Τις επιπτώσεις της κλιμάκωσης του εμπορικού πολέμου στην οικονομία της Κίνας αλλά και τα μέτρα που αναμένεται να εφαρμόσει για να θωρακιστεί έναντι στην δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ αναλύει το τελευταίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank για την Παγκόσμια Οικονομία.
Όπως επισημαίνεται, ο εμπορικός πόλεμος που ξεκίνησε η κυβέρνηση Τραμπ το 2018 σηματοδότησε μία στροφή στις οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, αντανακλώντας ευρύτερες παγκόσμιες εμπορικές εντάσεις. Η Κίνα είναι μία από τις ελάχιστες οικονομίες που ξεκίνησαν να μειώνουν την εξάρτησή της από την οικονομία των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Προέδρου Τραμπ. Ωστόσο, με τη δεύτερή του θητεία, ο κόσμος αντιμετώπισε ένα νέο κύμα εμπορικού προστατευτισμού. Τούτο οδήγησε την Κίνα να γίνει περισσότερο αυτάρκης σε κρίσιμους τομείς, όπως τα ορυκτά και η καινοτομία. Επιπλέον, η περιορισμένη πρόσβαση στην αμερικανική τεχνολογία ανάγκασε την Κίνα να επενδύσει και να ενισχύσει τις δικές της τεχνολογίες.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Alpha Bank, σε περίπτωση που ενταθεί ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο μεγάλων οικονομιών, οι προοπτικές ανάπτυξης της Κίνας θα αναθεωρηθούν προς τα κάτω. Ωστόσο, εκτός από την άμεση επίδραση των δασμών στις εξαγωγές της Κίνας (δασμοί 145% στο εμπόριο με τις ΗΠΑ, εξαιρουμένων ορισμένων ηλεκτρονικών ειδών), το υψηλό επίπεδο αβεβαιότητας σε παγκόσμιο επίπεδο εξαιτίας της εμπορικής πολιτικής Τραμπ είναι πιθανό να πλήξει τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές και να έχει, επίσης, αρνητικές δευτερογενείς επιδράσεις στην Κίνα. Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), η συνολική επίπτωση του εμπορικού πολέμου υπολογίζεται ότι μπορεί να αφαιρέσει 0,5 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) από το ΑΕΠ της Κίνας το 2025 και αντίστοιχα 0,6 π.μ. το 2026.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η πρόσφατη ανάλυση της εταιρείας Nomura (“How U.S. Tariffs Could Reshape China's Economic Landscape by 2025”, Απρίλιος 2025). Σύμφωνα με την ανάλυση, οι κλιμακούμενες εμπορικές εντάσεις ΗΠΑ-Κίνας επηρεάζουν αρνητικά την οικονομική δυναμική της Κίνας. Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν περίπου το 15% των εξαγωγών αγαθών της Κίνας, οι ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις είναι σημαντικές. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι μία μείωση κατά 50% των εξαγωγών από την Κίνα δύναται να οδηγήσει σε συρρίκνωση κατά 1,1% του ΑΕΠ της Κίνας. Οι απώλειες θέσεων απασχόλησης είναι εξίσου ανησυχητικές. Η Nomura προβλέπει 1,2-2 εκατ. θέσεις εργασίας ότι θα τεθούν σε κίνδυνο σε βιομηχανίες, όπως η κλωστοϋφαντουργία, τα ηλεκτρονικά προϊόντα και τα μηχανήματα, οι οποίες είναι πολύ εκτεθειμένες στους δασμούς των ΗΠΑ. Αυτά τα στοιχεία υπογραμμίζουν το πόσο εύθραυστη είναι η αγορά εργασίας της χώρας, όπου μόνο η απασχόληση στη μεταποίηση στηρίζει δεκάδες εκατομμύρια εργαζομένους.
Επίσης, ενδεχόμενες αρρυθμίες στην εφοδιαστική αλυσίδα κα μειωμένη επιχειρηματική εμπιστοσύνη θα μπορούσαν να περιορίσουν περαιτέρω την αγορά ακινήτων, αλλά κυρίως την εγχώρια κατανάλωση που αποτελεί βασικό πυλώνα της αναπτυξιακής στρατηγικής της Κίνας. Τα παραπάνω σκιαγραφούν μία εικόνα παρατεταμένης περιόδου προσαρμογής της οικονομίας.
Η μεγάλη σημασία του μεταποιητικού κλάδου της Κίνας επιβεβαιώνεται από τα εξής δεδομένα: Σήμερα η μεταποίηση συνεισφέρει περίπου το 25% του ΑΕΠ της κινεζικής οικονομίας, ενώ αντιπροσώπευε το 29% της παγκόσμιας μεταποιητικής παραγωγής το 2023 (Γράφημα 2). Το στοιχείο αυτό κατατάσσει τη χώρα σχεδόν 12 ποσοστιαίες μονάδες μπροστά από τις ΗΠΑ που είχαν τον μεγαλύτερο μεταποιητικό κλάδο παγκοσμίως έως το 2010, όταν η Κίνα τον ξεπέρασε. Η εξάρτηση από τον μεταποιητικό κλάδο της κινεζικής οικονομίας, την καθιστά αναμφίβολα περισσότερο ευάλωτη στις εμπορικές εντάσεις.
