Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δημοσίευσε σήμερα τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP) για το 2025 και τις εποπτικές προτεραιότητές της για την περίοδο 2026-28. Η αξιολόγηση καλύπτει 105 τράπεζες στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας, οι οποίες υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ. Εξετάζει το κεφάλαιο, τη ρευστότητα, την κερδοφορία, τη διακυβέρνηση και τη διαχείριση κινδύνων.
Συνολικά, οι τράπεζες διατήρησαν εύρωστες θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας και υψηλή κερδοφορία το β΄ τρίμηνο του 2025. Ο σταθμισμένος μέσος όρος του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (common equity tier 1 – CET1), το κεφάλαιο μέγιστης ποιότητας μιας τράπεζας, διαμορφώθηκε σε 16,1% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών (risk-weighted assets – RWA). Ο δείκτης μόχλευσης ήταν 5,9%. Ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου ήταν 20,2%.
Ομοίως, τα αποθέματα ασφαλείας ρευστότητας παρέμειναν σε αρκετά υψηλότερο επίπεδο από την ελάχιστη απαίτηση του 100%, με τον συνολικό δείκτη κάλυψης ρευστότητας (liquidity coverage ratio – LCR) να διαμορφώνεται σε 158% το β΄ τρίμηνο του 2025. Οι τράπεζες εξακολούθησαν να έχουν ικανοποιητική πρόσβαση σε χρηματοδότηση λιανικής και χονδρικής, με τον μέσο δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (net stable funding ratio – NSFR) να παραμένει σε γενικές γραμμές σταθερός στο 127%.
Η κερδοφορία εξακολούθησε να είναι υψηλή, υποστηριζόμενη από τα καθαρά έσοδα από τόκους και τις καθαρές αμοιβές και προμήθειες. Ο συνολικός ανηγμένος σε ετήσια βάση δείκτης αποδοτικότητας ιδίων διαθεσίμων διαμορφώθηκε σε 9,5% το δ΄ τρίμηνο του 2024 και βελτιώθηκε περαιτέρω σε 10,1% το β΄ τρίμηνο του 2025.
Η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού σε ολόκληρο τον τομέα παρέμεινε ικανοποιητική, με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) να διαμορφώνεται σε 1,9% το β΄ τρίμηνο του 2025. Οι δείκτες ΜΕΔ όσον αφορά τα δάνεια για εμπορικά ακίνητα και τα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξακολουθούν να βρίσκονται πάνω από τον μέσο όρο (4,6% και 4,9% αντίστοιχα), ενώ σε ορισμένες χώρες με ιστορικά χαμηλούς δείκτες ΜΕΔ καταγράφεται επί του παρόντος μέτρια αύξηση των αποθεμάτων ΜΕΔ.
Τα δάνεια και οι πιστωτικές διευκολύνσεις του Σταδίου 2, δηλαδή δάνεια για τα οποία ο πιστωτικός κίνδυνος έχει αυξηθεί σημαντικά μετά την αρχική αναγνώριση, αυξήθηκαν οριακά από 9,5% το β΄ τρίμηνο του 2024 σε 9,6% το β΄ τρίμηνο του 2025.
Το σημερινό ικανοποιητικό επίπεδο ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα της ζώνης του ευρώ οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η αποτελεσματική κανονιστική ρύθμιση, η άρτια εποπτεία και η βελτίωση της διαχείρισης κινδύνων από την πλευρά των τραπεζών, αλλά και η λήψη έκτακτων δημοσιονομικών και νομισματικών μέτρων για την αντιμετώπιση των πρόσφατων μακροχρηματοπιστωτικών διαταραχών.
Εποπτικά μέτρα ποιοτικού και ποσοτικού χαρακτήρα
Τα εποπτικά μέτρα σε αυτόν τον κύκλο της SREP αποτύπωσαν τις προτεραιότητες που έθεσε το Εποπτικό Συμβούλιο για την περίοδο 2025-27 και επικεντρώθηκαν κυρίως στην ανθεκτικότητα των τραπεζών σε άμεσες μακροχρηματοπιστωτικές απειλές και σοβαρές γεωπολιτικές διαταραχές, καθώς και στη διόρθωση από τις τράπεζες των ελλείψεων που εντοπίστηκαν από τις εποπτικές αρχές, όπως οι ελλείψεις που σχετίζονται με τη διακυβέρνηση, τη διαχείριση κινδύνων και τις προκλήσεις που συνδέονται με τον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, η ΕΚΤ εξέδωσε περίπου 30% λιγότερα νέα μέτρα ποιοτικού χαρακτήρα. Αυτή η μείωση συνάδει με την ενισχυμένη εποπτεία που άσκησε η ΕΚΤ δίνοντας έμφαση στους κινδύνους καθώς και με τις βελτιωμένες περαιτέρω ενέργειες που ανέλαβαν οι τράπεζες. Τα μέτρα ποιοτικού χαρακτήρα επικεντρώθηκαν κυρίως στον πιστωτικό κίνδυνο (40%), την εσωτερική διακυβέρνηση (17%), την κεφαλαιακή επάρκεια (11%) και τον λειτουργικό κίνδυνο (10%). Αφορούσαν μεταξύ άλλων την παρακολούθηση του πιστωτικού κινδύνου και τη διαχείριση συγκεκριμένων χαρτοφυλακίων, τη σύνθεση των οργάνων διακυβέρνησης, την ενίσχυση του πλαισίου ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στην εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας (Internal Capital Adequacy Assessment Process – ICAAP) ή διορθωτικές ενέργειες που συνδέονται με την επιχειρησιακή συνέχεια των πληροφοριακών συστημάτων.
