Η ελληνική αγορά ακινήτων συνέχισε να προσελκύει επενδυτικό ενδιαφέρον, τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό, ειδικά για τους τομείς της κατοικίας, της φιλοξενίας, αλλά και των γραφείων υψηλών προδιαγραφών με βιοκλιματικά χαρακτηριστικά, οι τιμές των κατοικιών κατέγραψαν περαιτέρω αύξηση, αλλά οι ξένοι περιόρισαν τις συναλλαγές τους σε σχέση με πέρυσι, όπως προ ημερών αναφέραμε.
Πλην όμως, όπως αναδεικνύεται στην Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2025, υπάρχει ένα «μεγάλο αγκάθι» στο εγχώριο real estate που «πληγώνει» τους πολίτες και τα νοικοκυριά. Μπορεί το επενδυτικό ενδιαφέρον όπως και οι ανοδικές τάσεις των τιμών στην αγορά ακινήτων να αναμένεται να συνεχιστούν και το επόμενο διάστημα, αλλά με ηπιότερους ρυθμούς, υπό την προϋπόθεση ότι η ζήτηση δεν θα επηρεαστεί αρνητικά από διεθνείς μακροοικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις, ωστόσο, το ζήτημα της προσιτής στέγης παραμένει στο επίκεντρο του κοινωνικού διαλόγου και μια από τις βασικές προτεραιότητες των κυβερνητικών παρεμβάσεων
Το ζήτημα της στεγαστικής προσιτότητας τίθεται με ιδιαίτερη έμφαση κατά την τρέχουσα περίοδο, εξαιτίας των αυξήσεων όχι μόνο των αγοραίων αξιών των κατοικιών, αλλά και των μισθωμάτων, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Για την αντιμετώπιση του ζητήματος, η πολιτεία έχει ήδη υλοποιήσει ή εξαγγείλει πρωτοβουλίες όπως τα προγράμματα “Σπίτι μου Ι και ΙΙ”, την επιδότηση ενοικίου, τη μείωση της φορολογίας για κύριες κατοικίες σε μικρούς οικισμούς και την αξιοποίηση δημόσιων ακινήτων για κοινωνική κατοικία. Παράλληλα, η δέσμη μέτρων που ανακοινώθηκε στο τέλος του έτους και θα εξειδικευθεί εντός του 2026 προσανατολίζεται, μεταξύ άλλων, στη στήριξη της προσφοράς κατοικίας, δίνοντας έμφαση στη δυνατότητα οικιστικής αξιοποίησης σε ανενεργά επαγγελματικής χρήσης ακίνητα και στην αναβάθμιση υφιστάμενων παλαιότερων κατοικιών. Αν και οι παρεμβάσεις αυτές συνιστούν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, ενδέχεται να έχουν περιορισμένη βραχυπρόθεσμη αποτελεσματικότητα, καθώς ορισμένες από αυτές τείνουν να ενισχύουν τη ζήτηση, ενώ άλλες προϋποθέτουν μακρό χρονικό ορίζοντα υλοποίησης.
Το ζήτημα της προσιτής στέγης, οι παρεμβάσεις και οι προκλήσεις
Ειδικότερα, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, το θέμα της προσιτής στέγης παραμένει επίκαιρο, καθώς έχουν αυξηθεί όχι μόνο οι αγοραίες αξίες των κατοικιών, αλλά και τα ενοίκια, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Οι έως τώρα παρεμβάσεις της πολιτείας (π.χ. πρόγραμμα “Σπίτι μου ΙΙ”, επιδότηση ενοικίου), αλλά και τα νεότερα μέτρα που ανακοινώθηκαν στο τέλος του έτους και αναμένεται να εξειδικευθούν εντός του 2026 (π.χ. φορολογικά κίνητρα για ανάπτυξη κατοικίας μακροχρόνιας μίσθωσης, νέο πλαίσιο αλλαγής χρήσης ανενεργών ακινήτων και αξιοποίησής τους για οικιστική χρήση), συνιστούν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο απαιτούνται πρόσθετα μέτρα τόνωσης της προσφοράς οικιστικών ακινήτων.
Τα προγράμματα κρατικής στήριξης για τη στέγη, τα πρόσθετα σχετικά επιδόματα, οι φορολογικές ελαφρύνσεις και η αξιοποίηση δημόσιων ακινήτων για κοινωνική κατοικία είναι κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση που όμως εστιάζουν περισσότερο στη ζήτηση παρά στην αύξηση της προσφοράς, η οποία παραμένει περιορισμένη βραχυπρόθεσμα. Η δυσκολία πρόσβασης σε στέγη με προσιτούς όρους επηρεάζει αποφασιστικά τους νέους, τις οικογένειες και κατ’ επέκταση τη δημογραφική συμπεριφορά και την κινητικότητα της εργασίας.
Όπως προαναφέρθηκε, το ζήτημα της προσιτής στέγης απαιτεί πρόσθετες παρεμβάσεις στην πλευρά της προσφοράς. Για παράδειγμα, απαιτείται απλοποίηση διαδικασιών σε όλα τα στάδια αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας – αδειοδοτήσεις, πολεοδομικά, χρήσεις γης – ώστε να αποδεσμευθούν αδρανή ακίνητα και να διευκολυνθούν ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις σε ανάπτυξη κατοικίας. Μια τέτοια στρατηγική θα περιορίσει τις πιέσεις στην αγορά ακινήτων, θα διευκολύνει τη γεωγραφική κινητικότητα εργαζομένων και θα υποστηρίξει δημογραφικούς στόχους, σε μια περίοδο κατά την οποία το κόστος ζωής επηρεάζει τις αποφάσεις για δημιουργία οικογένειας.
Επιπλέον, τα έντονα προβλήματα της οικιστικής στέγης αντανακλώνται στον υποδείκτη των ενοικίων. Η δυσκολία αγοράς κατοικίας έχει προκαλέσει αυξημένη ζήτηση στην ενοικίαση κατοικίας, με την προσφορά να μην ανταποκρίνεται στη ζήτηση καθώς σημαντικός αριθμός διαμερισμάτων χρησιμοποιείται για βραχυχρόνιες μισθώσεις ή παραμένει εκτός αγοράς (κλειστά διαμερίσματα). Κατά το διαθέσιμο ενδεκάμηνο του τρέχοντος έτους ο υποδείκτης των ενοικίων καταγράφει μέσο ετήσιο ρυθμό 10,2%, έναντι 4,8% την αντίστοιχη περίοδο του 2024.