Κατακερματισμένη βρίσκουν την Ευρώπη και οι αντιδράσεις απέναντι στην εμπορική συμφωνία Ντόναλντ Τραμπ και Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν το βράδυ της Κυριακής. Σε μία παράσταση που έδωσε ο Αμερικανός πρόεδρος στην αίθουσα χορού του απέραντου -ιδιοκτησίας του θέρετρου γκολφ Τέρνμπερι στη δυτική ακτή της Σκωτίας, χαρακτήρισε, με το συνήθη υπερθετικό του τόνο, τη συμφωνία ως τη μεγαλύτερη που έγινε ποτέ, με την επικεφαλής της Κομισιόν να αποδέχεται την χειραψία, παρότι ακίνητη έως «ξύλινη», στη μεγάλη πράσινη βελούδινη καρέκλα, όπως περιγράφει τη σκηνή η γαλλική εφημερίδα Le Monde.
Η επόμενη ημέρα βρίσκει την Ευρώπη ακόμη πιο διαιρεμένη και πιο αδύναμη με τις 27 χώρες μέλη να επιλέγουν αυτό που θεωρούσαν το μικρότερο κακό: έναν μη ισορροπημένο συμβιβασμό που ευνοεί τις ΗΠΑ αντί να διακινδυνεύσουν έναν πλήρη εμπορικό πόλεμο με απρόβλεπτες συνέπειες.
Έντονες πολιτικές αντιδράσεις
Ο Γάλλος πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση στην Κομισιόν, κάνοντας λόγο για υποταγή της Ευρώπης και για «σκοτεινή ημέρα».
Ο Γάλλος υπουργός Εμπορίου, Λορέν Σαιν Μαρτέν, ζήτησε από την ΕΕ να συνεχίσει να πιέζει περαιτέρω για νέους εμπορικούς όρους με τις ΗΠΑ, αναλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, δράση στον τομέα των υπηρεσιών και χρησιμοποιώντας τα εργαλεία κατά του οικονομικού καταναγκασμού της ΕΕ, δήλωσε στο ραδιόφωνο France Inter. Από την πλευρά του, ο Γάλλος υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Μπέντζαμιν Χαντάντ, χαρακτήρισε τη συμφωνία «μη ισορροπημένη» και προειδοποίησε ότι εάν οι Ευρωπαίοι δεν ξυπνήσουν, οι δυσκολίες των άλλων θα φαίνονται λίγες, μπροστά στη δική μας παρακμή.
Άκρως επικριτικός και ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν, χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία «χειρότερη» από εκείνη που πέτυχε η Βρετανία. «Δεν ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ που κατέληξε σε συμφωνία με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ήταν μάλλον ο Ντόναλντ Τραμπ που έφαγε την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για πρωινό », δήλωσε ο Ούγγρος ηγέτης στο Facebook.
Ο Βέλγος πρωθυπουργός Μπαρτ Ντε Βέβερ ήταν αυτός που χαρακτήρισε πιο εύστοχα την ατμόσφαιρα μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών: «Είναι μια στιγμή ανακούφισης, αλλά όχι εορτασμού». Ο Γερμανός Καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς και η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι χαιρέτισαν τη συμφωνία χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό.
Επίσης, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ υποστήριξε ότι αυτή η συμφωνία θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποβιομηχάνιση της Ευρώπης, σε μεταφορά επενδύσεων από την Ευρώπη στις ΗΠΑ και, φυσικά, αυτό θα είναι ένα πολύ σκληρό πλήγμα.
Ο αντίκτυπος στη βιομηχανία
Ο μεγαλύτερος βιομηχανικός φορέας της Γερμανίας, η Ομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), προειδοποίησε, σύμφωνα με τους FT, ότι η συμφωνία είναι ένας ανεπαρκής συμβιβασμός που στέλνει ένα μοιραίο μήνυμα στις οικονομίες της ΕΕ και των ΗΠΑ.
