Η ανοδική πορεία των ευρωπαϊκών αμυντικών μετοχών δεν έχει τελειώσει, σύμφωνα με το CNBC, είτε οι αξιωματούχοι καταφέρουν να βάλουν τέλος στον πόλεμο στην Ουκρανία είτε όχι.
Υπενθυμίζεται ότι την Τρίτη, το Axios αποκάλυψε ότι η κυβέρνηση Τραμπ συνεργάζεται κρυφά με τη Ρωσία για να καταρτίσει ένα νέο σχέδιο με σκοπό τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Ωστόσο, κάποιες πηγές σημείωσαν ότι η συμφωνία θα μπορούσε να αναγκάσει την Ουκρανία να κάνει παραχωρήσεις σε εδάφη που έχουν καταληφθεί από τη Ρωσία από την εισβολή της στις αρχές του 2022 και να παραδώσει μέρος του οπλισμού της. Ο Ζελένσκι, έχει στο παρελθόν απορρίψει την πιθανότητα παραχώρησης εδαφών για τον τερματισμό του πολέμου.
Όσο οι φήμες άρχισαν να φουντώνουν στη πορεία της εβδομάδας, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, με ανάρτησή του στο X, έριξε περισσότερο φως στην υπόθεση.
«Το να τελειώσουμε έναν σύνθετο και πολύνεκρο πόλεμο όπως αυτός στην Ουκρανία απαιτεί εκτενή ανταλλαγή σοβαρών και ρεαλιστικών ιδεών. Και για να επιτευχθεί μία διαρκής ειρήνη, πρέπει και οι δύο πλευρές να συμφωνήσουν σε δύσκολες αλλά αναγκαίες υποχωρήσεις. Αυτός είναι ο λόγος που συνεχίζουμε να αναπτύσσουμε μία λίστα με πιθανές ιδέες με βάση τις προτάσεις και των δύο πλευρών της σύγκρουσης», έγραψε.
Παρά το γεγονός πως οι ευρωπαϊκές μετοχές επιδεικνύουν σημάδια ανάκαμψης από το τετραήμερο selloff, ο αμυντικός κλάδος υποχώρησε στον απόηχο της είδησης. Μεταξύ Δευτέρας και Τετάρτης, ο δείκτης Stoxx Europe Aerospace and Defense έχασε 3.8%, προτού ανακάμψει πάνω από 2% την Πέμπτη.
Από την αρχή του έτους, ο δείκτης έχει κερδίσει πάνω από 50% καθώς οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και το ΝΑΤΟ δεσμεύθηκαν να αυξήσουν δραστικά τις δαπάνες για την άμυνα. Οι δεσμεύσεις αυτές αναμένεται να ενισχύσουν τα κέρδη των ευρωπαϊκών εταιρειών, με τις εταιρείες που έχουν την έδρα τους στην περιοχή να αναφέρουν ήδη ρεκόρ παραγγελιών και τεράστια αύξηση των εσόδων.
Ράλι στις αμυντικές μετοχές
Παρά την αστάθεια που επικράτησε αυτή την εβδομάδα εν μέσω αυξανόμενων αναφορών ότι η ειρηνευτική συμφωνία πλησιάζει, αναλυτές δήλωσαν στο CNBC ότι ο ευρωπαϊκός αμυντικός κλάδος διατηρεί ανοδικές προοπτικές, ανεξάρτητα από το πόσο θα διαρκέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Συγκεκριμένα, ο Μάικλ Φιλντ, αναλυτής στη Morningstar, υποστήριξε ότι οι επενδυτές πρέπει να αγνοήσουν τις φήμες και να προσεγγίσουν τον κλάδο της άμυνας με μακροπρόθεσμη προοπτική.
«Τα βιβλία παραγγελιών τους είναι γεμάτα. Η ανανέωση των αποθεμάτων είναι γεγονός. Ακόμα και αν ο πόλεμος στην Ουκρανία τελειώσει αύριο, χώρες όπως η Γερμανία θα χρειαστούν μια δεκαετία για να αναπληρώσουν όλα τα όπλα που έχουν δώσει στην Ουκρανία, και αυτό χωρίς να υπολογίζουμε όλα τα άλλα άσχημα πράγματα που συμβαίνουν στον κόσμο», σημείωσε.
Σύμφωνα με το Ukraine Support Tracker του Ινστιτούτου Kiel, το οποίο ενημερώθηκε για τελευταία φορά τον Οκτώβριο, οι χώρες και οι θεσμοί της ΕΕ έχουν διαθέσει συνολικά περισσότερα από 65 δισ. ευρώ για στρατιωτική υποστήριξη στο Κίεβο. Μόνο η Γερμανία έχει διαθέσει 17,7 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία.
