Την ανάγκη χάραξης εθνικής στρατηγικής εξόδου από την κρίση επισημαίνει σε άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής ο ο πρόεδρος της Eurobank και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών Νικόλαος Καραμούζης αναφερόμενος στα βήματα που απαιτούνται για τη δημιουργία μιας οικονομίας και κοινωνίας ευκαιριών για τους πολλούς που θα κάνει την Ελλάδα ένα ελκυστικό τόπο διαβίωσης και εργασίας, επενδύσεων και παραγωγής.
Παράλληλα ο κ.Καραμούζης ζητά «να ενισχυθεί το θετικό κλίμα, διασφαλίζοντας τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα μέχρι τη λήξη του, καθώς και τη θετική εκτίμηση του τελευταίου, σε σχέση με τα μέτρα αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους και φερεγγυότητας του τραπεζικού συστήματος μετά τα stress tests».
Στον άρθρο του ο κ. Καραμούζης αναφέρει:
«Η κρίση έβαλε τέλος σε ένα εσωστρεφές, προστατευόμενο από τον ανταγωνισμό, παραγωγικό πρότυπο οικονομικής συγκρότησης γύρω από τον δημόσιο τομέα, την κατανάλωση και την οικοδομή, μια κλειστή οικονομία, κυριαρχούμενη έμμεσα και άμεσα από την παρουσία του κράτους.
Η πλειονότητα των αναλυτών συμφωνεί πια πως τα αίτια της κρίσης ήταν η δημοσιονομική εκτροπή, το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και –η άλλη όψη του– η καταναλωτική έκρηξη, με τη συνολική κατανάλωση να φθάνει σε επίπεδα πλέον του 90% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη.
Την περασμένη δεκαετία σπαταλήσαμε πάνω από 400 δισ. ευρώ πολύτιμους χρηματοοικονομικούς πόρους που απλόχερα μας προσέφεραν με χαμηλό κόστος οι αγορές και τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία και αναλώσαμε τη μεγάλη ευκαιρία από την ένταξή μας στην Ευρωζώνη, στη δημοσιονομική σπατάλη, στην υπέρμετρη κατανάλωση και στην υιοθέτηση ενός σαθρού παραγωγικού προτύπου που προσέφερε ευμάρεια βραχυχρόνια αλλά, μεσοπρόθεσμα, μας έφερε δεκαετίες πίσω.
Οπως τόνισε πρόσφατα και ο καθηγητής Τάσος Γιαννίτσης, καταλήξαμε το 2016 σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο 62,2% του μέσου Ευρωπαίου στην Ευρώπη των «15», με μέσο μακροχρόνιο ρυθμό ετήσιας μεταβολής του ΑΕΠ 0,8% την περίοδο 1981-2016 (λιγότερο από το μισό της Ευρώπης των «15») και στους υψηλότερους δείκτες ανισότητας στον ΟΟΣΑ.
Οφείλουμε να παραδεχθούμε σήμερα ότι το κράτος - επιχειρηματίας στην Ελλάδα απέτυχε – δεν δημιουργεί δουλειές, πλούτο, ευκαιρίες, αλλά ελλείμματα, γραφειοκρατία και αναποτελεσματικότητα. Ο βασικός πυλώνας εξόδου από την κρίση και επιστροφή στην ανάπτυξη δεν μπορεί παρά να είναι ο ιδιωτικός τομέας, οι ανοικτές και ανταγωνιστικές αγορές, το ιδιωτικό, δυναμικό και παραγωγικό επιχειρείν, με ανταγωνιστική διεθνή παρουσία που δημιουργεί απασχόληση, εισοδήματα, φορολογικά έσοδα, κέρδη και μερίσματα.
Η ιδιωτική κατανάλωση και ο δημόσιος τομέας δεν μπορούν πλέον να είναι οι ατμομηχανές της ανάπτυξης.
Αρα, χρειάζεται να επικεντρωθούμε σε μια σημαντική ώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων που κατέρρευσαν στη διάρκεια της κρίσης, από 21,1% του ΑΕΠ το 2007 σε 8,5% το 2016 ή στο 1/3 σε απόλυτους αριθμούς.
Απαιτείται να συνδυάσουμε ένα πολυετές επενδυτικό σοκ δεκάδων δισεκατομμυρίων με τη σημαντική αύξηση της οικονομικής εξωστρέφειας και των εξαγωγών, διαμορφώνοντας ευνοϊκές παραγωγικές συνθήκες ανασυγκρότησης και διατηρήσιμης ανάπτυξης. Επιπροσθέτως, χωρίς τη μαζική εισροή ξένων παραγωγικών κεφαλαίων και επενδύσεων, δεν υπάρχει άλλη λύση στο τεράστιο επενδυτικό και αποταμιευτικό κενό που αντιμετωπίζει η χώρα μετά την κατάρρευση της εγχώριας αποταμίευσης.
Το τετράπτυχο: ιδιωτικός τομέας, επενδύσεις/ υποδομές, εξαγωγές και εισροή ξένων κεφαλαίων και επενδύσεων πρέπει να αποτελέσουν τους πυλώνες του νέου παραγωγικού προτύπου της χώρας.
Το βασικό και κρίσιμο ερώτημα είναι να συμφωνήσουμε ποιες πολιτικές υπηρετούν το νέο πρότυπο και οδηγούν σε ταχεία και διατηρήσιμη ανάπτυξη σε μια επενδυτική και εξαγωγική ώθηση, σε ενδυνάμωση της ιδιωτικής οικονομίας και της επιχειρηματικότητας.
Η χώρα και η ηγεσία της χρειάζεται να διαμορφώσουν χωρίς καθυστερήσεις μια λειτουργούσα, ανοικτή οικονομία της αγοράς με βάση ολοκληρωμένο σχέδιο που:
• Ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα και καταργεί τα εμπόδια που αποθαρρύνουν το επιχειρείν και τις επενδύσεις.
• Διαμορφώνει σταδιακά ένα αναπτυξιακό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής: χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές, περιορισμός της κρατικής σπατάλης και αύξηση των δημοσίων επενδύσεων.
• Διασφαλίζει την εύρυθμη χρηματοδότηση της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα και τις αγορές.
• Προωθεί ρηξικέλευθες τομές και μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση.
• Νομοθετεί ένα σύγχρονο και ελκυστικό πλαίσιο προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων και επενδύσεων.
• Προχωράει με αποφασιστικότητα στις ιδιωτικοποιήσεις.
• Διασφαλίζει τη δημοσιονομική πειθαρχία, τη θεσμική σταθερότητα, την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τη βιωσιμότητα της κοινωνικής πολιτικής.
Τα παραπάνω δεν είναι «φρέσκες» ιδέες και έχουν αναφερθεί επανειλημμένως από έγκριτους αναλυτές. Το κρίσιμο ζήτημα είναι να τα υλοποιήσουμε, να τα κάνουμε πράξη, με συνέπεια και αποφασιστικότητα.
Ενα τέτοιο πρόγραμμα ριζικών μεταρρυθμίσεων είναι ο ασφαλέστερος δρόμος να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη, στην απασχόληση, στη δημιουργία πλούτου, με μετρήσιμα οφέλη για τους πολίτες.
Η ηγεσία του τόπου πρέπει να πείσει την πλειονότητα των πολιτών, τα ασθενέστερα στρώματα, τα θύματα της κρίσης, ότι το νέο παραγωγικό πρότυπο είναι και γι’ αυτούς η ενδεδειγμένη στρατηγική που θα αποδώσει στην κοινωνία, όχι φιλοδώρημα και ελεημοσύνη αλλά πραγματικό μέρισμα επιτυχίας. Με τη μορφή αξιοπρεπούς εργασίας, ικανοποιητικών αμοιβών, στέγης, ασφάλειας, πολιτισμένου περιβάλλοντος, πρόσβασης στη σύγχρονη γνώση και εκπαίδευση, ανθρώπινα συστήματα κοινωνικής προστασίας και αντίστοιχες ασφαλιστικές δικλίδες.
Γι’ αυτούς δίκαιη ανάπτυξη σημαίνει όλα τα παραπάνω. Εθνική στρατηγική εξόδου από την κρίση, χωρίς τη συμμαχία και τη στήριξη των πολλών, δεν μπορεί να υλοποιηθεί. Αυτή η μεγάλη απαιτούμενη αλλαγή δεν θα γίνει ποτέ και η χώρα κινδυνεύει να μείνει δέσμια στο παραγωγικό και κοινωνικό τέλμα».