Γραφείο Προϋπολογισμού: Έκκληση για στοχευμένα μέτρα στήριξης με πολιτική συναίνεση -SOS για χρέος και ομόλογα 

Δήμητρα Καδδά
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Γραφείο Προϋπολογισμού: Έκκληση για στοχευμένα μέτρα στήριξης με πολιτική συναίνεση -SOS για χρέος και ομόλογα 
Στα 2 δισ. ευρώ το κόστος από μια μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα κατά 50%. Στα 30 δισ. η επιβάρυνση λόγω της πανδημίας. Τα 2 σενάρια για άνοδο του πληθωρισμού έως το 11,01% και επιβράδυνση της ανόδου του ΑΕΠ στο 2,21% φέτος. 

«Ακόμα και αν αποφασιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και για το 2023 ή μια ενδεχόμενη εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας μας είναι περιορισμένες» λόγω του υψηλού χρέους, και του βάρους 30 δισ. που προκάλεσε η πανδημία, ξεκαθαρίζει το Γραφείο Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην νέα τριμηνιαία έκθεση που παρουσίασε ο Συντονιστής Φραγκίσκος Κουτεντάκης. Απευθύνει ουσιαστικά έκκληση για πολιτική συναίνεση σε στοχευμένα μέτρα στήριξης και πηγές του ξεκαθαρίζουν πως μια οριζόντια μείωση κατά 50% στον ΕΦΚ καυσίμων που φέρνει έσοδα 4 δισ. ευρώ ετησίως, θα στερούσε από το δημόσιο ταμείο 2 δισ. ευρώ.

Περιγράφει επίσης τα 2 σενάρια του πολέμου που οδηγούν στη δυσμενή τους εκδοχή σε άνοδο του πληθωρισμού έως το 11,01% και σε επιβράδυνση της ανόδου του ΑΕΠ στο 2,21% φέτος, εξηγώντας πως υπόκειται σε τεράστιες αβεβαιότητες. Αλλά και εκτιμά πως το 2021 ο προϋπολογισμός έκλεισε με έλλειμμα 6% του ΑΕΠ, χαμηλότερο κατά 2,2 δισ. ευρώ από το στόχο.

Το «καμπανάκι» για τα δημοσιονομικά

Το Γραφείο επισημαίνει χαρακτηριστικά πως «κατανοούμε ότι η έντονη πολιτική πόλωση που επικρατεί δεν ενθαρρύνει τη δημοσιονομική υπευθυνότητα. Όμως η παράδοση της δημοσιονομικής πλειοδοσίας δεν καθιστά λιγότερο επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας απέναντι σε προκλήσεις με άγνωστη διάρκεια και έκβαση. Η δημοσιονομική ασφάλεια της χώρας απαιτεί μια ελάχιστη πολιτική συναίνεση πάνω στους κύριους άξονες στρατηγικής που θα ενισχύσει το κλίμα οικονομικής εμπιστοσύνης, θα βελτιώσει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, και κατ’ επέκταση θα καταστήσει περισσότερο διαχειρίσιμες τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Διαφορετικά, αν η χώρα μας οδηγηθεί σε νέα αύξηση του δημόσιου χρέους, κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δυσάρεστες δημοσιονομικές καταστάσεις».

«Οι πρωτοφανείς επεκτατικές πολιτικές που ασκήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν προκαλέσει μια σωρευτική δημοσιονομική επιδείνωση της τάξης των 30 δις ευρώ» εξηγεί το Γραφείο. Έτσι, «ο συνδυασμός μειωμένων φορολογικών εσόδων και αυξημένων δαπανών, παρότι αναγκαίος στις έκτακτες συνθήκες, δεν είναι βιώσιμος μεσοπρόθεσμα. Το ύψος του πρωτογενούς ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης και του δημόσιου χρέους σε συνδυασμό με την απουσία επενδυτικής βαθμίδας καθιστούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ιδιαίτερα ευάλωτα σε ενδεχόμενες διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά τη στήριξη από την ΕΚΤ».

Με βάση τα παραπάνω αναφέρει πως «η επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας αποτελεί μείζονα προτεραιότητα. Συνεπώς, όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, οι όποιες επεκτατικές παρεμβάσεις πρέπει να είναι προσωρινές και να περιοριστούν αποκλειστικά στην απορρόφηση του αυξημένου ενεργειακού κόστους με στόχευση στις ευάλωτες ομάδες. Αντίθετα, θα πρέπει να αποφευχθούν οριζόντιες παρεμβάσεις καθώς και μόνιμα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης που δεν σχετίζονται με το ενεργειακό κόστος».

