Αυστηρές εντολές έχει δώσει η Διοίκηση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων για την επικέντρωση των φορο-ελέγχων σε εκκρεμείς υποθέσεις που ξεκινούν από το 2011 και μετά.
Οι εντολές αυτές σχετίζονται αφενός με το γεγονός ότι με βάση τον γενικό κανόνα της πενταετούς παραγραφής, οι συγκεκριμένες χρήσεις δεν έχουν παραγραφεί και αφετέρου με το γεγονός πως η εισπραξιμότητα για ελέγχους που εκτείνονται πέραν της πενταετίας είναι πολύ μικρή.
Είναι ενδεικτικό πως στους φορολογικούς ελέγχους πριν από το 2011 η ΑΑΔΕ μπορεί και ανακτά περίπου 10 στα 100 ευρώ φόρων που βεβαιώνει, όταν στις νεότερες περιπτώσεις εισπράττει το 50% των φόρων που βεβαιώνει.
Ως εκκρεμείς υποθέσεις ελέγχου νοούνται οι προτεραιοποιημένες υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρων και προστίμων.
Υπενθυμίζεται πως εάν δεν είχε υποβληθεί στο παρελθόν φορολογική δήλωση, ο έλεγχος μπορεί να φτάσει μέχρι και τη χρήση 2001 (15ετία), ενώ εάν έχουν προκύψει συμπληρωματικά στοιχεία ο έλεγχος προτεραιoποείται για τις χρήσεις από το 2006 και εφεξής (δεκαετία).
Να σημειωθεί πως η νομολογία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών έχει κρίνει ότι δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία οι καταστάσεις τραπεζικών καταθέσεων ημεδαπής, καθώς τα στοιχεία των τραπεζικών καταθέσεων του φορολογουμένου στις ημεδαπές τράπεζες ευρίσκονταν ανά πάσα στιγμή στη διάθεση του φορολογικού ελέγχου ή τουλάχιστον, ο φορολογικός έλεγχος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να λάβει γνώση αυτών.
Για το λόγο αυτό, τα εν λόγω στοιχεία δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως στοιχεία τα οποία δεν είχε, ούτε μπορούσε να έχει δικαιολογημένα υπόψη του ο έφορος κατά τον αρχικό έλεγχο ή την αρχική φορολογική εγγραφή.