Η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης το αργότερο έως τον Ιανουάριο του 2018 αποτελεί καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη του ελληνικού προγράμματος, όπως ξεκαθαρίζουν σε όλους τους τόνους Κοινοτικές πηγές.
Ο λόγος είναι εξαιρετικά απλός. Η ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης θα πρέπει να έχει γίνει έως τον Ιούνιο του 2018, ώστε εκτός από τα 18 προαπαιτούμενα που θα τη συνοδεύουν, να έχει αποσαφηνιστεί ενδιάμεσα το καθεστώς των τραπεζών και των κεφαλαιακών τους αναγκών, το ζήτημα της διευθέτησης του χρέους και ο ρόλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Εφόσον όλα αυτά τα ζητήματα έχουν ξεκαθαριστεί θα υπάρχει έως τη λήξη του προγράμματος στις 20 Αυγούστου αρκετός χρόνος για να προγραμματιστεί η επόμενη ημέρα και κυρίως το πώς η Ελλάδα θα εξέλθει χρηματοδοτικά οχυρωμένη από το πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (ESM).
Η ελληνική κυβέρνηση θέλει να διασφαλίσει μια καθαρή έξοδο από το πρόγραμμα, όταν Κοινοτικές πηγές μιλούν ήδη για μια παραλλαγή προληπτικής γραμμής πίστωσης, η εξασφάλιση της οποίας θα συνοδεύεται από δεσμεύσεις. Αυτό που δεν συζητείται σε καμία βάση είναι ένα νέο πρόγραμμα, κάτι που δεν είναι πολιτικά επιθυμητό στην Ελλάδα και στην ευρωζώνη.
Η «sui generis» προληπτική γραμμή πίστωσης, η οποία θα χρηματοδοτηθεί από τα αδιάθετα χρήματα του υφιστάμενου προγράμματος του ESM, σχετίζεται με το αποθεματικό που ήδη δημιουργείται από την κυβέρνηση για την ασφαλή έξοδο στις αγορές την επόμενη ημέρα του Μνημονίου.
Αλλά οι αγορές θα ανοίξουν τις πόρτες της στην Ελλάδα μόνον όταν πειστούν πως οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές της ανάγκες θα μειωθούν σε χαμηλά επίπεδα για πολλά πολλά χρόνια. Αυτό απαιτεί πως θα δρομολογηθούν εντός του 2018 παρεμβάσεις για την ελάφρυνση του χρέους, οι οποίες θα συνεχιστούν και για τα επόμενα χρόνια.
Για να μην καμφθεί η μεταρρυθμιστική βούληση των ελληνικών κυβερνήσεων και προκειμένου αυτές να μείνουν πιστές στους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τις μεταρρυθμίσεις , οι παρεμβάσεις στο χρέος θα συνδεθούν με την υλοποίηση αυτών των μεταρρυθμίσεων.