Ο άλλοτε αδιαμφισβήτητος βιομηχανικός κινητήρας της Ευρώπης δείχνει πλέον σημάδια βαθιάς κόπωσης. Η γερμανική οικονομία, βασισμένη πάνω στην παραγωγή, τις εξαγωγές και τη βιομηχανική ισχύ, εισέρχεται στο 2026 χωρίς δυναμική, χωρίς ορατό ορίζοντα ανάκαμψης και - το πιο ανησυχητικό - χωρίς προσδοκία.
Από τη μεταποίηση έως τις κατασκευές και το εμπόριο, η απαισιοδοξία παγιώνεται, οι επενδύσεις παγώνουν και η βιομηχανία μοιάζει εγκλωβισμένη ανάμεσα σε υψηλό κόστος, δομικές αδυναμίες και μια πολιτική αβεβαιότητα που δεν μεταφράζεται σε εμπιστοσύνη. Τα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου Ifo δεν περιγράφουν απλώς μια συγκυριακή επιβράδυνση, αλλά σκιαγραφούν μια συστημική κρίση του γερμανικού παραγωγικού μοντέλου.
Η πλειοψηφία των γερμανικών επιχειρήσεων δεν βλέπει ευκαιρίες ανάπτυξης, αύξησης των επενδύσεων ή επέκταση της παραγωγής, εν μέσω του υψηλού ενεργειακού κόστους, του μεγάλου κόστους παραγωγής και της εξασθενημένης ζήτησης, στοιχεία που εντείνουν τις πιέσεις.
Ακόμη χειρότερα, τα μέχρι τώρα μέτρα στήριξης που έχει λάβει η κυβέρνηση του Καγκελάριου Φρίντριχτ Μερτς δεν στηρίζονται σε μία συνεκτική στρατηγική ανάκαμψης. Τα μέχρι τώρα μέτρα είναι κατακερματισμένα, καθυστερημένα και ανεπαρκή. Όλο αυτό το σκηνικό σημαίνει ότι η Γερμανία πρέπει να προετοιμάζεται για μία παρατεταμένη περίοδο ασθενούς ανάπτυξης, ακόμη και ύφεσης, με απώλεια ανταγωνιστικότητας και θέσης στην παγκόσμια οικονομία.
Τα ευρήματα της έρευνας
Περίπου το 26% των γερμανικών επιχειρήσεων αναμένει επιδείνωση της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας το 2026, σύμφωνα με έρευνα του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου Ifo. Η δημοσκόπηση έδειξε ότι το 59% των επιχειρήσεων δεν αναμένει καμία μεταβολή στην οικονομική τους κατάσταση τον επόμενο χρόνο, ενώ το 14,9% ελπίζει σε βελτίωση.
«Οι επιχειρήσεις παραμένουν ιδιαίτερα επιφυλακτικές. Δεν διακρίνεται πουθενά πνεύμα αισιοδοξίας. Σχεδόν κανένας κλάδος δεν είναι πραγματικά αισιόδοξος για το 2026», δήλωσε στο Reuters ο Κλάους Βόλραμπε, επικεφαλής των ερευνών του Ifo. Στον τομέα των υπηρεσιών, το 62,8% των ερωτηθέντων αναμένει ότι η κατάστασή του θα παραμείνει σταθερή, το 23,2% προβλέπει δυσμενή εξέλιξη και το 14% ελπίζει σε βελτίωση.
Ιδιαίτερα υψηλός αριθμός απαισιόδοξων εκτιμήσεων προήλθε από τον εμπορικό τομέα, με το 32,5% των επιχειρήσεων να αναμένει επιδείνωση, σύμφωνα με το Ifo. Η προοπτική στον κατασκευαστικό κλάδο είναι επίσης υποτονική, με το 33,2% των επιχειρήσεων να αναμένει λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση, το 56,5% καμία μεταβολή και το 10,3% να ελπίζει σε καλύτερες επιχειρηματικές συνθήκες.
«Τα στοιχεία είναι εντυπωσιακά, δεδομένου ότι ο κλάδος θα μπορούσε στην πραγματικότητα να προσδοκά οφέλη από το ανακοινωθέν πακέτο υποδομών. Δεν φαίνεται, προς το παρόν, να προκαλεί κάποια ευφορία», δήλωσε ο Βόλραμπε.
