη πέρα από πεδίο αντιπαράθεσης αποτελεί και αντικείμενο ανάλυσης γνωστών οίκων με τις εκτιμήσεις για το 2018 να περιλαμβάνουν κι αναφορές στο πολιτικό περιβάλλον προσπαθώντας να προσδιορίσουν χρονικά τις ερχόμενες εκλογές στην Ελλάδα
Όπως υποστηρίζει η Citigroup η καθαρή έξοδος θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο εφόσον η κυβέρνηση επέβαλε στους Έλληνες νέα μέτρα λιτότητας ύψους 2 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό του 2018.
Ο χρηματοπιστωτικός οίκος υποστηρίζει πως η συνταγή της λιτότητας θα συνεχιστεί για χάρη μιας καθαρής εξόδου. Σύμφωνα με την αμερικανική τράπεζα η συνεχιζόμενη λιτότητα και τη νέα χρονιά θα διατηρήσει τις προοπτικές της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας αρκετά περιορισμένες, ωστόσο θα επιλεγεί ως λύση παρά τις πιέσεις για περαιτέρω χαλάρωση της δημοσιονομικής λιτότητας.
Όπως μάλιστα αναφέρει, ακόμα και η παροχή επιδομάτων για τα φτωχότερα νοικοκυριά, τα οποία ανακοίνωσε προσφάτως η κυβέρνηση ενδέχεται να εξακολουθούν να προκαλούν ανησυχίες σχετικά με το κατά πόσον είναι συμβατά με το πρόγραμμα διάσωσης ενώ τεκμαίρεται και η έγκριση της εν λόγω πολιτικής από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Λίγο πιο αισιόδοξη για την ελληνική οικονομία φαίνεται η Deutsche Bank, στην έκθεσή της με τίτλο: «Κάποιο φως για την Ελλάδα το '18», τονίζοντας ότι «οι προοπτικές για το 2018 παραμένουν θετικές, αλλά ο δρόμος προς την ομαλοποίηση θα παραμείνει μακρύς και δύσκολος». «Αν και η αγορά εστιάζει στη διάκριση μίας "καθαρής" έναντι μίας "υποβοηθούμενης" εξόδου, το πιο σημαντικό ερώτημα είναι αν η έξοδος αυτή θα είναι "άτακτη" ή "συνεργατική"», συμπληρώνει από πλευράς της η Deutsche Bank, προσθέτοντας πως "μία συνεργατική έξοδος θα απαιτούσε αμοιβαία συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρώπης για τον τρόπο λειτουργίας μετά τον Αύγουστο του 2018».
Η επιτυχής και βιώσιμη έξοδος της χώρας θα εξαρτηθεί, όπως σημειώνει από τρεις παράγοντες: Πρώτον, την αποφυγή υποχωρήσεων στις δημοσιονομικές και διαρθρωτικές προσαρμογές. Δεύτερον, στην ομαλοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Τρίτον, την πολιτική σταθερότητα, η οποία σε συνδυασμό με μία σταθερή δημοσιονομική στάση θα οδηγήσει σε περαιτέρω άνοδο της καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, που δεν έχουν επανέλθει ακόμη στα προ της κρίσης επίπεδα.
Όπως εξηγεί οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας για αποπληρωμές ομολόγων για τα επόμενα λίγα χρόνια είναι πολύ μικρότερες απ' ό,τι στο παρελθόν και συνολικά λίγο πάνω από 10 δισ. ευρώ έως το 2020. Με βάση, μάλιστα, το σημερινό δημοσιονομικό πρόγραμμα, το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας αναμένεται να καλύπτει περίπου τις πληρωμές τόκων της χώρας για τα επόμενα λίγα χρόνια.
