Αλλαγές στον «χάρτη» των φωτοβολταϊκών, με τάσεις συγκέντρωσης στην κατηγορία των μικρών ηλιακών πάρκων, παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα στην εγχώρια αγορά. Οι τάσεις αυτές εκδηλώνονται με μαζικές πωλήσεις έργων από μικρομεσαίους επενδυτές, τα οποία καταλήγουν στα χέρια εγχώριων ενεργειακών Ομίλων, καθώς και ξένων εταιρειών που δραστηριοποιούνται ήδη στη χώρα μας.
Το προφίλ των έργων που «αλλάζουν χέρια» είναι εν λειτουργία ηλιακά συστήματα, κατά κανόνα με ισχύ από 500 kW έως 1 MW. Πρόκειται για μονάδες με εγγυημένο έσοδο και οι οποίες διαθέτουν Συμβάσεις Λειτουργικής Ενίσχυσης Διαφορικής Προσαύξησης (ΣΕΔΠ). Μέχρι πρόσφατα, τα έργα αυτά αποτελούσαν προνομιακό πεδίο μικρομεσαίων επενδυτών, λόγω του περιορισμένου μεγέθους τους. Την ίδια στιγμή, το εγγυημένο έσοδο εξασφάλιζε στους ιδιοκτήτες τους σταθερή ροή εσόδων, γεγονός το οποίο «μεταφραζόταν» και σε ευνοϊκή χρηματοδότηση των έργων από τις τράπεζες.
Τα δεδομένα ωστόσο αυτά ανατράπηκαν την τελευταία 2ετία, καθώς η σημαντική ενίσχυση της διείσδυσης ειδικά των φωτοβολταϊκών είχε ως αποτέλεσμα να διευρύνονται συνεχώς οι ώρες με πλεόνασμα «πράσινων» Μεγαβατώρων – και κατά συνέπεια οι ώρες όπου περικόπτεται παραγωγή ΑΠΕ ή η χονδρεμπορική τιμή μηδενίζεται ή γίνεται αρνητική. Δύο «παρενέργειες» που έχουν ως συνέπεια εκείνες τις ώρες τα έργα ΑΠΕ να χάνουν το εγγυημένο έσοδό τους.
Αυξητική απώλεια εσόδων
Όπως έχει γράψει το Insider.gr, συνέπεια των παραπάνω είναι, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Εταιρειών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ), το 2025 να κλείσει με τις απώλειες εσόδων να διαμορφώνονται στο 17% για τα φωτοβολταϊκά με ΣΕΔΠ. Αξίζει να σημειωθεί ότι, για λόγους θεσμικού πλαισίου, τα φωτοβολταϊκά με συμβάσεις ΣΕΔΠ είναι εκτεθειμένα στις μηδενικές – αρνητικές χονδρεμπορικές τιμές, έναντι των υπόλοιπων «πράσινων» σταθμών με εγγυημένο έσοδο. Παράλληλα, προϊόντος του χρόνου, η διαμόρφωση της αγοράς σε αρνητικό ή μηδενικό «έδαφος» θα γίνει η σχεδόν αποκλειστική παρενέργεια της «πράσινης» υπερπαραγωγής.
Μάλιστα, το παραπάνω αρνητικό περιβάλλον θα επιδεινωθεί έτι περαιτέρω τα αμέσως επόμενα χρόνια, καθώς θα ενισχυθεί η «πράσινη» υπερπαραγωγή. Κι αυτό γιατί βρίσκεται στα σκαριά ένα μεγάλο χαρτοφυλάκιο φωτοβολταϊκών: εκτιμάται ότι το 2025 θα ολοκληρωθεί με νέες εγκαταστάσεις ηλιακών πάρκων 2,5 – 2,6 GW, ενώ μέχρι το 2027 προβλέπεται να τεθούν σε λειτουργία νέα φωτοβολταϊκά συνολικής ισχύος 5,34 GW.
Το παραπάνω καθιστούν εύλογους τους προβληματισμούς των μικρομεσαίων επενδυτών, αναφορικά με την αυξητική τάση που θα ακολουθήσει η απώλεια εσόδων των έργων τους – τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που θα έχει προστεθεί στο σύστημα ένα σημαντικό χαρτοφυλάκιο από μπαταρίες. Επομένως, η αβεβαιότητα αποτελεί τον βασικότερο λόγο που επιλέγουν να πωλήσουν τα έργα τους, παρά το γεγονός ότι μέχρι σήμερα σχεδόν κανένα δάνειο δεν έχει «κοκκινίσει».
