Πιο συντηρητικό σε σχέση με τις προβλέψεις του κρατικού προϋπολογισμού για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2026 εμφανίζεται το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Το βασικό σενάριο του Γραφείου προβλέπει ανάπτυξη 2,1% την ερχόμενη χρονιά έναντι 2,4% που είναι ο επίσημος στόχος, διατηρώντας όμως ένα μεγάλο εύρος πρόβλεψης από 1,9% έως και 2,6% με τις επενδύσεις να είναι ο βασικός παράγοντας που θα καθορίσει το τελικό αποτέλεσμα.
Το βασικό σενάριο του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή που περιλαμβάνεται στην τριμηνιαία έκθεση για την ελληνική οικονομία, πάντως αναμένει αύξηση των επενδύσεων κατά 7,2% την ερχόμενη χρονιά. Ρυθμό πολύ χαμηλότερο από το 10,2% που έχει θέσει ως στόχο ο κρατικός προϋπολογισμός. Παρουσιάζοντας την έκθεση ο επικεφαλής του Γραφείου καθηγητής Γιάννης Τσουκαλάς δήλωσε «συγκρατημένα αισιόδοξος» πως θα πιαστούν οι ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων που προβλέπει ο προϋπολογισμός.
Κύριος κίνδυνος για την επίτευξη των στόχων εντοπίζεται στις «πολλές και σημαντικές αβεβαιότητες στο διεθνές περιβάλλον», οι οποίες μπορεί να μην ακυρώνουν πλήρως τα επενδυτικά σχέδια, αλλά μπορεί να καθυστερήσουν την υλοποίησή τους. Αν και δεν προχωρά σε προβλέψεις για μετά το 2026 το Γραφείο αναμένει υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης τονίζοντας ότι τα ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια μεγάλης κλίμακας θα πρέπει να λειτουργήσουν ως μοχλός οικονομικής μεγέθυνσης.
Σύμφωνα με την έκθεση τα σημαντικότερα εμπόδια για ιδιωτικές επενδύσεις που πρέπει να επιλυθούν περιλαμβάνουν: το κόστος ενέργειας, τη διαθεσιμότητα ανθρώπινου δυναμικού υψηλών προσόντων, την αβεβαιότητα για το μέλλον, και το ρυθμιστικό πλαίσιο. Ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων προϋποθέτει, συνεπώς, άρση των ανωτέρω εμποδίων.
Σημείο-κλειδί η μείωση του δημοσίου χρέους
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή εκτιμά πως το 2025 θα κλείσει με πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού θα κλείσει υψηλότερα από τις προβλέψεις αγγίζοντας ή ακόμη και ξεπερνώντας το 4% του ΑΕΠ, έναντι 3,7% που είναι η πρόβλεψη του κρατικού προϋπολογισμού.
Η διατήρηση των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων είναι το σημείο-κλειδί για τη περαιτέρω μείωση του δημοσίου χρέους, το οποίο όπως φαίνεται στο ειδικό τμήμα της έκθεση επηρεάζει άμεσα την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας και τις ιδιωτικές επενδύσεις. Ειδικά αξιοποιώντας τη διεθνή βιβλιογραφία και τα πρόσφατα στοιχεία διαπιστώνει επιβράδυνση της παραγωγικότητας αν το δημόσιο χρέος βρίσκεται πάνω από το 100% του ΑΕΠ.
«Τα ευρήματα από την ανάλυση της σχέσης χρέους-παραγωγικότητας τεκμηριώνουν την άποψη του Γραφείου ότι μία από τις προτεραιότητες πολιτικής πρέπει να αποτελεί η ταχεία μείωση του χρέους με παράλληλη ενίσχυση της παραγωγικότητας, και τελικά ενίσχυση των μισθών», αναφέρεται χαρακτηριστικά, ενώ σημειώνεται πως οι πρόωρες αποπληρωμές στις οποίες προχωρά το ελληνικό Δημόσιο επιταχύνουν τη μείωση του χρέος, βάζει τις βάσεις για περαιτέρω αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας, περιορίζει την έκθεση σε μελλοντικές αυξήσεις επιτοκίων και απαλλάσσει τον Κρατικό Προϋπολογισμό από σημαντικούς μελλοντικούς τόκους. Επίσης, με βάση και τα συμπεράσματα από την ανάλυση της σχέσης χρέους-παραγωγικότητας, η ανωτέρω αποπληρωμή έχει οφέλη και σε όρους παραγωγικότητας, καθώς οδηγεί ταχύτερα προς το κατώφλι κάτω από το οποίο η σχέση χρέους-παραγωγικότητας παύει να είναι αρνητική, με θετικές επιπτώσεις τελικά και στους μισθούς.
Μείωση της φοροδιαφυγής – Προβληματισμός για τις απαλλαγές
Η έκθεση του ΓΠΤΚΒ σημειώνεται ως θετικό η μείωση του «κενού ΦΠΑ» (VAT gap) στο 11% περίπου για το 2023, με τον κ. Τσουκαλά να εκτιμά πως το 2024 υπήρξε περαιτέρω μείωση με αποτέλεσμα να πλησιάζουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Όμως προβληματισμό προκαλεί το ύψος των φορολογικών απαλλαγών, οι οποίες έφτασαν τα 22,88 δισ. ευρώ το 2024 με τον επικεφαλής του Γραφείου να σημειώνει πως θα πρέπει να αξιολογηθούν αυτές οι απαλλαγές για το αν είναι δίκαιες και αποτελεσματικές.