Στις οκτώ μειώσεις επιτοκίων που έχουν υλοποιηθεί μέχρι στιγμής από την ΕΚΤ σε σχεδόν ένα χρόνο (από τον Ιούνιο του 2024 - επιτόκια κατά 2% χαμηλότερα) στις πρόσθετες έκτακτες προβλέψεις για δάνεια που βρίσκονται σε πρόγραμμα μειωμένων καταβολών δόσεων και των δανείων σε ελβετικό, αλλά και στη θέσπιση φιλολαϊκών μέτρων από πλευράς κυβέρνησης, αντέχουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Η εικόνα σε επίπεδο κερδοφορίας και απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων του πρώτου εξαμήνου δεν αφήνει πλέον περιθώρια αμφισβήτησης περί υψηλής βιώσιμης κερδοφορίας. Ειδικά από τη στιγμή, που όπως όλα δείχνουν ο κύκλος μειώσεων των επιτοκίων βρίσκεται σε φάσης ολοκλήρωσης, αν δεν έχει σημάνει ήδη το τέλος. Άλλωστε, η ισχυροποίηση του ευρώ, λειτουργεί ως συμπληρωματικό εργαλείο στον περιορισμό ενός μέρους των πληθωριστικών πιέσεων (έχοντας οδηγήσει σε πιο σταδιακές και ήπιες μειώσεις επιτοκίων).
Άντεξαν και κοιτάζουν υψηλότερα...
Οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών έδειξαν να κινούνται σε πιο «ασφαλή νερά» μέσω ήπιων και μετρημένων αναβαθμίσεων. Μέσω μιας πιο συντηρητικής στάσης και δυνητικής υπέρβασης των στόχων που θέτουν εκ νέου οι διοικήσεις θα περάσουν και το μήνυμα της σταθερότητας, εξελίσσοντας και αναπτύσσοντας με προσεκτικά βήματα το «story» τους.
Τα κέρδη των τεσσάρων συστημικών διαμορφώθηκαν στα 2,377 δισ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο, έναντι 2,276 δισ. ευρώ στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2024. Η Eurobank ανακοίνωσε καθαρά κέρδη ύψους 690,5 εκατ. ευρώ (έναντι 721,3 εκατ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2024), η Εθνική 611 εκατ. ευρώ (σε επίπεδο ομίλου - έναντι 670,2 εκατ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2024), η Πειραιώς 559,2 εκατ. ευρώ (ανακοινωθέντα κέρδη - έναντι 563,1 στο πρώτο εξάμηνο του περασμένου έτους) και η Alpha Bank 517 εκατ. ευρώ (κέρδος one off 149,9 εκατ. ευρώ - στα 322 εκατ. ευρώ στο πρώτο μισό του 2024).
Η Εθνική προχώρησε σε επί τα βελτίω αναθεώρηση των εκτιμήσεων για τα επίπεδα κερδοφορίας, αναμένοντας πλέον κέρδη ανά μετοχή (EPS) στα 1,40 ευρώ, έναντι 1,3 προηγουμένως, κάτι που οδηγεί σε καθαρά κέρδη (προ one - offs) ύψους 1,28 δισ. ευρώ για φέτος, έναντι 1,19 δισ. προηγουμένως. Παράλληλα, αναθεώρησε τη συντηρητική εκτίμηση για απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων άνω του 13% σε επίπεδα υψηλότερα του 15%. Καθώς έχει πολύ μικρή έκθεση σε δάνεια ελβετικού φράγκου και απειροελάχιστη σε δάνεια, που βρίσκονται σε πρόγραμμα μειωμένων καταβολών, μπορεί να πιάσει το στόχο και να αρχίζει να βλέπει προς επίπεδα υψηλότερα του 15,5%. Παράλληλα, διαθέτει πλεονάζοντα κεφάλαια 1,88 δισ. ευρώ (για εσωτερικό στόχο CET1 στο 14%).
