Η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των επτά κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αύξησαν τις εκπομπές τους στους τομείς που υπάγονται στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ), δηλαδή την παραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας, την ενεργοβόρο βιομηχανία και τις αερομεταφορές. Σύμφωνα με τη νέα έκθεση του Green Tank με τίτλο «Τάσεις στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών στην ΕΕ και την Ελλάδα 2005-2024» για τις τάσεις εκπομπών των τομέων που υπάγονται στο ΣΕΔΕ για το διάστημα 2005-2024, η χώρα μας καταγράφει και μια αρνητική πρωτιά. Για πρώτη φορά το 2024 καταγράφηκαν εκπομπές στον τομέα της Nαυτιλίας με 62.2 εκατ. τόνους, με την Ελλάδα να είναι πρώτη σε συνεισφορές με 11,2 εκατ. τόνους. Aκολούθησαν η Ιταλία και η Ισπανία ενώ η χώρα μας καταγράφει αλματώδη αύξηση στις εκπομπές των αερομεταφορών (+10.5% σε σχέση με το 2023 και διπλάσιες από τις εκπομπές του 2013).
Οι επιδόσεις της ΕΕ και η θέση της Ελλάδας
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα και άλλα έξι κράτη κατέγραψαν αύξηση στις εκπομπές των τομέων που υπάγονται στο ΣΕΔΕ για το διάστημα μεταξύ 2023-2024, η γενική εικόνα για τα κράτη – μέλη της ΕΕ είναι ότι καταγράφηκε μείωση 5.2% από τους τρεις τομείς. Πιο αναλυτικά, το 2024, αθροιστικά, οι εκπομπές των τριών τομέων έφτασαν σε χαμηλό εικοσαετίας με 1,065.6 εκατ. τόνους. Τη μεγαλύτερη συνεισφορά είχαν τέσσερις χώρες, η Γερμανία, η Πολωνία, η Ιταλία και η Ισπανία, που ήταν υπεύθυνες για το 58.3% των συνολικών εκπομπών της ΕΕ-27.
Οι εκπομπές από τους τομείς της παραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας και της ενεργοβόρου βιομηχανίας μειώθηκαν κατά 51.2% μεταξύ 2005 και 2024, φέρνοντας την ΕΕ-27 πιο κοντά στον στόχο του -62% το 2030. Πρωτοπόρα κράτη μέλη ήταν το Λουξεμβούργο, η Πορτογαλία και η Δανία. Στον αντίποδα βρίσκονται η Κύπρος, η Σουηδία και η Πολωνία.
Η Ελλάδα κατατάσσεται 6η μεταξύ των κρατών μελών ως προς τη μείωση των εκπομπών από τους τομείς της παραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας και της ενεργοβόρου βιομηχανίας μεταξύ του 2005 και του 2024 (-63.9%), 10 θέσεις πιο ψηλά από την ΕΕ (-51.2%).
Ωστόσο, το 2024, η χώρα μας σημείωσε μικρότερη πρόοδο σε σχέση με το 2023 στον τομέα παραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας, αφού η ΕΕ σημείωσε χαμηλό 20ετίας, ενώ στην Ελλάδα καταγράφηκε αύξηση, η οποία προήλθε από την αυξημένη χρήση ορυκτού αερίου για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τμήμα της οποίας εξάχθηκε σε γειτονικές χώρες. Ταυτόχρονα, αμελητέα μείωση καταγράφηκε το 2024 σε σχέση με το 2023 στις βιομηχανικές εκπομπές στην Ελλάδα (-0.3%), με τις μονάδες παραγωγής τσιμέντου να παρουσιάζουν μείωση (-6.9%), ενώ τα διυλιστήρια αύξηση του ανθρακικού τους αποτυπώματος (+2.7%).
Σύμφωνα με την έκθεση, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ορυκτό αέριο ήταν η πιο ρυπογόνος δραστηριότητα του 2024 με 8.2 εκατ. τόνους. Ακολούθησαν οι δύο μεγαλύτεροι κλάδοι της ελληνικής βιομηχανίας, η διύλιση πετρελαίου (6 εκατ. τόνοι) και η παραγωγή τσιμέντου (4.4 εκατ. τόνοι). Στην τέταρτη θέση έπεσε για πρώτη φορά η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή με 4.3 εκατ. τόνους.
Ο λιγνιτικός σταθμός Αγ. Δημητρίου παραμένει διαχρονικά ο μεγαλύτερος ρυπαντής ενώ ακολουθούν τρία διυλιστήρια και μια ναυτιλιακή εταιρεία, που εισήχθη για πρώτη φορά στο ΣΕΔΕ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανία έλαβε το 2024 συνολικές επιδοτήσεις ύψους €27.24 δις μέσω της παροχής 420.78 εκατομμυρίων δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών, που ισοδυναμεί με το 70% των εσόδων δημοπράτησης ύψους 38.81€ που έλαβαν όλα τα κράτη μέλη το ίδιο έτος.