Μπορεί το θέμα της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις και το θέμα των ομαδικών απολύσεων να έχουν ξεχωρίσει από τα ακανθώδη ζητήματα της διαπραγμάτευσης μεταξύ κυβέρνησης και Θεσμών, ωστόσο το ΔΝΤ την παρελθούσα εβδομάδα έβαλε στο τραπέζι των συζητήσεων και το θέμα της ανταπεργίας των εργοδοτών (lock out).
Να σημειωθεί πως το εργοδοτικό δικαίωμα της ανταπεργίας είχε νομοθετηθεί στην Ελλάδα το 1976 επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή με το άρθρο 32 του Ν. 330, το οποίο προέβλεπε πως όπως η απεργία, έτσι και η ανταπεργία, όταν ασκείται νόμιμα, δεν αποτελεί παράβαση της σύμβασης εργασίας, την οποία δεν καταγγέλλει, αλλά απλώς αναστέλλει.
Με τη σχετική διάταξη που καταργήθηκε λίγα χρόνια αργότερα αναγνωρίζονταν ως δικαιώματα ο αποκλεισμός των μισθωτών εκ μέρους του εργοδότη, από τον τόπο εργασίας τους, ή η μη παράδοση στους εργαζομένους των απαραίτητων μέσων για την παροχή της εργασίας.
Η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας αποκλείει οποιοδήποτε συζήτηση για επαναφορά του lock out και ξεκαθαρίζει πως η απαγόρευση της ανταπεργίας θα διατηρηθεί.
Να σημειωθεί πως εάν οι θέσεις του ΔΝΤ για την ανταπεργία επικρατούσαν θα έπρεπε να επέλθουν σημαντικές αλλαγές τόσο στην εργατική νομοθεσία όσο και στον Αστικό Κώδικα.
Νομικοί κύκλοι αναφέρουν για το θέμα πως ενδεχομένως να έπρεπε να αλλάξει το άρθρο 61 του Ν. 4139/2013 το οποίο τροποποίησε το άρθρο 656 του Αστικού Κώδικα για την «υπερημερία του εργοδότη».
Ο Ν. 4139/2013 προβλέπει πως «αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού».
Από τα ανωτέρω καθίσταται προφανές γιατί η κυβέρνηση προσπαθεί να αποφύγει οποιαδήποτε συζήτηση σχετική με το lock out, αλλά και γιατί η πλευρά των δανειστών επιμένει προς αυτή την κατεύθυνση.