Για σχεδόν έναν αιώνα, η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) δεν αποτελεί μόνο το μεγαλύτερο εμπορικό γεγονός της χώρας, αλλά και, σε κάποιο βαθμό, «βαρόμετρο» της γεωπολιτικής της θέσης. Κι αυτό, καθώς τα τελευταία χρόνια η ΔΕΘ φιλοξενεί σταθερά μεγάλο αριθμό εκθετών, αλλά και ξένων κρατικών συμμετοχών.
Το αυξανόμενο επιχειρηματικό ενδιαφέρον για τη ΔΕΘ αποτελεί αντανάκλαση της αναβάθμισης, ευρύτερα, της γεωστρατηγικής σημασίας της βορείου Ελλάδος. Σε αυτή την αναβάθμιση έχουν συμβάλει τα τελευταία χρόνια μια σειρά από οικονομικές, πολιτικές και γεωπολιτικές εξελίξεις.
Ουκρανία
Από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία το 2022, ενός πολέμου που συνεχίζεται μέχρι σήμερα με αμείωτη ένταση, η βόρεια Ελλάδα με αιχμή την Αλεξανδρούπολη, αποτελεί σημείο αναφοράς για τις ΗΠΑ και το NATO. Ωστόσο, η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 υπήρξε το κομβικό σημείο για τη στρατηγική της Δύσης στην ευρύτερη περιοχή.
Η Μόσχα είχε πια αποκτήσει ενισχυμένη παρουσία στη Μαύρη Θάλασσα. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, προέκυψε άμεσα η ανάγκη για εναλλακτικές οδούς ανεφοδιασμού και μεταφοράς δυνάμεων προς την Ανατολική Ευρώπη, ώστε να «σπάσει» η αποκλειστική εξάρτηση από τα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων. Εξ ου και οι αντιδράσεις που είχαν εκδηλωθεί εκ μέρους της Τουρκίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης άρχισε να αποκτά ξεχωριστή σημασία. Η γεωγραφική του θέση, κοντά στα βαλκανικά σύνορα και με εύκολη πρόσβαση προς Βουλγαρία και Ρουμανία, το καθιστά ιδανικό κόμβο για τη Συμμαχία. Η αμερικανική πλευρά προώθησε την αξιοποίησή του σταδιακά μετά το 2014, ώσπου το ανανεωμένο Ελληνοαμερικανικό Αμυντικό Σύμφωνο (MDCA) του 2019 κατοχύρωσε επίσημα την πρόσβαση των ΗΠΑ σε ελληνικές εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της Αλεξανδρούπολης.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 επιτάχυνε τις εξελίξεις. Το λιμάνι μετατράπηκε σε βασικό δίαυλο μεταφοράς στρατιωτικού υλικού και δυνάμεων προς το ανατολικό μέτωπο του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα σε Ρουμανία και Βουλγαρία.
Στο μεσοδιάστημα προέκυψε ένα ακόμα ορόσημο για την ευρύτερη περιοχή, η ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ το 2020. Ήταν η τελευταία χώρα που εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ, πριν ο πόλεμος στην Ουκρανία «σπρώξει» τη Φινλανδία (2023) και τη Σουηδία (2024) στις τάξεις της Συμμαχίας. Έκτοτε, η Ελλάδα στα βόρεια σύνορα συνορεύει αποκλειστικά με χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, με ό,τι αυτό σημαίνει για το πλησιέστερο μεγάλο λιμάνι της περιοχής, και για τη Θεσσαλονίκη ως το μεγαλύτερο πληθυσμιακό, πολιτικό και οικονομικό κέντρο της βορείου Ελλάδος.
Think tanks του εξωτερικού περιγράφουν πλέον την Αλεξανδρούπολη ως κόμβο αποτροπής και υποστήριξης της Ανατολικής Πτέρυγας του ΝΑΤΟ, αλλά και ως εναλλακτική επιλογή έναντι της στρατηγικής εξάρτησης από τα Στενά. Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο εντάσσεται και η επιστολή προθέσεων που υπέγραψε πριν από έναν περίπου χρόνο ο υπουργός Άμυνας, Ν. Δένδιας, με τους ομολόγους του της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, για τη δημιουργία ενός Εναρμονισμένου Στρατιωτικού Διαδρόμου Κινητικότητας, που μεταξύ άλλων προβλέπει την αναβάθμιση υποδομών και δικτύων τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην Αλεξανδρούπολη, στο πλαίσιο του κοινού δικτύου υποστήριξης Διοικητικής Μέριμνας του ΝΑΤΟ.
