Την προτίμησή τους στις γερμανικές μετοχές έναντι των γαλλικών επισημαίνουν σε έκθεσή τους οι αναλυτές στρατηγικής της Barclays, υπογραμμίζοντας το γεγονός πως η γαλλική οικονομία παρουσιάζει μακροπρόθεσμα αδύναμα δημοσιονομικά και αναπτυξιακά μεγέθη, ενώ παράλληλα τονίζουν πως το ενδεχόμενο κερδοσκοπίας στα γαλλικά ομόλογα έχει αυξηθεί ανησυχητικά.
Όπως αναφέρεται στο σημείωμα των αναλυτών του βρετανικού οίκου, και οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης βρίσκονται αμφότερες σε δυσχερή θέση. Από τη μία, η Γερμανία, η οποία βλέπει την ύφεση στο μεταποιητικό κλάδο να σταθεροποιείται και να την μετατρέπει σε ουραγό της ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ, ενώ η πρόσφατη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού και η προκήρυξη εκλογών για τις αρχές του νέου έτους με αφορμή την κατάρτιση του προϋπολογισμού δημιουργούν ένα ρευστό πολιτικό σκηνικό με απροσδιόριστη κατάληξη.
Διαβάστε ακόμα - Γαλλία: Ο νέος τρόμος στις αγορές κρατικού χρέους – Τα πρόθυρα πολιτικής κρίσης και οι «πυροσβεστικές» κινήσεις
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Barclays, η θέση της Γαλλίας είναι ακόμα χειρότερη. Μπλεγμένη σε κυκεώνα πολιτικής αβεβαιότητας, με τελευταίο επεισόδιο την ήττα της κυβέρνησης Μακρόν στις βουλευτικές εκλογές του καλοκαιριού και τον σχηματισμό μίας κυβέρνησης υπό τον οικονομολόγο Μισέλ Μπαρνιέ που δεν απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου, το κόστος δανεισμού της Γαλλίας έχει εκτοξευθεί τους τελευταίους μήνες, καθώς η πολιτική αστάθεια μπορεί μόνο να τρομάξει τις διεθνείς αγορές, φτάνοντας να ξεπερνάει ακόμα και το ελληνικό κόστος δανεισμού.
Παράλληλα, το υψηλό γαλλικό δημόσιο χρέος προκαλεί νέους πονοκεφάλους στους επενδυτές, με την δαμόκλειο σπάθη της υποβάθμισης της πιστοληπτικής της ικανότητας από τους οίκους αξιολόγησης να εξακολουθεί να κρέμεται πάνω από την εγχώρια οικονομία, ενώ την ίδια στιγμή το ενδεχόμενο νέας ακυβερνησίας με αφορμή την καταψήφιση του προϋπολογισμού για το 2025 είναι κάτι παραπάνω από ορατό.
Σύμφωνα με το CNBC, ο προϋπολογισμός που κατάρτισε ο Μπαρνιέ και τέθηκε προς ψήφιση στο Κοινοβούλιο προβλέπει δραστική μείωση των κρατικών δαπανών και αύξηση της φορολογίας κατά 60 δισ. ευρώ, θα αποτελέσει το κρας τεστ για την επιβίωση της κυβέρνησης, με την αριστερή αντιπολίτευση του Νέου Λαϊκού Μετώπου ωστόσο να απειλεί με κατάθεση πρόταση μομφής, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε παραχωρήσεις προς την ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση σε αντάλλαγμα για την στήριξη στην ψηφοφορία του Κοινοβουλίου.
«Ο συμβιβασμός για τον γαλλικό προϋπολογισμό παραμένει δυνατός. Αλλά οποιαδήποτε ανακούφιση μπορεί να είναι βραχύβια. Δεν υπάρχει εύκολη λύση στο πολιτικό αδιέξοδο, ενώ τα μακροπρόθεσμα δημοσιονομικά και αναπτυξιακά μεγέθη παραμένουν φτωχά», δήλωσαν οι στρατηγικοί αναλυτές της Barclays, προσθέτοντας ότι διατηρούν την προτίμησή τους για τον δείκτη DAX της Φρανκφούρτης σε σχέση με τον δείκτη CAC 40 του Παρισιού.
Παράλληλα, εκτός από τη βραχυπρόθεσμη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, η Barclays διαπίστωσε ότι η μεσοπρόθεσμη ασυμμετρία κινδύνου δεν ήταν «καλή» για τις γαλλικές αγορές και ότι «οι ανησυχίες για την πολιτική αστάθεια και τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική τροχιά μπορεί να συνεχιστούν». Ωστόσο, η Barclays είπε ότι οι τυχόν αρνητικές επιπτώσεις στη ζώνη του ευρώ θα είναι περιορισμένες.
Η αριστερή συμμαχία του Νέου Λαϊκού Μετώπου της Γαλλίας έχει δηλώσει ότι θα καταθέσει ψήφο εμπιστοσύνης αν ο Μπαρνιέ προσπαθήσει να επιβάλει τον προϋπολογισμό – οπότε η κυβέρνηση μπορεί να χρειαστεί να κάνει παραχωρήσεις στο ακροδεξιό κόμμα Εθνικός Συναγερμός προκειμένου να περάσει την πρόταση.
Κάτι τέτοιο «θα ήταν αναμφισβήτητα μια ανακούφιση δεδομένης της υψηλής πριμοδότησης κινδύνου που ενσωματώνεται στα γαλλικά περιουσιακά στοιχεία», συνέχισαν οι στρατηγικοί αναλυτές της Barclays, ωθώντας ενδεχομένως το spread – τη διαφορά απόδοσης μεταξύ δύο ομολόγων – μεταξύ του γερμανικού και του γαλλικού κρατικού χρέους από περίπου 84 μονάδες βάσης σήμερα στο εύρος των 70 έως 75 μονάδων βάσης των τελευταίων μηνών. Αυτό πιθανότατα θα ενίσχυε τον χρηματιστηριακό δείκτη CAC κατά 2% έως 3%, ανέφεραν.
Ωστόσο, εάν η κυβέρνηση πέσει, η διαφορά αυτή θα μπορούσε να διευρυνθεί προς τις 100 μονάδες βάσης και να οδηγήσει τον CAC σε πτώση μεταξύ 4% και 5%, προειδοποίησαν και «οι επαγρυπνούντες των ομολόγων θα επέμβουν πιθανότατα σε περίπτωση που δεν σχηματιστεί σταθερή κυβέρνηση» ή εάν ο προϋπολογισμός δεν περάσει.
Το γαλλικό ασφάλιστρο κινδύνου είχε ήδη αυξηθεί κατά την πορεία προς τις εκλογές του καλοκαιριού, με το φάσμα μιας απόλυτης νίκης της ακροδεξιάς ή της αριστεράς να πυροδοτεί νεύρα για τη λαϊκιστική δημοσιονομική πολιτική που θα μπορούσε να αποτύχει να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες για το χρέος.