Πηγές του Γραφείου αναφερόμενες στην «παράδοση δημοσιονομικής πλειοδοσίας» και στην ανάγκη ελάχιστης στοιχειώδους συναίνεσης εξηγούν πως «είναι προβληματικό και επικίνδυνο να μπούμε σε μία φάση ανταγωνισμού γύρω από το ποιος θα δώσει τα περισσότερα».....

Εξηγούν πως η δαπάνη για ένα οριζόντιο μέτρο όπως μία μείωση στον ειδικό φόρο κατανάλωσης θα μπορούσε με στοχευμένο τρόπο να κατανεμηθεί διαφορετικά σε αυτούς που πραγματικά το έχουν ανάγκη και εκτιμούν ως προτεραιότητα το πετρέλαιο θέρμανσης, το φυσικό αέριο και γενικότερα τη θέρμανση, ως πιο σημαντική από την αυτοκίνηση. Εξηγούν πως το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αφορά όλο τον κόσμο όλη την Ευρώπη, αλλά δεν υπάρχει μία αντίδραση συνολικά σε όλη την Ευρώπη. Ετσι, η Ελλάδα θα πρέπει να προσέξει να μην προχωρήσει σε μία πολιτική που θα αυξήσει ακόμα περισσότερο το δημόσιο χρέος.

Η Ελλάδα αν έχει ακόμα πιο υψηλό χρέος θα γίνεται όλο και δυσκολότερο τα επόμενα χρόνια να το επαναφέρει, αυτό είναι που μας ανησυχεί» αναφέρουν οι ίδιες πηγές. «Το πρόβλημα είναι ότι η καινούργια κρίση έρχεται πάνω στην προηγούμενη η οποία δεν πέρασε και δεν αποκαταστάθηκε η ισορροπία. Δεν είμαστε σε μία νορμάλ κατάσταση», και η νέα κρίση «έρχεται σε μία ήδη βεβαρημένη δημοσιονομικά κατάσταση» αναφέρουν.

Τα σενάρια

Το Γραφείο εκτιμά πως οι έκτακτες συνθήκες «δημιουργούν σημαντικές προκλήσεις για τη χώρα μας». Οι προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού για την οικονομική μεγέθυνση του 2022 ήταν στο 3,58% πριν την έναρξη της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και περιορίζονται στο 2,75% στο ήπιο σενάριο και 2,21% στο δυσμενές σενάριο ανάλογα με την έκταση των διαταραχών στις διεθνείς τιμές ενέργειας και τροφίμων καθώς και την επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ωστόσο, η τελική επίπτωση θα εξαρτηθεί από την διάρκεια του πολέμου, την έκβασή του και την αντίδραση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι επιπτώσεις του πολέμου αναμένεται να οδηγήσουν σε έντονες δημοσιονομικές πιέσεις τόσο από την πλευρά των εσόδων (λόγω οικονομικής επιβράδυνσης) όσο και από την πλευρά των δαπανών (πίεση για κάλυψη ενεργειακού κόστους).

Όσον αφορά τον πληθωρισμό, το σενάριο αναφοράς προέβλεπε 6,99% και αυξάνεται 7,43% στο ήπιο σενάριο και 11,01% στο δυσμενές σενάριο. Αναφέρεται πως οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια, ωστόσο μπορεί να εκληφθούν ως μια αρνητική διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού και σε υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας. Η τελική όμως επίπτωση θα εξαρτηθεί από την διάρκεια της σύγκρουσης, την τελική έκβασή της και από την αντίδραση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, όπως διαφαίνεται, οι αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου θα μεταδοθούν στην οικονομία μέσω αρκετών καναλιών, για παράδειγμα μέσω της αύξησης του κόστους ενέργειας, του περιορισμού των εμπορικών ροών, της επιδείνωσης της εμπιστοσύνης καθώς και μέσω αναταραχών στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.