Αξιωματούχοι της βιομηχανίας στη Γερμανία προειδοποίησαν ότι η συμφωνία αφήνει την αυτοκινητοβιομηχανία εκτεθειμένη και θα καταστήσει τις εταιρείες στην Ευρώπη λιγότερο ανταγωνιστικές, με το μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της BDI, Βόλφγκανγκ Νίντερμαρκ, να χαρακτηρίζει τη συμφωνία «ανεπαρκή συμβιβασμό» που στέλνει ένα καταστροφικό μήνυμα στις οικονομίες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Την έντονη ανησυχία τους εκδήλωσαν και οι Ιταλοί οινοπαραγωγοί που ο κλάδος δεν εξασφάλισε απαλλαγή από το δασμό 15% - τουλάχιστον επί του παρόντος.
Το πρόβλημα ωστόσο έχει ξεκινήσει από πιο νωρίς. Η αυτοκινητοβιομηχανία, ένας παγκοσμιοποιημένος τομέας, ήταν η πρώτη που κλονίστηκε: Η Stellantis (η οποία περιλαμβάνει την Peugeot, την Citroën, την Chrysler, τη Fiat και άλλες) ανακοίνωσε επιβάρυνση 300 εκατ. ευρώ και η Volkswagen 1,3 δις. ευρώ.
Η χημική βιομηχανία έχει αντιμετωπίσει μια παρόμοια ανησυχητική κατάσταση: Πέντε ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν εκδώσει προειδοποιήσεις για τα κέρδη τους, τονίζοντας ότι η ζήτηση στις ΗΠΑ έχει μειωθεί. Το ίδιο ισχύει και για την ένδυση: Η Puma εξέδωσε προειδοποίηση για τα κέρδη, με την τιμή της μετοχής της να μειώνεται περισσότερο από 15% την Παρασκευή, ενώ η Nike ανακοίνωσε ότι οι δασμοί της κόστισαν 1 δολάριο.
Πριν από την ανακοίνωση της συμφωνίας της Κυριακής, η χαλυβουργία είχε καλέσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υιοθετήσει μια πιο αυστηρή στάση. «Ο καταστροφικός αντίκτυπος των αμερικανικών δασμών, ο οποίος μόλις αρχίζει να υλοποιείται», δήλωσε ο Χένρικ Άνταμ, πρόεδρος της EUROFER, της ευρωπαϊκής ένωσης χαλυβουργικών βιομηχανιών.
Μια συμμαχία 10 κρατών μελών της ΕΕ σχηματίστηκε στην Κοπεγχάγη στις 18 Ιουλίου, με γαλλική πρωτοβουλία. Αυτή η άτυπη λέσχη περιλαμβάνει αρκετές μεγάλες βιομηχανικές χώρες, όπως η Ιταλία, η Πολωνία, η Τσεχική Δημοκρατία και η Ουγγαρία, αλλά όχι τη Γερμανία, τη βιομηχανική δύναμη της Ευρώπης. Κάλεσε την Ευρώπη να υιοθετήσει μια πιο αυστηρή στάση εμπορικής πολιτικής απέναντι στις ΗΠΑ - την οποία δεν πέτυχε - και ζήτησε από την Επιτροπή να αναθεωρήσει τον μηχανισμό προσαρμογής των συνόρων άνθρακα της ΕΕ για την προστασία των ευρωπαϊκών βιομηχανιών από τον ξένο ανταγωνισμό και την ενσωμάτωση νέων ευρωπαϊκών προτιμησιακών κριτηρίων στις αγορές δημοσίων συμβάσεων.
Ο τομέας των καλλυντικών, από την άλλη πλευρά, προτίμησε να ζητήσει μια πιο ήπια προσέγγιση. Ο τομέας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ, οι οποίες αποτελούν την κύρια αγορά εξαγωγών για τους Γάλλους κατασκευαστές κρέμας και αρωμάτων, καθώς ένα στα πέντε γαλλικά μπουκάλια αρωμάτων πωλείται εκεί.
Οι προβλέψεις οικονομολόγων
Οικονομολόγοι της Commerzbank προειδοποίησαν ότι οι εξαγωγές της ΕΕ προς τις ΗΠΑ θα μειωθούν κατά περίπου ένα τέταρτο τα επόμενα δύο χρόνια λόγω των αμερικανικών δασμών.