Δεδομένου ότι ο εμπορικός πόλεμος θα έχει σημαντική αρνητική επίδραση στην κινεζική οικονομία, είναι πολύ πιθανό η Κίνα να συνεχίσει να επιδιώκει τον υψηλό στόχο ανάπτυξης (περίπου 5% για το 2025), εφαρμόζοντας συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής. Τα αντίμετρα της Κίνας (δασμοί 125% στα αμερικανικά προϊόντα) είναι μόνο μια πτυχή της απάντησής της, με την κυβέρνηση να ανακοινώνει μία σειρά μέτρων τόνωσης για να αντισταθμίσει τους κινδύνους.
Οι φορείς χάραξης πολιτικής έχουν δεσμευτεί να ενισχύσουν τη νομισματική/δημοσιονομική στήριξη και παράλληλα να επιταχύνουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να αμβλύνουν τον αντίκτυπο των δασμών στην οικονομία. Τα βασικά μέτρα που θα εφαρμόσουν είναι:
- Αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών, ώστε να ενισχυθεί η εγχώρια καταναλωτική δαπάνη (π.χ. δημοσιονομικές μεταβιβάσεις προς νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα) και επενδύσεις στη μεταποίηση και τις υποδομές.
- Μειώσεις επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα της Κίνας και ενδεχομένως υποτίμηση του κινεζικού νομίσματος (γουάν) έναντι του δολαρίου. Ωστόσο, οι κινήσεις αυτές εκτιμάται ότι θα είναι σταδιακές και ήπιες (εντός του εύρους συναλλαγών του 2%), καθώς μία πιο δραματική υποτίμηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αστάθεια στη διεθνή αγορά συναλλάγματος (“Is China ready for a trade war?”, Nordea Bank, Απρίλιος 2025).
- Η Κυβέρνηση με βάση συγκεκριμένες οδηγίες προτρέπει τις εμπορικές τράπεζες της Κίνας να μειώσουν τα επιτόκια δανείων φυσικών προσώπων, να αυξήσουν την πιστωτική επέκταση και να χαλαρώσουν τα πιστωτικά κριτήρια (“How will trade tensions impact China’s economy?”, J.P. Morgan, Απρίλιος 2025).
Βραχυπρόθεσμα, ο συνδυασμός ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας, πιο χαλαρής νομισματικής πολιτικής και στοχευμένης δημοσιονομικής τόνωσης μπορεί να μετριάσει τον αντίκτυπο της άμεσης διαταραχής στην οικονομία. Επιτρέποντας τη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας γουάν/δολαρίου (CNY/USD) εντός συγκεκριμένων ορίων, θα συμβάλει στη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών της Κίνας εν μέσω εμπορικών εντάσεων.
Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, οι δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές στήριξης δεν μπορούν να επιλύσουν τις αρνητικές επιπτώσεις που σχετίζονται με τον εμπορικό πόλεμο. Η Κίνα θα πρέπει να στραφεί προς την ενίσχυση της εσωτερικής της ζήτησης και την αύξηση της βιομηχανικής της ικανότητας, ώστε να θωρακιστεί περισσότερο έναντι εξωτερικών διαταραχών. Επιπλέον, μία σημαντική στρατηγική επιλογή είναι η περαιτέρω εμπορική διαφοροποίησή της, εμβαθύνοντας τους οικονομικούς δεσμούς της με άλλες αναδυόμενες αγορές όπως το Βιετνάμ και την Ταϊλάνδη, γεγονός που παρατηρείται τα τελευταία έτη (Γράφημα 3) και προχωρώντας σε ανακατεύθυνση των ροών εμπορίου και κεφαλαίων σε γεωπολιτικά φιλικές (friend-shoring) ή κοντινές χώρες (near-shoring).
Επίσης, καίριας σημασίας είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας της εφοδιαστικής της αλυσίδας στο πλαίσιο του αυξανόμενου εμπορικού προστατευτισμού. Η ενίσχυση αυτή θα συμβάλει στην ομαλή λειτουργία των διεθνών εμπορικών, μετριάζοντας τον κίνδυνο του παγκόσμιου οικονομικού κατακερματισμού.
Ωστόσο, ο πιο σημαντικός λόγος αισιοδοξίας απορρέει από την πορεία της Κίνας στον τομέα της καινοτομίας, η οποία μπορεί να καθορίσει και να ενισχύσει την αναπτυξιακή της τροχιά και τις επενδυτικές ευκαιρίες την επόμενη δεκαετία, ενώ έχουν ξεκινήσει οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας για το ζήτημα των δασμών. Η εγχώρια τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης (AI) προσέφερε τη δυνατότητα στις κινεζικές εταιρείες να εφαρμόσουν καινοτόμες μεθόδους στα πλαίσια της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.
Για παράδειγμα, εκτός από το DeepSeek (κινεζικό chatbot ΑΙ, αντίστοιχο του ChatGTP), πολλές εμπορικές εφαρμογές έχουν κατασκευαστεί εξαιρετικά γρήγορα. Όχι μόνο το AI, αλλά και άλλες τεχνολογίες, όπως τα ρομπότ και τα αυτόνομα οχήματα, έχουν ενισχύσει την αισιοδοξία για τις μελλοντικές δυνατότητες της Κίνας. Ενώ, λοιπόν, οι δασμοί απειλούν κινεζικούς κλάδους που εξαρτώνται από την αγορά των ΗΠΑ, παράλληλα, επιταχύνουν τις τάσεις εκείνες που ευνοούν την ανάπτυξη των εγχώριων «πρωταθλητών», οι οποίοι μπορούν να ηγηθούν της εγχώριας επιχειρηματικής δραστηριότητας τα επόμενα χρόνια.