Υψηλότερη απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων αναμένει και η Eurobank, αναθεωρώντας τον στόχο της σε επίπεδα άνω του 15% (από 15% προηγουμένως), βλέποντας και υψηλότερα έσοδα από προμήθειες. Να σημειωθεί, πως η Eurobank φαίνεται να ξεκίνησε από πέρσι να χτίζει περιθώρια για τα δάνεια σε ελβετικό που διαθέτει, έχοντας λάβει πρόβλεψη 300 εκατ. ευρώ για δάνεια ύψους 1,623 δισ. ευρώ, ήτοι κάλυψη σε μετρητά περίπου 18% σε αυτό το χαρτοφυλάκιο. Η μετατροπή ισοτιμίας (σε ευρώ από ελβετικό φράγκο) θα καθιστούσε τα υφιστάμενα επίπεδα κάλυψης (18%) αρκετά υψηλά. Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορέσει να διαχειριστεί με ευχέρεια οποιοδήποτε πλαίσιο υπάρξει - σε λογικά πλαίσια - ως προς τη μερική διαγραφή απαιτήσεων (write offs).
Η Alpha προχώρησε σε αναβάθμιση του στόχου για τα φετινά EPS κατά 2%, στα 0,37 ευρώ ανά μετοχή, που συνεπάγεται περί τα 870 εκατ. ευρώ καθαρά κέρδη, διατηρώντας το στόχο για ROTE στο 11% περίπου φέτος (αναβάθμιση για το 2027 στο 13% από 12%). Επιπλέον, βλέπει προς δείκτη CET1 άνω του 15% φέτος, έναντι άνω του 16,3% προηγουμένως, στη βάση και της επιβάρυνσης που παίρνει από τις εξαγορές που έχει ανακοινώσει. Από την τράπεζα υπήρξε πρόσθετη αναγνώριση DTA 245 εκατ. ευρώ που συμπεριλήφθηκε στο χειρισμό για να βγουν τα προσαρμοσμένα καθαρά κέρδη της περιόδου (221 εκατ. ευρώ), μετά την αφαίρεση προβλέψεων για δάνεια σε step up και δάνεια σε ελβετικό φράγκο 150 εκατ. ευρώ (μετά από φόρους) και την επίπτωση από συναλλαγές NPEs, ύψους 77 εκατ. ευρώ.
Η τράπεζα ταξινόμησε προς πώληση χαρτοφυλάκιο NPEs μεικτής λογιστικής αξίας 191 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για τη συναλλαγή «Athena» με μη εξυπηρετούμενα, εξασφαλισμένα και ανεξασφάλιστα, δάνεια λιανικής. Η Alpha έλαβε μη δεσμευτική προσφορά από επενδυτή που εγκρίθηκε από την Εκτελεστική Επιτροπή της. Έτσι, σχημάτισε πρόσθετη πρόβλεψη απομείωσης, ύψους 89 εκατ. ευρώ και η καθαρή λογιστική αξία του χαρτοφυλακίου διαμορφώθηκε σε 66 εκατ. ευρώ (κοντά στην αποτίμηση της μη δεσμευτικής προσφοράς). Η συναλλαγή αναμένεται να ολοκληρωθεί ως το τέλος του έτους. Παράλληλα, η τράπεζα αύξησε οριακά την περίμετρο της συναλλαγής Solar με αποτέλεσμα να σχηματίσει πρόσθετη πρόβλεψη 6 εκατ. ευρώ. Πρόβλεψη 85 εκατ. ευρώ πήρε η τράπεζα και για δάνεια που βρίσκονται πρόγραμμα μειωμένων καταβολών (step up ρυθμίσεις) για τη μετατροπή τους σε δάνεια τοκοχρεωλυτικών δόσεων και 8 εκατ. ευρώ για δάνεια σε ελβετικό φράγκο.