Ενίσχυση χαρτοφυλακίων
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, εκτός από την αβεβαιότητα για τις χρηματοροές των πάρκων, μία ακόμη σημαντική αιτία που μικρομεσαίοι επενδυτές αποχωρούν από τον κλάδο είναι το γεγονός ότι πλέον έχουν αυξηθεί και τα υπόλοιπα ρίσκα, όπως και τα κόστη, για τη λειτουργία των έργων ΑΠΕ. Έτσι, τα έξοδα για την εκπροσώπηση των μονάδων στην αγορά ή για τη συντήρησή τους πλέον κινούνται σε επίπεδα που ίσως δεν τα είχαν προϋπολογίσει οι ιδιοκτήτες τους.
Από την άλλη πλευρά, εγχώριοι Όμιλοι και ξένες εταιρείες έχουν τις τεχνικές και οικονομικές δυνατότητες να αντεπεξέλθουν σε αυτά τα ρίσκα, επομένως έχουν και κίνητρο να «σκανάρουν» την αγορά για την απόκτηση μικρών φωτοβολταϊκών. Έξτρα κίνητρο αποτελεί το γεγονός ότι για πολλές από αυτές τις εταιρείες, το μεγαλύτερο μέρος των χαρτοφυλακίων τους βρίσκεται σε αναμονή για την κατακύρωση ηλεκτρικού «χώρου», χωρίς να υπάρχει σαφής χρονικός ορίζοντας για το πότε μπορεί αυτό να συμβεί.
Επομένως, οι εξαγορές μικρών φωτοβολταϊκών εξυπηρετούν τον στόχο ενίσχυσης του portfolio τους που βρίσκεται σε λειτουργία και, κατά συνέπεια, αποφέρει έσοδα.
Τάσεις συγκέντρωσης και στα νέα έργα
Όπως έχει αναδείξει το Insider.gr, με την εξάλειψη των επιδοτήσεων για νέα έργα ΑΠΕ, οι μεγάλες ενεργειακές εταιρείες (μεταξύ των οποίων οι καθετοποιημένοι Όμιλοι) έχουν προβάδισμα και στην υλοποίηση καινούριων «πράσινων» σταθμών. Ο λόγος είναι πως έχει αναδειχθεί ως κυρίαρχο εμπορικό μοντέλο τα «πράσινα» PPAs – δηλαδή οι μακροχρόνιες συμβάσεις αγοραπωλησίας παραγωγής από ΑΠΕ, ανάμεσα σε παραγωγούς και off-takers (επιχειρήσεις ή προμηθευτές). Κι αυτό γιατί μία διμερής σύμβαση εξασφαλίζει σταθερό έσοδο σε ένα υπό ανάπτυξη χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ, ανοίγοντας τον δρόμο για τη δανειοδότησή του.
Η σύναψη «πράσινων» PPAs θέτει όμως προϋποθέσεις «κομμένες και ραμμένες» στις δυνατότητες των μεγάλων ενεργειακών εταιρειών. Ο πρώτος λόγος είναι πως οι συμφωνίες αυτές περιλαμβάνουν σημαντικά ποσά ηλεκτρικής ενέργειας και επομένως αφορούν παραγωγούς ΑΠΕ με υποψήφια έργα σημαντικής ισχύος.
Ακόμη όμως πιο σημαντικό είναι πως η «πράσινη» παραγωγή θα πρέπει να προέρχεται από ένα διαφοροποιημένο «πράσινο» χαρτοφυλάκιο, αφού η επιστράτευση μόνο φωτοβολταϊκών θα κάλυπτε τις ανάγκες για ρεύμα μόνο τις ώρες ηλιοφάνειας. Μάλιστα, οι καθετοποιημένοι Όμιλοι έχουν ένα ακόμη πλεονέκτημα στο να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα επόμενα βήματα της πράσινης μετάβασης. Αυτό είναι ότι διαθέτουν εξασφαλισμένη ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια -και επομένως εξασφαλισμένο off-taker- ώστε να δρομολογήσουν νέα έργα ΑΠΕ συνάπτοντας ενδο-ομιλικά «πράσινα» PPAs.