Σημαντική βελτίωση σε όλα τα πεδία κατέγραψε ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος κατά το πρώτο μισό του 2025, όπως αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, με τις προοπτικές να κρίνονται ευνοϊκές παρά τη φύση των αναδυόμενων διεθνών κινδύνων. Μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, βελτίωση ρευστότητας και ποιότητας ενεργητικού και ενίσχυση της κερδοφορίας και των κεφαλαιακών δεικτών είναι μερικά από τα σημεία στα οποία εστιάζει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο επόπτης οι ελληνικές τράπεζες οφείλουν να εφαρμόζουν συνετά πιστοδοτικά κριτήρια, να εντείνουν τις ενέργειές τους για εξυγίανση του αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων και να ακολουθούν λελογισμένη μερισματική πολιτική, με γνώμονα την ενίσχυση των κεφαλαιακών αποθεμάτων τους. Και αυτό διότι υπάρχει ο κίνδυνος επιδείνωσης των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών ή και απότομης προσαρμογής των αποτιμήσεων των περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιδράσεις τόσο στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σε εγχώριο επίπεδο.
Το πρώτο εξάμηνο του 2025 οι συνθήκες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων παρέμειναν ευνοϊκές, με τις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης να ενισχύονται περαι-
τέρω. Οι δείκτες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων παραμένουν σε επίπεδο σημαντικά υψηλότερο από τις εποπτικές απαιτήσεις και από το μέσο όρο των σημαντικών τραπεζών στην Τραπεζική Ένωση.
Ειδικότερα, ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR) διαμορφώθηκε σε 212,3% και ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) σε 136,4% τον Ιούνιο του 2025. Επιπρόσθετα, η απρόσκοπτη πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στη διατραπεζική αγορά και στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, κατόπιν των διαδοχικών αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής τους διαβάθμισης, καθώς και o χαμηλός δείκτης επιβάρυνσης των στοιχείων ενεργητικού, έχουν συντελέσει στην ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους σε πιθανές διαταραχές.
Επιπλέον, η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκε. Τον Ιούνιο του 2025 το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ατομική βάση διαμορφώθηκε σε 5,8 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 2,4% σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2024, κυρίως λόγω εισπράξεων, πωλήσεων και διαγραφών δανείων. Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων διαμορφώθηκε σε 3,6% τον Ιούνιο του 2025, έναντι 3,8% το Δεκέμβριο του 2024, καθώς η πιστωτική επέκταση συνδυάστηκε με μείωση των ΜΕΔ. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο από την ένταξη της Ελλάδος στη Ευρωζώνη και έχει συγκλίνει σημαντικά με το μέσο όρο των σημαντικών τραπεζών στην Τραπεζική Ένωση (Ιούνιος 2025: 2,2%). Επιπρόσθετα, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρουσίασε επίσης αποκλιμάκωση και διαμορφώθηκε σε 5,9% τον Ιούνιο του 2025.
Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζικών ομίλων παρέμεινε ικανοποιητική. Το πρώτο εξάμηνο του 2025 οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,5 δισ. ευρώ, έναντι κερδών 2,4 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Αναλυτικότερα, το πρώτο εξάμηνο του 2025 τα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζικών ομίλων αυξήθηκαν κατά 1,6% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2024. Τα καθαρά έσοδα από τόκους μειώθηκαν κατά 2,8% παρά την πιστωτική επέκταση, επηρεαζόμενα από τις μειώσεις των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, που ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 2024 και συνεχίστηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2025. Αντίθετα, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες ενισχύθηκαν κατά 14,3%, με θετική συμβολή των εσόδων από τη διαχείριση χαρτοφυλακίου και των λοιπών εσόδων από προμήθειες. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, τα έσοδα από κύριες τραπεζικές εργασίες (δηλαδή τα καθαρά έσοδα από τόκους και προμήθειες) αυξήθηκαν κατά 0,4%. Άνοδο κατέγραψαν και τα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις και τα λοιπά λειτουργικά αποτελέσματα.
Παράλληλα, τα λειτουργικά έξοδα αυξήθηκαν κατά 12,6%, κυρίως εξαιτίας της αύξησης των δαπανών προσωπικού και των διοικητικών εξόδων. Επιπρόσθετα, οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο αυξήθηκαν κατά 12,1%. Οι δείκτες αποδοτικότητας του ενεργητικού (Return on Assets – RoA) και των ιδίων κεφαλαίων (Return on Equity – RoE) των τραπεζικών ομίλων ανήλθαν σε 1,4% και 13,0% αντίστοιχα.
Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε οριακά σε 15,8% τον Ιούνιο του 2025 από 16% το Δεκέμβριο του 2024 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) ενισχύθηκε σε 20,4% (TCR: 19,8% το Δεκέμβριο του 2024). Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται κυρίως στην έκδοση κεφαλαιακών μέσων τα οποία προσμετρούνται μεν στα εποπτικά ίδια κεφάλαια, αλλά δεν αποτελούν μέρος του Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1). Ωστόσο, τον Ιούνιο του 2025 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits - DTCs) ανέρχονταν σε 11,8 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 44,6% του Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1), από 47,5% το Δεκέμβριο του 2024.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το εγχώριο μακροοικονομικό περιβάλλον αναμένεται να παραμείνει ευνοϊκό, αν και ελλοχεύουν καθοδικοί κίνδυνοι. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της (Σεπτέμβριος 2025), το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,2% το 2025, δηλαδή με ρυθμό σχεδόν διπλάσιο από το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης, και ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 3,1% το 2025. Επιπρόσθετα, η επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και η σταθερά καθοδική πορεία του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ συμβάλλουν στη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Παράλληλα, οι άμεσες επιπτώσεις των νέων δασμών ως αποτέλεσμα της πρόσφατης εμπορικής συμφωνίας ΕΕ-ΗΠΑ – για την ελληνική οικονομία αναμένεται να είναι περιορισμένες, καθώς οι ΗΠΑ δεν αποτελούν βασικό εμπορικό εταίρο της χώρας. Οι κίνδυνοι είναι πιθανότερο να είναι έμμεσοι, καθώς η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου και οι επιπτώσεις της στην ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ θα μπορούσαν να περιορίσουν τη ζήτηση ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών και να επηρεάσουν αρνητικά τις προοπτικές ανάπτυξης.