Η συμφωνία θα αυξήσει τους μέσους εισαγωγικούς δασμούς κατά «περισσότερες από 10 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με πέρυσι», ανέφερε η γερμανική τράπεζα. «Αυτό θα δυσκολέψει σημαντικά την πρόσβαση πολλών εταιρειών στην πιο σημαντική ξένη αγορά τους», πρόσθεσε.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg, Χόλγκερ Σκμίντινγκ, εκτίμησε ότι οι δασμοί θα εξαλείψουν 0,3 ποσοστιαίες μονάδες από την ανάπτυξη της ΕΕ κατά το τρέχον και το επόμενο έτος, αλλά πρόσθεσε ότι τα γερμανικά δημοσιονομικά κίνητρα θα αντισταθμίσουν το μεγαλύτερο μέρος της ζημίας.
Μια «ασύμμετρη» συμφωνία
Εξαιρέσεις έχουν εξασφαλιστεί για διάφορες κατηγορίες αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των αεροσκαφών και εξαρτημάτων τους, ορισμένων χημικών, ορισμένων γεωργικών προϊόντων και κρίσιμων πρώτων υλών, για τις οποίες δεν θα απαιτούνται δασμοί. Ο χάλυβας και το αλουμίνιο, που φορολογείται με 50%, θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστών διαπραγματεύσεων. Η συμφωνία παγώνει και τα αντίμετρα που είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν οι Ευρωπαίοι.
«Νομίζω ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε πού θα βρισκόμασταν την 1η Αυγούστου. Θα βρισκόμασταν στο 30%», τόνισε η φον ντερ Λάιεν στη συνέντευξη Τύπου μετά τη συνάντηση. Η Επιτροπή έκρινε ότι αυτός ο ρυθμός ήταν θανατηφόρος, καθώς θα είχε ουσιαστικά σταματήσει το διατλαντικό εμπόριο. Οι ΗΠΑ παραμένουν μακράν η μεγαλύτερη αγορά της Ευρώπης, με πωλήσεις αγαθών ύψους 532 δισ ευρώ το 2024. Με 15%, οι αξιωματούχοι πιστεύουν ότι το σοκ μπορεί να απορροφηθεί. «Είναι ασύμμετρο, αλλά όχι απαγορευτικό για τους περισσότερους τομείς», δήλωσε στη Le Monde ένας Ευρωπαίος διπλωμάτης.
Η συμφωνία συνοδεύτηκε από μια δέσμευση των Ευρωπαίων να αγοράσουν αμερικανικά ενεργειακά προϊόντα αξίας 750 δις. δολαρίων τα επόμενα τρία χρόνια, να επενδύσουν 600 δις. δολάρια στις ΗΠΑ και να αγοράσουν αμερικανικό στρατιωτικό εξοπλισμό σε ποσότητες που δεν έχουν ακόμη καθοριστεί - ένα τεράστιο ποσό, σύμφωνα με τον Τραμπ.
Οι φιλοδοξίες της ΕΕ έχουν συρρικνωθεί
Όλα αυτά τα σημεία πρέπει ακόμη να διευκρινιστούν, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει πραγματικές εξουσίες σε αυτούς τους τομείς. Πρωτίστως, δεν μπορεί να κάνει παραγγελίες στις αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενώ εάν αυτές οι υποσχέσεις οδηγήσουν σε αυξημένες αγορές αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου, θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες για το κλίμα. Η Επιτροπή δεν μπορεί επίσης να κάνει επενδύσεις για λογαριασμό εταιρειών. Παρ' όλα αυτά, όπως περίμεναν οι Ευρωπαίοι, ο Τραμπ έστησε μια παράσταση.
«Πρέπει να σφίξουμε τα δόντια μας», δήλωσε στη Le Monde ο διπλωμάτης. Η Επιτροπή, μη επιρρεπής στη λαϊκιστική ρητορική, δεν έχει κανένα συμφέρον να υιοθετήσει την τραμπική γλώσσα: Δηλώνοντας νίκη ή δείχνοντας υπερβολική ανακούφιση, θα μπορούσε να προκαλέσει αντιδράσεις.
