Αντιμέτωπη με τον κίνδυνο μιας νέας ενεργειακής εξάρτησης -αυτήν τη φορά όχι από τη Ρωσία, αλλά από τις ΗΠΑ- φέρνει την Ευρώπη η συμφωνία ύψους 750 δισ. δολαρίων μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών, που προβλέπει μαζικές αγορές ενεργειακών προϊόντων από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Η συμφωνία, η οποία συνοδεύει το deal για μείωση των δασμών στο 15% για μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, προβλέπει ότι η Ε.Ε. θα προμηθεύεται ετησίως αμερικανικά ενεργειακά προϊόντα αξίας 250 δισ. δολαρίων για τις επόμενες τρεις χρονιές. Ο στόχος είναι να υποκατασταθούν οι αγορές ρωσικών υδρογονανθράκων.
Δεν «βγαίνουν» τα νούμερα
Σύμφωνα με ανάλυση της Ανά Μαρία Γιάλερ-Μακάρεβιτς, αναλύτριας από το Ινστιτούτο Ενεργειακής Οικονομίας και Χρηματοοικονομικής Ανάλυσης (IEEFA), για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η Ε.Ε. θα πρέπει να τριπλασιάσει τις εισαγωγές πετρελαίου, άνθρακα και LNG από τις ΗΠΑ μέσα στο 2025. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 70% των συνολικών εισαγωγών ενέργειας στην Ευρώπη θα πρέπει να προέλθει από έναν μόνο προμηθευτή - μια μονομερής εξάρτηση που θυμίζει επικίνδυνα την ενεργειακή σχέση της Ευρώπης με τη Μόσχα.
Όπως επισημαίνει η αναλύτρια, το 2024 η Ε.Ε. δαπάνησε συνολικά 315 δισ. ευρώ για εισαγωγές πετρελαίου, άνθρακα και LNG, εκ των οποίων μόλις τα 65 δισ. ευρώ αφορούσαν προϊόντα από τις ΗΠΑ. Άρα για να φτάσει στα 215 δισ. ευρώ (δηλαδή 250 δισ. δολάρια) ετησίως, η Ε.Ε. θα πρέπει να στραφεί σχεδόν αποκλειστικά σε ένα και μόνο προμηθευτή – παρά τις δεσμεύσεις της για διαφοροποίηση των πηγών τροφοδοσίας .
Μείωση της ζήτησης για αέριο
Η ιδέα ότι η Ε.Ε. θα μπορέσει να απορροφήσει τέτοιες ποσότητες LNG από τις ΗΠΑ είναι οικονομικά και τεχνικά ανέφικτη. Η ευρωπαϊκή ζήτηση φυσικού αερίου μειώνεται σταθερά, καταγράφοντας πτώση 20% τα τελευταία τρία χρόνια, λόγω της αύξησης των ανανεώσιμων πηγών και των πολιτικών εξοικονόμησης ενέργειας.
Ταυτόχρονα, η αγορά LNG είναι εξαιρετικά ευμετάβλητη, ενώ το καύσιμο παραμένει ακριβό — ειδικά όταν προέρχεται από τις ΗΠΑ, όπου τιμολογείται σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με άλλες χώρες προέλευσης όπως το Κατάρ ή η Αλγερία. Μόνο τα τελευταία τρία χρόνια, η Ε.Ε. δαπάνησε περίπου 100 δισ. ευρώ για LNG από τις ΗΠΑ — σχεδόν το ήμισυ του συνολικού κόστους των εισαγωγών LNG.
Οι κλιματικοί στόχοι
Πέρα όμως από τα γεωπολιτικά και οικονομικά ρίσκα, η συμφωνία αντιστρατεύεται τους κλιματικούς στόχους της Ε.Ε. Η προώθηση του LNG -ενός καυσίμου που προκαλεί εκπομπές μεθανίου– θέτει σε κίνδυνο τον φιλόδοξο στόχο της Ε.Ε. για μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου κατά 90% έως το 2040, σε σχέση με το 1990.
Η εισαγωγή τεράστιων ποσοτήτων LNG όχι μόνο εγκλωβίζει την Γηραιά Ήπειρο σε μια μακροχρόνια εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα, αλλά επίσης υπονομεύει την εφαρμογή του νέου Κανονισμού για το Μεθάνιο, δημιουργώντας και οικονομικές επιπτώσεις συμμόρφωσης για τις επιχειρήσεις.
Επενδύσεις στις ΑΠΕ
Όπως σημειώνει η αναλύτρια του IEEFA, αντί να δαπανήσει 750 δισ. δολάρια για την εισαγωγή ενέργειας από τις ΗΠΑ, η Ε.Ε. θα μπορούσε με αυτά τα κεφάλαια να αναπτύξει 321 GW φωτοβολταϊκά πάρκα μεγάλης κλίμακας, 151 GW υπεράκτιων αιολικών και 74 GW χερσαίων αιολικών, αυξάνοντας κατά περίπου 90% την εγκατεστημένη ισχύ έργων ΑΠΕ.
Το κόστος εγκατάστασης για φωτοβολταϊκά μεγάλης κλίμακας έχει μειωθεί πάνω από 50% την τελευταία δεκαετία, ενώ το 2024 σχεδόν το 47% της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ε.Ε. προήλθε από ανανεώσιμες πηγές. Η ενίσχυση των ΑΠΕ αυξάνει την ενεργειακή ασφάλεια και ανοίγει τον δρόμο για μείωση των τιμών ηλεκτρισμού.
Στον αντίποδα, η συμφωνία με τις ΗΠΑ δείχνει πως η Ευρώπη δεν έχει αντλήσει επαρκή διδάγματα από την κρίση ενεργειακής ασφάλειας, που μάστισε τη Γηραιά Ήπειρο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.