Το Γραφείο, προκειμένου να εξεταστούν οι πιθανές οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου έβαλε στο υπόδειγμα παράγοντες που επηρεάζουν συνολικά την παγκόσμια ή την ευρωπαϊκή οικονομία, ενώ αφορά μόνο την Ελλάδα η υπόθεση για μια αύξηση του επιτοκίου των ελληνικών κρατικών ομολόγων (ως απόρροια της αυξημένης αποστροφής κινδύνου από τους διεθνείς επενδυτές για επενδύσεις σε χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος ως προς ΑΕΠ)…

Για την Ελλάδα ως δυσμενή σενάρια είναι η επιπλέον αύξηση κινδύνου δημόσιου δανεισμού με αύξηση επιτοκίου ελληνικών κρατικών ομολόγων κατά 1 ποσοστιαία μονάδα ή κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες

Στις διεθνείς συνέπειες, το σενάριο «βάσης» ξεκινά με το πετρέλαιο στα 80,2 δολάρια το βαρέλι και με το φυσικό αέριο (μέση διεθνής τιμή φυσικού αερίου στα 54 δολάρια. Στ δυσμενή σενάρια προβλέπεται αύξηση της μέσης διεθνούς τιμής αργού πετρελαίου (βαρέλι) κατά 25 ή 50 δολάρια, αύξηση της μέσης διεθνούς τιμής τροφίμων (Food price index, IMF) κατά 25% ή 50% και αύξηση της μέσης διεθνούς τιμής φυσικού αερίου (ισοδύναμο βαρελιού πετρελαίου) κατά 50 ή 100 δολάρια.

Εξηγεί πως οι ανωτέρω προβλέψεις βασίζονται στην υπόθεση ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα κρατήσει αμετάβλητα τα επιτόκια, αλλά και πως δεν θα υλοποιηθεί κάποια σημαντική εγχώρια δημοσιονομική επέκταση. Προφανώς, μια πιο περιοριστική νομισματική πολιτική θα οδηγούσε σε χαμηλότερο πληθωρισμό και χαμηλότερη ανάπτυξη, ενώ μια πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα ενίσχυε το ρυθμό ανάπτυξης αλλά θα επιβάρυνε περισσότερο το δημόσιο χρέος. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι δεν έχουν εξετασθεί ακραία σενάρια όπως διακοπές λειτουργίας παραγωγικών μονάδων, ή ελλείψεις στις αγορές εμπορευμάτων καθώς οι οικονομικές τους επιπτώσεις δεν μπορούν να υπολογιστούν. Με βάση τα παραπάνω αλλά και τον εξαιρετικά υψηλό βαθμό αβεβαιότητας αναφορικά με τη διάρκεια και την έκβαση του πολέμου, οι προβλέψεις είναι ενδεικτικές.

Η καλή πορεία πριν….

Το 2021 παρ όλα αυτά αναφέρεται πως έκλεισε με σημαντική ανάκαμψη και με μειωμένη ανεργία. Αλλά και με υψηλό έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου και με υψηλό πληθωρισμό αλλά και με άνοδο στο δείκτη τιμών παραγωγού στη βιομηχανία και εισαγωγών στη βιομηχανία άνω του 31% τον Ιανουάριο, ένα μέρος των οποίων θα αρχίσει σταδιακά θα περνάει και τα αγαθά.

Αναφέρεται πως ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2021 διαμορφώθηκε σε 8,3% από -9,0% το 2020 και το πραγματικό ΑΕΠ είναι οριακά μικρότερο από το επίπεδο του 2019 (181 δις ευρώ έναντι 183,6 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές 2015). Το ποσοστό ανεργίας του Δεκεμβρίου 2021 (12,8%) είναι αισθητά μειωμένο σε σχέση με το προηγούμενο έτος (15,5%) ενώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (10,6 δις ευρώ) παραμένει σε ονομαστικούς όρους κοντά στο επίπεδο του 2020 αλλά σημαντικά υψηλότερο από το 2019 (2,7 δις ευρώ). Ο πληθωρισμός με βάση των εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή συνεχίζει να αυξάνεται (6,3% τον Φεβρουάριο 2022) εξαιτίας των μεγάλων αυξήσεων στις τιμές της στέγασης (26,3%), των μεταφορών (8,8%) και των ειδών διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών (7,2%).

Μικρότερο έλλειμμα το 2021 – πιέσεις στα ομόλογα φέτος – καμπανάκι πολέμου

Τα ετήσια δημοσιονομικά στοιχεία του 2022 δείχνουν μια σημαντική βελτίωση σε σχέση με το 2021 της τάξης των 2,2 δισ. ευρώ. «Με την επιφύλαξη πιθανών προσαρμογών από την πλευρά της ΕΛΣΤΑΤ, αναμένουμε αισθητά μικρότερο πρωτογενές έλλειμμα από την εκτίμηση του προϋπολογισμού (12,8 δις ευρώ ή 7,3% του ΑΕΠ σε όρους ενισχυμένης εποπτείας) εξαιτίας και της επιπρόσθετης βελτίωσης από το υψηλότερο ΑΕΠ σε σχέση με την πρόβλεψη του προϋπολογισμού (177,6 δις)» επισημαίνεται.

Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παρουσίασαν αυξητική τάση από τον Νοέμβριο του 2021, όπως στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, που όμως δείχνει να περιορίζεται από τον Φεβρουάριο 2022. Ωστόσο οι διαφορές αποδόσεων (spread) από άλλους ευρωπαϊκούς τίτλους διευρύνονται, αναφέρεται. «Παρά τις αβεβαιότητες στις διεθνείς αγορές, οι αποδόσεις των δεκαετών τίτλων του ελληνικού κράτους παραμένουν σχετικά χαμηλές, ωστόσο υπάρχει μια ανοδική τάση από τα τέλη του προηγούμενου έτους δείχνοντας όμως σημάδια σταθεροποίησης και αντιστροφής της τάσης κατά τον Φεβρουάριο του 2022» επισημαίνεται.

Επίσης επισημαίνεται πως από τα μέσα του προηγούμενου έτους η διεθνής οικονομία έχει εισέλθει σε φάση έντονων πληθωριστικών πιέσεων και ιδιαίτερα αυξημένης αβεβαιότητας. «Σε αυτές τις συνθήκες ήρθε να προστεθεί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία η οποία έχει δραματικές συνέπειες, όπως ανθρώπινες απώλειες και καταστροφές στις υποδομές και το παραγωγικό δυναμικό της Ουκρανίας. Αναπόφευκτα ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει οδηγήσει σε ανατροπές σε καθιερωμένες γεωπολιτικές ισορροπίες καθώς και σε σοβαρές οικονομικές αναταράξεις παγκόσμια. Ειδικότερα, η αύξηση στις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων εμπορευμάτων θα ενισχύσει τις πληθωριστικές πιέσεις και θα επιβραδύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης. Τα προβλήματα θα είναι εντονότερα στην Ευρώπη όπου το μαζικό προσφυγικό κύμα, η αναθεώρηση των αμυντικών στρατηγικών και η προσπάθεια περιορισμού της εξάρτησης από το φυσικό αέριο της Ρωσίας θα προκαλέσουν πρόσθετη επιβάρυνση στους κρατικούς προϋπολογισμούς» αναφέρεται.

Άνοδος οφειλών προς εφορία και ταμεία

Στα στοιχεία της ΑΑΔΕ που παραδοσιακά έχει η έκθεση επισημαίνεται πως, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στο τέλος του Ιανουαρίου του 2022, διαμορφώθηκε στα 113 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 4,1 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2021. Η αύξηση αυτή υπολογίζεται από τις νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 7,3 δισ. ευρώ συν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές κατά την 1/2/2021 που βεβαιώθηκαν μεταγενέστερα ύψους 2,1 δισ. ευρώ, μείον τις εισπράξεις και διαγραφές 5,3 δισ. ευρώ.

Εξετάζοντας την ποιοτική διάρθρωση του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου διαπιστώνει «ότι μόνο το 51,1% αυτού, που αντιστοιχεί σε 45 δισ. ευρώ, πηγάζει από φορολογικές οφειλές (άμεσοι και έμμεσοι φόροι, φόροι στην περιουσία, ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης κτλ.). Το υπόλοιπο των πραγματικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προέρχεται από άλλες κατηγορίες οφειλής, όπως πρόστιμα αλλά και «δανείων» που αφορούν σε καταπτώσεις εγγυήσεων του ελληνικού δημοσίου με το κυριότερο μέρος αυτής της κατηγορίας οφειλής (85% των δανείων) να αποτελεί το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ), ύψους 10,7 δις ευρώ.

Επίσης, σύμφωνα με την 4η Τριμηνιαία Έκθεση Προόδου Έτους 2021 του ΚΕΑΟ, το σύνολο των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών στο τέλος του 2021 διαμορφώθηκε στα 41 δισ. ευρώ , δηλαδή παρουσίασε αύξηση κατά 2,2 δις ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Η αύξηση αυτή προέρχεται τόσο από την αύξηση των κύριων οφειλών (κατά 1,7 δις ευρώ), όσο και των πρόσθετων τελών (κατά 486,8 εκατ. ευρώ).

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη

Γεωργιάδης: «Ναι» σε μέτρα στήριξης ευάλωτων χωρίς να ξαναβάλουμε τη χώρα στον κίνδυνο των αγορών

gazzetta
gazzetta reader insider insider