Όσον αφορά τις βαθμολογίες SREP, η μέση συνολική βαθμολογία βελτιώθηκε ελαφρώς σε 2,5, από 2,6 το προηγούμενο έτος. Η βελτίωση αυτή δεν ήταν ομοιόμορφη, καθώς οι περισσότερες βαθμολογίες είναι συγκεντρωμένες στο κέντρο της κατανομής. Οι τράπεζες που την προηγούμενη φορά είχαν βαθμολογηθεί με 3- είχαν καλύτερη βαθμολογία ενώ εκείνες που είχαν βαθμολογία 2 ή καλύτερη έχουν επιδεινωθεί ελαφρώς. Συνολικά, το 1/4 των τραπεζών εξακολουθεί να βρίσκεται στις ασθενέστερες κατηγορίες (βαθμολογία 3-4).
Σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις ποσοτικού χαρακτήρα, οι συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις και κατευθύνσεις για το κεφάλαιο CET1 που είναι εφαρμοστέες το 2026 παρέμειναν σε γενικές γραμμές σταθερές σε 11,2%. Αυτός ο αριθμός περιλαμβάνει τις απαιτήσεις του Πυλώνα 1 και του Πυλώνα 2, τις συνδυασμένες απαιτήσεις για τα αποθέματα ασφαλείας και τις κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 (Pillar 2 guidance – P2G).
Οι απαιτήσεις του Πυλώνα 2 για το κεφάλαιο CET1 που πρέπει να πληρούν οι τράπεζες το 2026 παρέμειναν σε γενικές γραμμές σταθερές σε 1,2% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού.
Η συνδυαστική απαίτηση για τα αποθέματα ασφαλείας, δηλαδή το άθροισμα του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, των συστημικών αποθεμάτων ασφαλείας και του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας (countercyclical capital buffer – CCyB), αυξήθηκε ελαφρά, λόγω του υψηλότερου αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται σε ορισμένες χώρες ως αποτέλεσμα εθνικών μέτρων.
Οι μη δεσμευτικές κατευθύνσεις P2G, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ του 2025 και ισχύουν το 2026, μειώθηκαν από 1,3% σε 1,1% (CET1). Αυτό αντανακλά τα αποτελέσματα της φετινής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, η οποία έδειξε υψηλότερες ζημίες και μια μεγαλύτερη ικανότητα απορρόφησης αυτών των ζημιών χάρη στα υψηλότερα κέρδη και, ως εκ τούτου, μικρότερη μείωση κεφαλαίου, σε σύγκριση με την προηγούμενη άσκηση το 2023.
Η ΕΚΤ ιδίως παρακολουθεί τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και τις μοχλευμένες συναλλαγές των τραπεζών. Όταν μια κατάσταση κρίνεται ανεπαρκής ή η πρόοδος όσον αφορά τη διόρθωση των ελλείψεων δεν είναι ικανοποιητική, εφαρμόζονται πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις στις απαιτήσεις του Πυλώνα 2 (P2R). Με τις αποφάσεις SREP του 2025, ο αριθμός των τραπεζών που υπόκεινται σε αυτές τις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις μειώθηκε καθώς ορισμένες τράπεζες διόρθωσαν προηγούμενα ευρήματα.
Συγκεκριμένα, στη SREP του 2025, επιβλήθηκαν πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις λόγω ανεπαρκούς σχηματισμού προβλέψεων για μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε δέκα τράπεζες, από 18 στον προηγούμενο κύκλο της SREP. Για έξι τράπεζες, από εννέα το προηγούμενο έτος, η απαίτηση P2R περιλάμβανε πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για μοχλευμένη χρηματοδότηση.
