Ένα από τα πλέον «εμβληματικά» προαπαιτούμενα που έθεσε το ΔΝΤ στη δεύτερη αξιολόγηση ήταν το να δοθούν διαβεβαιώσεις από τις ελληνικές Αρχές ότι οι παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό είναι συνταγματικές.
Αυτό το προαπαιτούμενο που έχει ονοματισθεί «ρήτρα διασφάλισης της συνταγματικότητας» και το οποίο το αιτούταν επίμονα η πλευρά του Ταμείου συμπεριλήφθηκε υπό τη μορφή αιτιολογικής έκθεσης στην τροπολογία για το ασφαλιστικό που κατατέθηκε χθες στην Βουλή και η οποία με απλά λόγια προβλέπει ότι οι συνταξιούχοι δεν μπορούν παρά να ελπίζουν μόνο σε «πάγωμα» συντάξεων έως την 1η Ιανουαρίου του 2023.
Δεδομένου ότι ο νόμος προβλέπει πως κάθε διάταξη που σχετίζεται με το ασφαλιστικό θα πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση γνώμης του Ελεγκτικού Συνέδριου η τροπολογία που κατατέθηκε χθες στη Βουλή συνοδεύθηκε από εισήγηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αυτή η εισήγηση που συνετάχθη από τη σύμβουλο Ασημίνα Σακελλαρίου κατακεραυνώνει την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, καθώς με απλά και σταράτα λόγια ξεκαθαρίζει πως οι διατάξεις είναι εμβαλωματικές και σίγουρα δεν είναι συνταγματικές.
Η αιτιολογική έκθεση την οποία «αποδήμησε» το Ελεγκτικό Συνέδριο αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:
«Όπως κρίθηκε και με τις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας (ΣτΕ 2287/2015, 2288/2015, 2289/2015, 2290/2015), σε περίπτωση τροποποίησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ο νομοθέτης οφείλει να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την επάρκεια των παροχών, υποκείμενος σε περιορισμούς που επιβάλλονται από συνταγματικές διατάξεις, και ιδιαιτέρως από την αρχή της ισότητας, της αναλογικότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης, τη γενική υποχρέωση του κράτους για προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δράσης, την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και το σεβασμό στην αξία του ανθρώπου.
Κατ' εφαρμογή των ανωτέρω αποφάσεων, θεσπίσθηκε με το ν. 4387/2016 μία συνολική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, η οποία, σε αντίθεση με τις προηγούμενες οριζόντιες παρεμβάσεις στις συνταξιοδοτικές παροχές, εισήγαγε ενιαίους κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους και καθιέρωσε ενιαίο σύστημα υπολογισμού και απονομής αυτών, σύμφωνο προς τις συνταγματικές επιταγές, όπως ειδικότερα αναλύεται στην συνοδευτική ειδική οικονομική έκθεση.
Η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση διασφαλίζει την προστασία του πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια.
Παράλληλα, σεβόμενη τις ανωτέρω αποφάσεις του ΣτΕ, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση στηρίχθηκε, εκτός από την ως άνω οικονομική έκθεση, σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη αναλογιστική μελέτη, οι οποίες θεμελίωσαν την προσφορότητα και αναγκαιότητά της.
«Σύμφωνα και με την ανωτέρω αναλογιστική μελέτη, ο ν. 4387/2016 συμβάλλει καθοριστικά στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος και τη διατήρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε επίπεδα που δημιουργούν τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο στο κράτος προκειμένου να επιτελεί και τους λοιπούς συνταγματικά κατοχυρωμένους σκοπούς του (π.χ. διάθεση κονδυλίων για παιδεία, έρευνα, κοινωνική προστασία)δεδομένου του υψηλού ελλείμματος του ασφαλιστικού συστήματος.
Σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις του Βασικού Σεναρίου του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 (ΜΠΔΣ), το έλλειμμα των φορέων κύριας ασφάλισης για τα έτη 2017 και 2018 ανέρχεται στο 9,3% του ΑΕΠ και 8,56% αντιστοίχως, ενώ φθίνει σταδιακά τα επόμενα έτη έως το 2021. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα, το εκτιμώμενο έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος παραμένει υψηλό, με αρνητικές συνέπειες στα δημόσια οικονομικά και την αναδιάρθρωση του προϋπολογισμού κατά τρόπο που να ευνοεί την οικονομική ανάπτυξη. Σε απόλυτα μεγέθη η συνταξιοδοτική δαπάνη παραμένει σχετικά υψηλή (30,2 δισ. ευρώ το 2017, 30,13 δισ. ευρώ το 2021), ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ φθίνει λόγω της εκτιμώμενης αύξησής του ΑΕΠ (από 16,67% το 2017 στο 14,26% το 2021).
Ειδικότερα, σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης θα εξασφαλίσει την άμεση και αναγκαία χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, η διασφάλιση επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων, όπως αυτοί συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και καθορίζονται στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 (ΜΠΔΣ) κρίνεται αναγκαία για τη ρύθμιση του χρέους, ενώ, ταυτόχρονα, η ίδια η δημοσιονομική πορεία αποτελεί βασικό παράγοντα διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους.