«Αν εξαιρεθούν τα έντοκα γραμμάτια, που χρηματοδοτούνται εγχώρια, υπάρχει μόνο μία μεγάλη αποπληρωμή ομολόγων, ύψους 4 δισ. ευρώ, που λήγει τον Ιούλιο του 2019 και συνολικά λίγο περισσότερο από 10 δισ. ευρώ ωριμάνσεις έως το 2020. Αυτή η παρατήρηση είναι σημαντική, επειδή ο φάκελος του σημερινού προγράμματος προβλέπει ένα μεγάλο απόθεμα διαθεσίμων, ύψους 9 δισ. ευρώ, το οποίο, σε συνδυασμό με μία πολύ συγκρατημένη έκδοση (σ.σ.: τίτλων) στην αγορά θα επέτρεπε στην Ελλάδα να εξυπηρετεί το χρέος της χωρίς καμία πρόσθετη χρηματοδότηση» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ωστόσο τα δύο ερωτήματα που παραμένουν είναι δύο σύμφωνα με τη γερμανική τράπεζα. Αρχικά αν θα στηρίξουν οι Ευρωπαίοι μία «καθαρή» έξοδο για την Ελλάδα (από το πρόγραμμα, που λήγει τον Αύγουστο του 2018) και στη συνέχεια τι θα συμβεί με την ελάφρυνση του χρέους και το ΔΝΤ.
Όπως εξηγεί, σύμφωνα με τις προβλέψεις για το δεύτερο ερώτημα, το ΔΝΤ θα υποχωρήσει στη λήψη αποφάσεων το επόμενο έτος – το γεγονός ότι δεν συμμετέχει ούτως ή άλλως στη χρηματοδότηση θα κάνει ευκολότερη τη συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των Ευρωπαίων. Όσο για τους Ευρωπαίους δανειστές θα υπάρξει μικρότερη ανάγκη να βασισθούν στο ΔΝΤ για την επιβολή πειθαρχίας στους όρους του προγράμματος, δεδομένου ότι το πρόγραμμα λήγει. Ένας μειωμένος ρόλος για το ΔΝΤ θα έρθει σε ένα πολιτικά βολικό χρονικό διάστημα, καθώς εντείνονται οι συζητήσεις σχετικά με τη μετατροπή του ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας) σε ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο». Για την ελληνική πλευρά, η μείωση της επιρροής του ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις «θα μειώσει τις απαιτήσεις για μεγαλύτερη δημοσιονομική σύσφιξη, ακόμη και να αυτό γίνει με κόστος την προσφορά μικρότερης εμπροσθοβαρούς ελάφρυνσης χρέους από τους Ευρωπαίους», σημειώνει η έκθεση, προσθέτοντας: «Το βασικό μας σενάριο είναι ότι η εμπλοκή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα θα είναι σημαντικά χαμηλότερη το επόμενο έτος, κάτι που συμπίπτει βολικά με την αποχώρηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών».
Όσο για το πώς θα μοιάζει η έξοδος της Ελλάδας, η γερμανική τράπεζα αναφέρει πως «αν η αγορά εστιάζει στη διάκριση μίας "καθαρής" έναντι μίας "υποβοηθούμενης" εξόδου, το πιο σημαντικό ερώτημα είναι αν η έξοδος θα είναι "άτακτη" ή "συνεργατική". Μία συνεργατική έξοδος θα απαιτούσε αμοιβαία συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρώπης για τον τρόπο λειτουργίας μετά τον Αύγουστο του 2018. Η ελληνική πλευρά είναι πιθανό να ζητήσει μία έξοδο χωρίς πιστωτική γραμμή από τον ESM σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή πλευρά που είναι πιθανό να ζητήσει τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αν και με μεγαλύτερη διέξοδο απ' ό,τι προβλέπεται σήμερα.
Αν δεν υπάρξει πιστωτική γραμμή του ESM, η πρόβλεψη μίας συγκρατημένης και σταδιακής ελάφρυνσης χρέους, που θα προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα διατηρεί τη δημοσιονομική πειθαρχία και θα εξαρτάται από τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη, είναι πιθανόν να προσφέρει έναν βασικό μεσοπρόθεσμο μηχανισμό επιβολής. Η ενδεχόμενη συμμετοχή στις επανεπενδύσεις του QE της ΕΚΤ καθώς και η διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος μπορεί να αποτελεί ένα άλλο έμμεσο κίνητρο και επίσης μηχανισμό επιβολής».