Ο Φιλντ επισήμανε επίσης ότι οι ευρωπαϊκές χώρες ετοιμάζονται για μια έκρηξη δαπανών στον τομέα της ασφάλειας, κάτι που, σύμφωνα με την Morningstar, θα ωφελήσει περαιτέρω μεγάλες εταιρείες όπως η γερμανική Rheinmetall, η αξία των μετοχών της οποίας έχει ήδη υπερδιπλασιαστεί φέτος, και η βρετανική BAE Systems.
«Υπάρχουν τεράστιες δομικές τάσεις που επηρεάζουν τον κλάδο. Πρόκειται για μια μεσοπρόθεσμη έως μακροπρόθεσμη εξέλιξη, όχι για μια βραχυπρόθεσμη - και δεν πιστεύουμε ότι η αγορά το έχει ακόμη συνειδητοποιήσει πλήρως», είπε συγκεκριμένα.
Επιπλέον, ανέφερε ότι παρά την τεράστια ανάπτυξη που σημείωσαν οι ευρωπαϊκές εταιρείες αμυντικού εξοπλισμού φέτος, οι μετοχές τους έχουν ακόμη περιθώρια ανόδου.
«Αν εξετάσω τη συντριπτική πλειονότητα των εταιρειών, όλες εξακολουθούν να είναι πολύ ελκυστικές αυτή τη στιγμή», κατέληξε.
Από τη μεριά του, ο Μπιλ Φάρμερ, διευθύνων σύμβουλος της επενδυτικής τράπεζας Brown Gibbons Lang & Company, εκτίμησε ότι οποιαδήποτε συμφωνία θα προκαλούσε κάποιου είδους πρόσκαιρη αστάθεια στον κλάδο, αλλά θεωρεί ότι είναι απίθανο να τον οδηγήσει «εκτός τροχιάς».
«Η πιθανότητα μιας μακροπρόθεσμης ειρηνευτικής συμφωνίας θα μπορούσε αρχικά να σταματήσει το ράλι των μετοχών των αμυντικών εταιρειών του ΝΑΤΟ και ενδεχομένως να επιβραδύνει τις παραγγελίες και την παραγωγή διαφόρων πυραύλων/όπλων. Ωστόσο, πιστεύω ότι οι χώρες του ΝΑΤΟ είναι αποφασισμένες να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες κατά 5% του ΑΕΠ. Αυτή η αύξηση θα συμβάλει στην αποτροπή μελλοντικών επιθετικών ενεργειών από χώρες όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Κίνα», τόνισε ο Φάρμερ.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «οποιαδήποτε επιβράδυνση στις νέες παραγγελίες θα μετατοπίσει πιθανώς την προσοχή στη χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού των εφοδιαστικών αλυσίδων και των δυνατοτήτων, δημιουργώντας έτσι μια νέα επενδυτική ευκαιρία»
Για την Κλερ Τίτμαρς, αναλύτρια στη Rathbones, ο αντίκτυπος μιας ειρηνευτικής συμφωνίας θα εξαρτηθεί από τους όρους της συμφωνίας. «Δεδομένης της τρέχουσας στάσης της Ρωσίας, μια συμφωνία που θα εξαλείφει πλήρως τον κίνδυνο μελλοντικής επιθετικότητας φαίνεται απίθανη», είπε.
Αναλυτές έχουν προηγουμένως δηλώσει στο CNBC ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα συνεχίσουν να νιώθουν την ανάγκη να προστατεύσουν τους εαυτούς τους από την Ρωσία για μεγάλο διάστημα μετά τον τερματισμό του πολέμου.
«Μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι μετά από όλα όσα συνέβησαν με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και με τον επιθετικό γείτονα που έχουμε στα Ανατολικά ότι ακόμη και αν πετύχουμε μία εκεχειρία ή ειρήνη με την Ουκρανία, οι κυβερνήσεις θα κάνουν ένα βήμα πίσω και θα θεωρήσουν το θέμα λήξαν», είχε αναφέρει ο Μικαελ Γιόχανσον, διευθύνων σύμβουλος του σουηδικού κολοσσού Saab στα τέλη Ιουλίου.
Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος παρ' όλα αυτά, η Τίτμαρς θεωρεί πως οι διαρθρωτικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες θα παραμείνουν αμετάβλητοι. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι δεκαετίες υποεπένδυσης, η ώθηση για στρατηγική αυτονομία, οι ανάγκες εκσυγχρονισμού και η δέσμευση του ΝΑΤΟ να αυξήσει τους στόχους των αμυντικών δαπανών.
«Οι προκλήσεις στην πρόσληψη προσωπικού επιταχύνουν τις επενδύσεις στην αυτοματοποίηση και τα μη επανδρωμένα συστήματα, εξασφαλίζοντας τη διατήρηση της ζήτησης για αμυντικές δυνατότητες, ανεξάρτητα από μια πιθανή ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας», πρόσθεσε.