Σε ναδίρ το επιχειρηματικό κλίμα
Επίσης, πρόσφατη έρευνα του γερμανικού think tank, IW Cologne (Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου της Κολωνίας) έδειξε αντίστοιχα ότι το κλίμα στον βιομηχανικό τομέα της Γερμανίας βρίσκεται στο ναδίρ, με περισσότερες από το 40% των επιχειρήσεων να σχεδιάζουν μείωση του εργατικού τους δυναμικού μέσα στον επόμενο χρόνο.
Μόλις μία στις επτά βιομηχανικές επιχειρήσεις δήλωσε ότι σκοπεύει να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. «Η γερμανική οικονομία δεν κατάφερε να αλλάξει πορεία το 2025. Η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση αντικατοπτρίζεται στη διαρκώς κακή επιχειρηματική κατάσταση των γερμανικών εταιρειών», επισημαίνει η έρευνα.
Αν και οι βιομηχανικοί όμιλοι εμφανίζονται οι πιο απαισιόδοξοι, τα αποτελέσματα για το σύνολο των επιχειρήσεων είναι μόνο οριακά καλύτερα. Περίπου το 36% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι σχεδιάζει περικοπές θέσεων εργασίας το 2026. Τα τρία τέταρτα ανέφεραν ότι αναμένουν να κάνουν λιγότερες δουλειές τον επόμενο χρόνο ή, στην καλύτερη περίπτωση, τις ίδιες με το 2025.
Οι δυσοίωνες προσδοκίες αποτρέπουν επίσης τις γερμανικές επιχειρήσεις από το να προχωρήσουν σε επενδύσεις. Μόνο το 23% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι σκοπεύει να επενδύσει περισσότερα το 2026, ενώ το 33% όλων των επιχειρήσεων - και το 36% των βιομηχανικών εταιρειών - περιορίζει τις επενδύσεις του.
Επανειλημμένως, οι επιχειρηματικές ενώσεις έχουν επισημάνει ότι το βασικό πρόβλημα που συγκρατεί την οικονομία δεν είναι η έλλειψη κρατικά χρηματοδοτούμενων επενδύσεων, αλλά οι εξαιρετικά υψηλές τιμές ενέργειας και οι φόροι στη Γερμανία.
Χαμηλοί ρυθμοί
Και ενώ η κυβέρνηση του Μερτς (Χριστιανοδημοκρατική Ένωση, CDU) εξακολουθεί να αναμένει ανάπτυξη της οικονομίας κατά 1,3% το 2026, ενισχυμένη από τις τεράστιες κρατικές δαπάνες για υποδομές, άμυνα και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τα κορυφαία γερμανικά ινστιτούτα δεν φαίνονται να συμμερίζονται αυτή την πρόβλεψη.
Κορυφαία γερμανικά οικονομικά ινστιτούτα υποβάθμισαν τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη το 2026, σε ένα ακόμη αρνητικό σημάδι για τον Μερτς, του οποίου οι προσπάθειες να επανεκκινήσει τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης δέχονται ολοένα και εντονότερη κριτική.
Το ινστιτούτο Ifo μείωσε την πρόβλεψή του κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, στο 0,8% ανάπτυξη, ενώ το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Οικονομίας του Κιέλου και το Ινστιτούτο RWI Leibniz περιόρισαν επίσης τις εκτιμήσεις τους, προβλέποντας και τα δύο ανάπτυξη 1%.
Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι οι μέχρι τώρα προσπάθειές του Γερμανού Καγκελάριου δεν είναι αρκετά ριζοσπαστικές, την ώρα που οι προκλήσεις για την οικονομία εντείνονται.
«Πιθανότατα, τα κυβερνητικά σχέδια δαπανών δεν θα αλλάξουν τίποτα στα διαρθρωτικά προβλήματα που έχουμε στη Γερμανία. Η γραφειοκρατία μας κρατά πίσω, η ψηφιακή μας υποδομή είναι ξεπερασμένη και οι υποδομές συνολικά βρίσκονται σε κακή κατάσταση», δήλωσε στο AFP ο Τίμο Βόλμερσχόιζερ, επικεφαλής προβλέψεων του Ifo.
Οι δασμοί του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έχουν επιδεινώσει την κατάσταση, καθώς οι ΗΠΑ αποτελούν τη σημαντικότερη αγορά για τους Γερμανούς εξαγωγείς.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης της παραδοσιακής ατμομηχανής της Ευρωζώνης υστερούν τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τις περισσότερες άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες. Και ενώ η χώρα αναμένεται να αποφύγει μια τρίτη συνεχόμενη χρονιά ύφεσης το 2025, καταγράφοντας ισχνή ανάπτυξη, οι αναλυτές εξακολουθούν να βλέπουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ως δυσοίωνες.