«Κοινή γλώσσα» μιλάει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), στο ζήτημα του χρόνου και των προϋποθέσεων εξόδου της Ελλάδος στις αγορές.
Και οι δύο πλευρές μιλάνε για μια μακρά διαδικασία που απαιτεί τρεις προϋποθέσεις: Πρόοδο στην καταγραφή των πρωτογενών πλεονασμάτων, πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις και πρόοδο στη δημιουργία του αποθεματικού ασφαλείας.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι απαραίτητα για να γνωρίζουν οι αγορές το σημαντικότερο συστατικό της βασιμότητας του χρέους, εκείνο που προσδιορίζει καθοριστικά τις ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας.
Σύμφωνα με την ελληνική κυβέρνηση, το βασικό σενάριο για το χρέος που προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 2% από το 2023 έως το 2060 και μέση ανάπτυξη 1,25% του ΑΕΠ οδηγεί σε βιώσιμο χρέος, εάν και εφόσον υπάρξει επέκταση των πληρωμών τοκοχρεολυσίων του EFSF από 12 έως 15 έτη. Εφόσον τα πλεονάσματα θα είναι στη «θέση» τους και η ευρωζώνη δώσει τις επεκτάσεις στις πληρωμές τοκοχρεολυσίων που ζητούν Ελλάδα και ΔΝΤ, τότε οι αγορές σχεδόν αυτομάτως θα ξέρουν πως το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο.
Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στην οποία εστιάζουν διαρκώς οι Ευρωπαίοι, είναι για τις αγορές το διαβατήριο επιστροφής της Ελλάδος σε βιώσιμη ανάπτυξη, κάτι που θα διευκολύνει τη μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Για το λόγο αυτό ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ κατά τη κοινή συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε του Eurogroup δήλωσε χθες πως «οι επενδυτές πρέπει να γνωρίζουν ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να δεσμεύεται με το τρέχον πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων».
Η τελευταία προϋπόθεση για την έξοδο στις αγορές σχετίζεται ευθέως με το κόστος δανεισμού της χώρας. Προκειμένου αυτό το κόστος να είναι το μικρότερο δυνατόν, κυβέρνηση και δανειστές έχουν συμφωνήσει ήδη από τον Αύγουστο του 2015 να δημιουργηθεί ένα αποθεματικό ασφαλείας που θα διασφαλίζει πως η Ελλάδα θα είναι τον Αύγουστο του 2018 σε θέση να καλύψει τις ανάγκες της για την επομένη διετία (έως το 2020), χωρίς να έχει την ανάγκη να βγει στις αγορές.
Χθες ο Κλάους Ρέγκλινγκ κατά τη κοινή συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε του Eurogroup αναφέρθηκε στα διδάγματα από τις επιτυχημένες εξόδους της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου στις αγορές και έκανε λόγο για μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που πρέπει να γνωστοποιηθεί στις αγορές. Αυτή η αναφορά του σχετίζεται με το αποθεματικό ασφαλείας.
Όταν η Πορτογαλία βγήκε από το πρόγραμμα στήριξης το 2014 είχε διαθέσιμο ένα αποθεματικό 15 δισ. ευρώ και οι αγορές το γνώριζαν αυτό. Έτσι τη δάνεισαν με χαμηλά επιτόκια και η χώρα πέτυχε μια καθαρή έξοδο από τον EFSF, χωρίς να λάβει προληπτική γραμμή δανειοδότησης. Το ίδιο θα ισχύσει και για την Ελλάδα.
Σύμφωνα με το τεχνικό Μνημόνιο που συνομολόγησε η κυβέρνηση με τους θεσμούς τους επόμενους 13 μήνες - με την προϋπόθεση πως οι αξιολογήσεις θα τρέξουν ομαλά - η χώρα θα λάβει συνολικά 18,4 δισ. ευρώ σε 4 δόσεις, οι τρεις από 5 δισ. ευρώ (Οκτώβριο 2017, Ιανουάριο 2018, Απρίλιο 2018) και η τέταρτη και τελευταία (Ιούλιο 2018) ύψους 3,4 δισ. ευρώ.
Από τα 18,4 δισ. ευρώ τα 2,7 δισ. ευρώ θα κατευθυνθούν για την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και θα απομείνουν 15,7 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων θα κατευθυνθεί για το σχηματισμό του αποθεματικού.
Σε κάθε περίπτωση ESM και ελληνική κυβέρνηση συμφωνούν πως θα ήταν καλό η Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές πριν λήξει το τρέχον πρόγραμμα. Αυτό διότι δεδομένου ότι οι αγορές θα γνωρίζουν πως οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας τα επόμενα χρόνια δεν θα είναι πολύ μεγάλες θα τη δανείσουν φθηνότερη ειδικά για τη βραχυπρόθεσμη περίοδο (3 έως 5 έτη).