Η ΕΚΤ θεωρεί ότι 14 τράπεζες είχαν αυξημένο κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης και, ως εκ τούτου, εφάρμοσε απαίτηση του Πυλώνα 2 για τον δείκτη μόχλευσης (leverage ratio Pillar 2 requirement – P2R-LR) σε 14 τράπεζες, σε σύγκριση με 13 τράπεζες κατά την προηγούμενη επανεξέταση. Η απαίτηση αυτή είναι νομικά δεσμευτική και έρχεται να προστεθεί στον ελάχιστο δείκτη μόχλευσης 3% που είναι υποχρεωτικός για όλες τις τράπεζες.
Επιπλέον, η ΕΚΤ εφάρμοσε μη δεσμευτικές κατευθύνσεις P2G για τον δείκτη μόχλευσης σε πέντε τράπεζες και επέβαλε μέτρα για την κάλυψη ρευστότητας ποσοτικού χαρακτήρα σε τέσσερις τράπεζες.
Εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2026-28
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται σε ένα αντίξοο περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους καθώς και από μεταβαλλόμενες τάσεις του ανταγωνισμού λόγω του ψηφιακού μετασχηματισμού και της αυξημένης παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών μέσω μη τραπεζικών ιδρυμάτων. Αυτό απαιτεί μελλοντοστραφείς αξιολογήσεις κινδύνων και επαρκή ανθεκτικότητα. Αυτό αντανακλάται στη μεσοπρόθεσμη στρατηγική της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ για τα έτη 2026-28, η οποία συμβαδίζει σε γενικές γραμμές με τις τρέχουσες προτεραιότητες.
Η πρώτη προτεραιότητα απαιτεί από τις τράπεζες να παραμένουν ανθεκτικές σε γεωπολιτικούς κινδύνους και μακροχρηματοπιστωτικές αβεβαιότητες. Μεταξύ άλλων διασφαλίζεται ότι οι τράπεζες διατηρούν υγιή πιστοδοτικά κριτήρια, επαρκή κεφαλαιοποίηση μέσω της συνεπούς εφαρμογής του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (Capital Requirements Regulation – CRR3) και ότι διαχειρίζονται με σύνεση τους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα και τη φύση.
Η δεύτερη προτεραιότητα αφορά την εξασφάλιση ισχυρής επιχειρησιακής ανθεκτικότητας και ικανοτήτων ΤΠΕ. Δηλαδή αφορά μεταξύ άλλων την ανάγκη για ανθεκτικά πλαίσια διαχείρισης λειτουργικού κινδύνου, για διόρθωση των ανεπαρκειών όσον αφορά την αναφορά κινδύνων και τη συγκεντρωτική καταγραφή δεδομένων και, επομένως, για αξιόπιστα πληροφοριακά συστήματα.
Εποπτική μεταρρύθμιση και μεθοδολογίες
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ανταποκρίνεται στο μεταβαλλόμενο εξωτερικό περιβάλλον με μια συνολική μεταρρύθμιση για να βελτιώσει την αποδοτικότητα, την αποτελεσματικότητα και την εστίαση στους κινδύνους. Αυτοί οι στόχοι εφαρμόζονται σε όλες τις εποπτικές δραστηριότητες, με πυρήνα τη διαδικασία SREP. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τελικές αποφάσεις SREP ή οι επιστολές SREP είχαν υποβληθεί στις τράπεζες μέχρι το τέλος Οκτωβρίου 2025, δηλ. περισσότερο από έναν μήνα νωρίτερα από ό,τι σε προηγούμενους κύκλους. Αυτές οι αποφάσεις είναι πλέον συντομότερες και επικεντρώνονται σε βασικές απαιτήσεις ποσοτικού και ποιοτικού χαρακτήρα, στα βασικά αποτελέσματα της SREP και σε βασικές εποπτικές ανησυχίες.
Το 2026 θα τεθεί σε ισχύ μια πιο διαφανής και απλοποιημένη μεθοδολογία για τον υπολογισμό των απαιτήσεων P2R. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα βασικά στοιχεία αυτής της νέας μεθοδολογίας για τις απαιτήσεις P2R διατίθενται στον δικτυακό τόπο της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ.
Τέλος, η ΕΚΤ δημοσίευσε σήμερα αναθεωρημένη και ευρύτερη μεθοδολογία για την αξιολόγηση της ICAAP των τραπεζών. Η μεθοδολογία αυτή αξιολογεί, μεταξύ άλλων, τις εσωτερικές διαδικασίες των τραπεζών προκειμένου να διασφαλίσει ότι διαθέτουν επαρκή κεφάλαια για την κάλυψη ουσιωδών κινδύνων και τη διατήρηση κατάλληλων πρακτικών διαχείρισης κινδύνων.