Υποδομές διπλής χρήσης και ενέργεια
Στο μεταξύ, από το 2017 και μετά, άρχισε να «ξεδιπλώνεται» και η στρατηγική της ΕΕ για τη χρηματοδότηση και ανάπτυξη υποδομών διπλής χρήσης, δηλαδή υποδομών που εξυπηρετούν τόσο εμπορικές όσο και στρατιωτικές ανάγκες.
Σήμερα βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια αναθέσεων, μελετών και ανάπτυξης μια σειρά από έργα, τα οποία συνδέονται με το Διευρωπαϊκό Δίκτυο Μεταφορών (ΤΕΝ-Τ), όπως ο διάδρομος ΒΒΑ (Baltic Sea - Black Sea - Aegean Sea). Ένας διάδρομος που ξεκινά από τη Φινλανδία και συνδέει σιδηροδρομικά και οδικά δίκτυα καθώς και λιμενικές και αεροπορικές υποδομές 13 χωρών, με κατάληξη στην Ελλάδα και την Κύπρο. Στο ελληνικό τμήμα του, συνδέει τις σχετικές υποδομές σε Θεσσαλονίκη και Αλεξανδρούπολη με αυτές της Αττικής και, μέσω Κρήτης, με το λιμάνι της Λεμεσού.
- Τηλεδιάσκεψη Δήμα - Κυρανάκη με τον Επίτροπο Μεταφορών για τον άξονα Αλεξανδρούπολη - Οδησσός
- ΕΕ: Χρηματοδότηση - ορόσημο για τη σιδηροδρομική αναβάθμιση στη Βόρεια Ελλάδα
Παράλληλα αναπτύσσεται και ο διάδρομος Δυτικά Βαλκάνια – Ανατολική Μεσόγειος, επίσης με προφανές ελληνικό ενδιαφέρον, ο οποίος εν μέρει επικαλύπτεται από τον BBA.
Προφανώς, προστιθέμενη αξία για την περιοχή αποτελούν και οι νέες ενεργειακές υποδομές, όπως ο τερματικός σταθμός LNG (FSRU Αλεξανδρούπολης) και ο Κάθετος Διάδρομος φυσικού αερίου. Η πιο πρόσφατη εξέλιξη είναι η έναρξη της κατασκευής του διασυνδετήριου αγωγού φυσικού αερίου Ελλάδας-Βόρειας Μακεδονίας, ο οποίος θα είναι συμβατός και για τη μεταφορά υδρογόνου. Μάλιστα, Βόρεια Μακεδονία και Σερβία έχουν υπογράψει μνημόνιο συνεργασίας για μελλοντική προέκταση του αγωγού στην σερβική επικράτεια.
Ουσιαστικά, η βόρεια Ελλάδα αποτελεί το σημείο επαφής της χώρας με υποδομές στρατηγικής σημασίας για την ΕΕ, και ταυτόχρονα εξελίσσεται σε hotspot για την ενεργειακή διαφοροποίηση και ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης.
Επέκταση ΕΕ
Σε λίγους μήνες από σήμερα η Βουλγαρία θα είναι η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης με την οποία η Ελλάδα θα μοιράζεται χερσαία σύνορα. Ήδη, εδώ και λίγο καιρό, η χώρα αποτελεί μέρος της Συνθήκης Σένγκεν, όπως και η Ρουμανία.
Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν νέες προοπτικές για την οικονομική ανάπτυξη της βόρειας Ελλάδας. Η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και αγαθών και η χρήση κοινού νομίσματος αφενός ευνοούν την ενίσχυση των εμπορικών συναλλαγών, αφετέρου καθιστούν τη Θεσσαλονίκη -και την ευρύτερη περιοχή- πιο ελκυστική για επενδύσεις. Μακροπρόθεσμα, ανάλογη επίδραση αναμένεται να έχει και η πρόοδος στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας.
Η ανάπλαση της ΔΕΘ θα συμβάλει ώστε η Θεσσαλονίκη να διεκδικήσει τη θέση που της αναλογεί, καθώς η πόλη θα εδραιώνεται ως κόμβος εμπορίου και επενδύσεων, αλλά και ως σημείο συνάντησης διεθνών συμφερόντων.