Η κυβέρνηση Τραμπ σχεδιάζει να ανακαλέσει τους περιορισμούς στα τσιπ τεχνητής νοημοσύνης που ίσχυαν επί εποχής Μπάιντεν, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας αναθεώρησης των περιορισμών στο εμπόριο ημιαγωγών, οι οποίοι έχουν προκαλέσει έντονη αντίθεση από μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας και ξένες κυβερνήσεις, σύμφωνα με το Bloomberg, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ διεμήνυσε ότι δεν σκοπεύει να μειώσει τους δασμούς στα κινεζικά προϊόντα.
Η αλλαγή του σκηνικού έρχεται καθώς ο Τραμπ προετοιμάζεται για ένα ταξίδι στη Μέση Ανατολή, όπου ορισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, έχουν αντιδράσει στους περιορισμούς στην ικανότητά τους να αποκτούν τσιπ τεχνητής νοημοσύνης. Οι μετοχές των κατασκευαστών τσιπ επιδόθηκαν σε ράλι με την Nvidia να σκαρφαλώνει έως και 3,6%.
«Οι κανόνες του Τζο Μπάιντεν στην τεχνητή νοημοσύνη είναι υπερβολικά περίπλοκοι, υπερβολικά γραφειοκρατικοί και θα παρεμπόδιζαν την αμερικανική καινοτομία», ανέφερε το Γραφείο Βιομηχανίας και Ασφάλειας του Υπουργείου Εμπορίου σε δήλωση. «Θα τους αντικαταστήσουμε με έναν πολύ απλούστερο κανόνα που θα απελευθερώσει την αμερικανική καινοτομία και θα διασφαλίσει την αμερικανική κυριαρχία της τεχνητής νοημοσύνης» προστίθεται.
Παράλληλα, στο Οβάλ γραφείο έγινε σήμερα, Τετάρτη, η ορκωμοσία του νέου πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Κίνα, Ντέιβιντ Περντού. «Θα βοηθήσει στη διαχείριση της πιο σύνθετης και σημαντικής διεθνούς σχέσης μας», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος. Λίγα λεπτά αργότερα, δημοσιογράφος τον ρώτησε αν θα εξέταζε μια μείωση των δασμών, προκειμένου να γίνουν ουσιαστικές διαπραγματεύσεις με το Πεκίνο. Η απάντησή του ήταν μονολεκτική: «Όχι».
Το ερχόμενο Σαββατοκύριακο θα πραγματοποιηθούν στην Ελβετία οι πρώτες συνομιλίες σε υψηλό επίπεδο μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου, μετά τον «πόλεμο» των δασμών. Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ και ο Αντιπρόσωπος Εμπορίου, Τζέιμσον Γκριρ, θα συναντηθούν με Κινέζους αξιωματούχους. Ερωτηθείς τι αναμένει από αυτές τις συνομιλίες, ο Τραμπ απάντησε: «Θα δούμε. Χάναμε πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια τον χρόνο, τώρα δεν χάνουμε τίποτα. Δεν είναι άσχημα».