Γεγονός είναι ότι οι ευρωπαϊκές φιλοδοξίες σταδιακά συρρικνώθηκαν. Αρχικά, η Επιτροπή ευελπιστούσε να πείσει την Ουάσινγκτον να δημιουργήσει μια διατλαντική ζώνη ελεύθερων συναλλαγών χωρίς δασμούς από καμία πλευρά. Αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι το ζήτημα ήταν πολύ έντονο για τον Ρεπουμπλικάνο. Οι Βρυξέλλες σκέφτηκαν στη συνέχεια ότι θα μπορούσαν να υπογράψουν μια συμφωνία με δασμό 10% στις ευρωπαϊκές εισαγωγές, με πιθανές εξαιρέσεις για τα αυτοκίνητα, πριν ο Τραμπ απειλήσει με συντελεστή 30%.
Ενώπιον αυτών των προκλήσεων, τα κράτη μέλη της ΕΕ είχαν διαφορετικές απόψεις ως προς το πώς να αντιδράσουν. Ορισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, πίστευαν ότι έπρεπε να κλιμακώσουν την αντιπαράθεση. Αλλά πολλές άλλες ήθελαν να αποφύγουν την αντιπαράθεση. Ορισμένες για οικονομικούς λόγους: Το 2024, η Γερμανία εξήγαγε αγαθά αξίας 161 δις. ευρώ στις ΗΠΑ, η Ιρλανδία 72 δις. ευρώ και η Ιταλία 65 δις. ευρώ. Αυτές οι τόσο εκτεθειμένες χώρες προτίμησαν να αποφύγουν μια ανοιχτή εμπορική σύγκρουση.
Άλλες, ειδικά εκείνες που βρίσκονται γεωγραφικά πιο κοντά στη Ρωσία, ανησυχούσαν ότι μία επιδείνωση των εμπορικών σχέσεων θα συνοδευόταν από μια επιταχυνόμενη αποδέσμευση των ΗΠΑ από την πλευρά της ασφάλειας. «Δεν μπορείς να διαχωρίσεις αυτές τις διαπραγματεύσεις από την υπόλοιπη διατλαντική σχέση», ανέφερε στη γαλλική εφημερίδα ανώτερος σκανδιναβός διπλωμάτης.
Τι μέλλει γενέσθαι
Τι ακολουθεί; «Αν κάνουμε μια συμφωνία με την ΕΕ, αυτή θα είναι η τελική μορφή της. Θα χρειαστούν, υποθέτω, τουλάχιστον αρκετά χρόνια πριν χρειαστεί καν να το συζητήσουμε ξανά», είπε ο Τραμπ.
Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι παραμένουν επιφυλακτικοί. Γιατί αν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό που πιστεύουν ότι έχουν διακρίνει στον Αμερικανό πρόεδρο, αυτό είναι η απρόβλεπτη φύση του.
Οι FT αναφέρουν ότι η ΕΕ έκανε αυτό το συμβιβασμό για να αποφύγει τα χειρότερα, που είναι σοβαρό λάθος. Σημείωσαν επίσης ότι είναι λάθος να πιστέψει κάποιος ότι αυτό που συμφωνήθηκε είναι η τελική λύση, ενδεχομένως να μην υπάρξει και τελική λύση.
Υπήρχαν έντονες διαφορές όχι μόνο μεταξύ των χωρών μελών αλλά και εντός της Κομισιόν, μεταξύ των κορυφαίων διαπραγματευτών της, με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να επιλέγει τελικά την επιφυλακτικότητα και την αποστροφή στο ρίσκο. Ωστόσο, στο τέλος η ΕΕ ανατράπηκε από το μεγαθήριο που λέγεται Τραμπ, ο οποίος υπολόγισε, σύμφωνα με τους FT, επακριβώς που βρίσκεται το όριο πόνου της ΕΕ.