Την απόφαση να εγκαταλείψει τις δραστηριότητές της στην περιοχή Σιντζιάνγκ της Κίνας, έπειτα από χρόνια πιέσεων από τους επενδυτές, έλαβε η Volkswagen. Η απόφαση ελήφθη καθώς η Volkswagen δίνει μάχη για να ενισχύσει τις πωλήσεις στην Κίνα εν μέσω έντονου ανταγωνισμού και υποτονικής ζήτησης.
Όπως μεταδίδει το Reuters, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία αποφάσισε να πουλήσει το εργοστάσιό της Σιντζιάνγκ και την πίστα δοκιμών της Τουρπάν στην Shanghai Motor Vehicle Inspection Certification, θυγατρική του κρατικού Shanghai Lingang Development Group, η οποία θα αναλάβει όλους τους εργαζόμενους του εργοστασίο, ενώ η αξία της συναλλαγής δεν έγινε γνωστή.
Η Volkswagen, η οποία λειτουργούσε τις εγκαταστάσεις από την δεκαετία του ‘80 ως κοινοπραξία με την κρατική κινεζική SAIC, κατέληξε στην απόφαση να μεταβιβάσει το εργοστάσιό της, έπειτα από επανειλημμένες καταγγελίες για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε βάρος μελών της μειονότητας των Ουιγούρων, μεταξύ των οποίων και καταναγκαστική εργασία σε στρατόπεδα κράτησης.
Η σημασία του εργοστασίου, όπου προηγουμένως γινόταν η συναρμολόγηση του μοντέλου Santana της Volkswagen, έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια μετά την περικοπή θέσεων, ενώ έχουν απομείνει περίπου 200 υπάλληλοι που διεξάγουν απλώς τους τελικούς ποιοτικούς ελέγχους και παραδίδουν τα οχήματα στους αντιπροσώπους της περιοχής.
Εδώ και πολλά χρόνια υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατηγορούν το Πεκίνο ότι διεξάγει εκστρατεία καταπίεσης εις βάρος των Ουιγούρων και άλλων μουσουλμανικών μειονοτήτων στην επαρχία αυτή, στο πλαίσιο της οποίας τους επιβάλει αναγκαστική εργασία και τους κρατά σε στρατόπεδα.
Το Πεκίνο απορρίπτει τις κατηγορίες, η VW ωστόσο έχει σταματήσει την παραγωγή αυτοκινήτων στο συγκεκριμένο εργοστάσιο ήδη από το 2019 και διεξήγαγε δική της έρευνα για τις καταγγελίες, καθώς δεχόταν δριμεία κριτική όχι μόνο από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και από επιχειρηματικούς κύκλους.
Εκπρόσωπος του ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομίας αρνήθηκε να σχολιάσει την εξέλιξη, τόνισε πάντως ότι αποτελεί αρχή της γερμανικής κυβέρνησης ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από όλες τις γερμανικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό.