Η αβεβαιότητα γύρω από την εμπορική πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης, το διευρυνόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ και οι αυξανόμενες ανησυχίες για το μέλλον του δολαρίου, οδηγούν πολλούς επενδυτές στις ΗΠΑ να θεωρούν ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για αναδιάρθρωση των χαρτοφυλακίων τους, εντάσσοντας σε αυτά μετοχές εκτός ΗΠΑ.
Προς την ίδια κατεύθυνση οδηγεί και το γεγονός ότι, από τις αρχές του έτους, πολλοί δείκτες εκτός ΗΠΑ έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τις αποδόσεις των βασικών αμερικανικών δεικτών. Ενδεικτικά, η συνολική απόδοση του S&P 500 από την αρχή του έτους φτάνει το 9%, πολύ χαμηλότερα από το +26% του MSCI Europe ή το +20% του δείκτη MSCI Emerging Markets.
Όπως αναφέρει σε ανάλυσή της η Bank of America-Merrill Lynch, πριν οι Αμερικανοί επενδυτές «αποχωρήσουν» από την αγορά των ΗΠΑ, θα πρέπει να λάβουν υπόψη «ορισμένες βασικές ιδιαιτερότητες και κινδύνους» που συνοδεύουν τις ξένες αγορές και μετοχές.
Υψηλή συγκέντρωση
Κατά πρώτον, οι διεθνείς χρηματιστηριακοί δείκτες τείνουν να εμφανίζουν μεγαλύτερη συγκέντρωση από τον S&P 500. Όπως εξηγούν οι αναλυτές της BofA, ενώ οι 10 μεγαλύτερες εταιρείες του S&P 500 αντιστοιχούν σήμερα στο 40% του δείκτη, αυτό ωχριά σε σύγκριση με άλλους δείκτες, όπως ο AEX της Ολλανδίας, όπου μία μόνο εταιρεία, η ASML, αντιστοιχεί στο 19% της συνολικής κεφαλαιοποίησης. Παρομοίως, οι 10 μεγαλύτερες εταιρείες του γερμανικού DAX αντιστοιχούν στο 58% του δείκτη, ενώ για τον γαλλικό CAC το ποσοστό ανέρχεται στο 62%. Επίσης, στο χρηματιστήριο της Δανίας μία μόνο εταιρεία, η Novo Nordisk, αντιστοιχεί στο 42% του δείκτη, ενώ το ίδιο ισχύει και για την Ταϊβάν, όπου η Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC) αντιστοιχεί στο 40% του Χρηματιστηρίου της Ταϊβάν.
Για τον S&P 500 το αντίστοιχο ποσοστό βρίσκεται ελαφρά κάτω του 40%, κάτι που σύμφωνα με τους αναλυτές της BofA «αντανακλά, εν μέρει, τον δυναμικό και ποικιλόμορφο χαρακτήρα της αμερικανικής οικονομίας, ενός οικονομικού γίγαντα 30 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, με ηγετική θέση σε πολλούς παγκόσμιους τομείς».
«Αντίθετα, πολλές αγορές του εξωτερικού είναι μικρότερες, πιο κατακερματισμένες και σχετικά ρηχές. Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, η τραπεζική χρηματοδότηση παραμένει κυρίαρχη σε σχέση με την προτίμηση στις ΗΠΑ για άντληση κεφαλαίων μέσω μετοχών ή ομολόγων» σχολιάζει η BofA. «Οι κατακερματισμένες κεφαλαιαγορές της Ευρωζώνης συνεπάγονται περισσότερα χρηματιστήρια, αλλά με λιγότερες εισηγμένες εταιρείες, κάτι που, μαθηματικά, οδηγεί σε μεγαλύτερη συγκέντρωση ανά δείκτη».
Αναντιστοιχία με την πραγματική οικονομία
Όπως επισημαίνει η BofA, δεν είναι μόνο η συγκέντρωση που θα πρέπει να απασχολεί τους επενδυτές, αλλά και η σύνθεση των αγορών. Όπως σχολιάζει, σε πολλές περιπτώσεις, οι ξένοι δείκτες είτε δεν αντιστοιχούν στη δομή της πραγματικής οικονομίας είτε υποεκπροσωπούν τους βασικούς τομείς ανάπτυξης.
Για παράδειγμα, ο Καναδάς διαθέτει τεράστια αποθέματα φυσικών πόρων, ουράνιο, νικέλιο, κάλιο, χαλκό και πετρέλαιο/φυσικό αέριο, μεταξύ άλλων, γεγονός που οδηγεί πολλούς επενδυτές να θεωρούν πως πρόκειται για μια οικονομία εξαρτημένη από την ενέργεια και τις πρώτες ύλες. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει. Το 37% του δείκτη MSCI Canada αφορά τον χρηματοοικονομικό τομέα (τραπεζικός), ενώ η ενέργεια αποτελεί μόλις το 16% του δείκτη και οι πρώτες ύλες το 12%. Αλλά και ο δείκτης TSX Composite, ο βασικός χρηματιστηριακός δείκτης του Καναδά, παρουσιάζει την ίδια «προτίμηση» στον χρηματοοικονομικό τομέα, ο οποίος αντιστοιχεί περίπου στο 33% του συνόλου.
Παρόμοια εικόνα με τον Καναδά εμφανίζουν και η Αυστραλία και η Βραζιλία.
Οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες είναι επίσης ο κυρίαρχος τομέας στις τουριστικές και αγροτικές μεσογειακές οικονομίες της Ισπανίας (44%), της Ιταλίας (48%) και της Ελλάδας (64%).
Το ίδιο ισχύει και για αναδυόμενους τεχνολογικούς ηγέτες όπως το Ισραήλ και η Ινδία. Στο Ισραήλ, οι χρηματοοικονομικές εταιρείες αντιστοιχούν στο 40% του MSCI Israel έναντι 38% για την τεχνολογία. Στον MSCI India, οι χρηματοοικονομικές αντιστοιχούν στο 30% και η τεχνολογία είναι τρίτη με 10%.
«Από τις 23 ανεπτυγμένες και 24 αναδυόμενες αγορές που περιλαμβάνει ο δείκτης MSCI All-Country World, στις 28 πρώτες θέσεις βρίσκεται ο χρηματοοικονομικός τομέας» σχολιάζει η BofA, προτρέποντας τους επενδυτές να προτιμήσουν δείκτες που αντανακλούν τους βασικούς τομείς της κάθε χώρας ή εκείνους που συνδέονται στενά με τους βασικούς κινητήριους μοχλούς της οικονομίας της.
Το «μυστικό» των υψηλών αποδόσεων
Κατά τρίτον, «σε πολλές περιπτώσεις, οι αποδόσεις των ξένων αγορών δεν καθορίζονται από τα θεμελιώδη μεγέθη αλλά από τις διακυμάνσεις του αμερικανικού δολαρίου» σημειώνει η BofA. Το «μυστικό συστατικό» της υπεραπόδοσης των διεθνών μετοχών είναι οι συναλλαγματικές διακυμάνσεις, με την υποτίμηση του δολαρίου (και την αντίστοιχη ενίσχυση βασικών ξένων νομισμάτων) να συμβάλλει καθοριστικά στις αποδόσεις των ξένων μετοχών.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της BoA, μέχρι στιγμής φέτος, οι συναλλαγματικές διακυμάνσεις επηρέασαν πάνω από 40% τη συνολική απόδοση, σε όρους δολαρίου, στη Γερμανία. Αντιστοίχως, το ποσοστό για τη Γαλλία φτάνει το 60% και για την Ταϊβάν το 80%.
«Αν το δολάριο υποχωρήσει περαιτέρω, αυτό θα συνεχίσει να ωφελεί τους διεθνείς μετοχικούς δείκτες μετοχών, ιδίως σε αναδυόμενες αγορές της Ασίας με υποτιμημένα νομίσματα» εξηγεί η BofA.
Προσοχή στις «αναδυόμενες»
Τέταρτον, όπως σχολιάζει η BofA, η ταμπέλα των «αναδυόμενων αγορών» αποκρύπτει την πραγματικότητα, καθώς «ο κόσμος των αναδυόμενων αγορών δεν είναι ομοιογενής και δεν ταιριάζει εύκολα σε μια ενιαία επενδυτική κατηγορία. Η ομαδοποίηση διαφορετικών χωρών αποκρύπτει κινδύνους και ευκαιρίες, αφού κάθε αγορά έχει διαφορετικούς όρους εμπορίου, προοπτικές ανάπτυξης και χρηματοοικονομικό άνοιγμα, στοιχεία που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των περιουσιακών στοιχείων και τις αποδόσεις».
«Σε έναν κόσμο γεωπολιτικών εντάσεων και από-παγκοσμιοποίησης, η ομαδοποίηση αυτών των χωρών έχει ακόμη λιγότερο νόημα, δεδομένων των διαφορετικών ευπαθειών κάθε χώρας στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον» επισημαίνουν οι αναλυτές της BofA, προσθέτοντας ότι «οι προοπτικές αποδόσεων στις αναδυόμενες αγορές είναι εξαιρετικά διαφοροποιημένες. Κυμαίνονται από εξαρτώμενες από εμπορεύματα οικονομίες, όπως η Χιλή και το Περού, έως μεγάλες, εσωστρεφείς οικονομίες όπως η Ινδία και η Βραζιλία, μικρές εξαγωγικές οικονομίες όπως η Ουγγαρία και το Βιετνάμ, και τεχνολογικά προηγμένες αγορές όπως η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν».
«Οι εποχές όπου αυτές οι χώρες εντάσσονταν ομοιόμορφα σε μια κατηγορία, επωφελούμενες από τη διεθνοποίηση και την απελευθέρωση των αγορών της δεκαετίας του 1980 και 1990, έχουν παρέλθει» καταλήγουν οι αναλυτές της BofA, τονίζοντας ότι «σήμερα, η πρόκληση για τους επενδυτές είναι να αποκτήσουν έκθεση σε χώρες και αγορές που μπορούν να προσαρμοστούν και να επιβιώσουν σε έναν πολυπολικό κόσμο».