Παρότι, η Πειραιώς δεν προχώρησε σε αναβάθμιση στόχων κερδοφορίας (αναθεώρησε επί τα βελτίω στόχους καθαρής πιστωτικής επέκτασης και υπό διαχείριση κεφάλαια) έδειξε πως μπορεί να προσεγγίσει σε ROTE κοντά στο 15% (ο στόχος για φέτος βρίσκεται πέριξ του 14%), όπως έκλεισε στο πρώτο εξάμηνο, πεδίο που θα εξαρτηθεί βέβαια από το επίπεδο προβλέψεων που θα σχηματίσει. Η τράπεζα έλαβε προβλέψεις 23 εκατ. ευρώ που αφορούν τα χαρτοφυλάκια NPEs, Imola και Solar, (διακρατούμενα προς πώληση), τα οποία αναμένεται να αποαναγνωριστούν μέχρι τα τέλη 2025. Επιπλέον, το οργανικό κόστος κινδύνου (αυξήθηκε στις 30 μονάδες βάσης) ενσωματώνει 45 εκατ. ευρώ προβλέψεις post model adjustments (συμπεριλαμβάνονται δάνεια σε ελβετικό φράγκο). Παράλληλα ακόμη 45 εκατ. ευρώ αναμένεται να ληφθούν ως πρόβλεψη στο δεύτερο εξάμηνο για δάνεια που αφορούν step up ρυθμίσεις (για μετατροπή τους σε δάνεια με τοκοχρεωλυτικές δόσεις), παραμένοντας εντός ορίου ως προς το κόστος κινδύνου. Επιπλέον η Πειραιώς πήρε εναπομείνασα κεφαλαιακή επίπτωση για δάνεια με κρατική εγγύηση, τα οποία δεν εξυπηρετούνται, επιβαρύνοντας τον δείκτη CET1 κατά 0,2% (82 εκατ. ευρώ). Έτσι, έλαβε σωρευτική κεφαλαιακή επιβάρυνση 340 εκατ. ευρώ, ενώ η λογιστική αξία των δανείων με κρατική εγγύηση ανέρχεται σε περίπου 430 εκατ. ευρώ.
Δεν είπαν, αλλά έδειξαν για καθαρά έσοδα από τόκους
Την ίδια στιγμή, στα καθαρά έσοδα από τόκους υπήρξε σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης, όπως ανέφερε το insider.gr (εξαίρεση η Alpha Bank που γύρισε από το δεύτερο τρίμηνο τα καθαρά έσοδα από τόκους υψηλότερα). Στα τέλη του περασμένου έτους, όπου καταγράφηκε εκτίναξη των εταιρικών χορηγήσεων, μέρος αυτών, εκτοκίστηκε στο δεύτερο τρίμηνο, ενισχύοντας τα έσοδα από τόκους, ενώ σημαντικά οφέλη συνεχίζουν να καρπώνονται οι τράπεζες από την περιορισμένη μετάβαση της πελατειακής τους βάσης στις προθεσμιακές (στροφή σε επενδυτικά προϊόντα) και την αποκλιμάκωση του κόστους αυτών.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους της Eurobank διαμορφώθηκαν στα 632,5 εκατ. ευρώ στο δεύτερο τρίμηνο (στα 637,9 εκατ. στο πρώτο τρίμηνο - στα 1,2704 δισ. στο πρώτο εξάμηνο), για την Εθνική στα 531,2 εκατ. ευρώ (από 548,4 εκατ. στο πρώτο - στα 1,0796 δισ. στο πρώτο μισό του τρέχοντος έτους) για την Πειραιώς στα 473,6 εκατ. (έναντι 481 εκατ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2025 - στα 954,5 εκατ. στο πρώτο εξάμηνο) και για την Alpha Bank στα 399,3 εκατ. ευρώ (στα 395,3 εκατ. στο πρώτο τρίμηνο του 2025 - στα 795 εκατ. στο εξάμηνο).
Έτσι κατά το πρώτο μισό, οι τράπεζες πέτυχαν σχεδόν το ήμισυ των φετινών τους στόχων, χωρίς να αναθεωρούν τις γραμμές καθοδήγησης σε αυτό το πεδίο, αναμένοντας και το σήμα της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο. Ωστόσο, εάν τα επιτόκια παραμείνουν σταθερά (επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, DFR στο 2%) οι τράπεζες μπορούν να υπερβούν στόχων, καθώς θα «φρενάρει» περαιτέρω η ανατιμολόγηση των ενήμερων δανείων (π.χ για Πειραιώς από το σύνολο ενήμερων το 75% είναι κυμαινόμενου) όπου συνδυαστικά με την υψηλή πιστωτική επέκταση και τα hedges θα λάβουν περαιτέρω ώθηση. Από την άλλη, οι τραπεζίτες «έκλεισαν το μάτι» για υψηλότερα καθαρά έσοδα από τόκους, έναντι των στόχων της επόμενης χρονιάς.
Nα σημειωθεί πως η Eurobank καθοδηγεί για καθαρά έσοδα από τόκους της τάξεως των 2,5 δισ. ευρώ για φέτος, η Πειραιώς για περίπου 1,9 δισ. ευρώ, η Εθνική για περισσότερα από 2,1 δισ. ευρώ και η Alpha για υψηλότερα των 1,65 δισ. ευρώ.