Παράλληλα, η περαιτέρω περιστολή της συνταξιοδοτικής δαπάνης και μέσω της παράτασης, έως το τέλος του 2022, της έναρξης ισχύος της προσαύξησης των συντάξεων θα επιτρέψει την απελευθέρωση πόρων για την ενίσχυση άλλων κοινωνικών δαπανών στις οποίες η Ελλάδα υστερεί σημαντικά έναντι άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ),γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη επαρκούς προστασίας για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η παρέμβαση στη συνταξιοδοτική δαπάνη ύψους 1% του ΑΕΠ, η οποία θα τεθεί σε εφαρμογή από 1.1.2019, εδράζεται σε υπέρτερους λόγους δημοσίου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, στην επιτυχή ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, που θα επιτρέψει την άμεση και σταθερή χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας και τη ρύθμιση του δημόσιου χρέους, στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, καθώς και στην ενίσχυση άλλων κατηγοριών δαπανών του κοινωνικού φακέλου.
Επιπρόσθετα, όμως, στο πλαίσιο των αρχών της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, λαμβάνεται μέριμνα προκειμένου ενδεχόμενη μείωση σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων, αφενός θα λάβει χώρα από την 1.1.2019, αφετέρου δεν θα υπερβαίνει ποσοστό 18% της καταβαλλόμενης σύνταξης, προκειμένου να μην διαταραχθεί σημαντικά και άμεσα το επίπεδο διαβίωσης της συγκεκριμένης κατηγορίας συνταξιούχων. Σε κάθε περίπτωση η εφαρμογή των μέτρων κοινωνικής προστασίας που θεσπίσθηκαν με το ν. 4472/2017, σε συνδυασμό με το υφιστάμενο πλαίσιο κοινωνικής πρόνοιας, θα συμβάλλουν στην αντιστάθμιση της εισοδηματικής απώλειας λόγω της αναπροσαρμογής των συνταξιοδοτικών παροχών.
Η εισήγηση του Ελεγκτικού Συνέδριου
Η εισήγηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου απαντά μια προς μία τις ανωτέρω αιτιάσεις και τις απορρίπτει με συνοπτικές διατυπώσεις ως εξής:
«Η προτεινόμενη δεύτερη μετάθεση της έναρξης εφαρμογής των έννομων αποτελεσμάτων της διάταξης σε χρονικό διάστημα μικρότερο τους ενός μηνός από την έναρξη ισχύος της προηγούμενης τροποιητικής διάταξης του άρθρου 1 παράγραφος 4 του ν. 4472/2017 καταδεικνύει τόσο την αστοχία της προηγούμενης ρύθμισης, όσο και την έλλειψη ενός σταθερού και μακρόπνοου σχεδιασμού αναφορικά με τις καταβαλλόμενες από το Δημόσιο συντάξεις.
Περαιτέρω, στην οικεία αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την υπό τροποποίηση διάταξη, δεν αιτιολογείται επαρκώς η συγκεκριμένη χρονική μετάθεση, καθώς και οι επιπτώσεις της επί της βαρυνόμενης κατηγορίας πολιτών, καθόσον σε αυτή γίνεται εκτενής αναφορά σε ήδη θεσπισθείσες με προγενέστερους νόμους ρυθμίσεις, ενώ οι επικαλούμενες μελέτες (Αναλογιστική μελέτη Απριλίου 2016 και Αποτίμηση επιπτώσεων της προτεινομένης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης) αφορούν, ενόψει και του χρόνου σύνταξης τους , στις αρχικές - ευνοϊκότερες για τους παλαιούς συνταξιούχους ρυθμίσεις του ν. 4387/2016.
Η επικαλούμενη εξοικονόμηση πόρων προς διάθεση τους για την υλοποίηση μέτρων κοινωνικής προστασίας δεν δικαιολογεί την αντίστοιχη αθροιστική παρέμβαση στη συνταξιοδοτική δαπάνη της συγκεκριμένης κατηγορίας πολιτών, έναντι άλλων τυχόν εναλλακτικών επιλογών, κατόπιν βεβαίως της τήρησης των αρχών της ισότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και της αναλογικότητας.
Επιπροσθέτως η νέα αυτή παρέκταση της έναρξης εφαρμογής της διάταξης σε απώτερο χρονικό σημείο (ήτοι πλέον ης πενταετίας) καθιστά αδύνατη τη διατύπωση ασφαλούς εκτίμησης από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου αναφορικώς με τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και την οικονομική δυνατότητα της επιβαρυνόμενης κατηγορίας συνταξιούχων».
Είναι ξεκάθαρο λοιπόν πως η «ρήτρα διασφάλισης της συνταγματικότητας» που ζητούσε το ΔΝΤ για την τροπολογία στο Νόμο Κατρούγκαλου όχι μόνον δεν ευσταθεί, αλλά ήδη απορρίφτηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο, κάτι που συνιστά προηγούμενο και για τα λοιπά δικαστήρια που αργά ή γρήγορα θα κρίνουν τις σχετικές διατάξεις.