Χαμηλά εισοδήματα, ανεργία, υψηλή φορολόγηση αποτελούν το τρίπτυχο των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν καθημερινά χιλιάδες ελληνικά νοικοκυριά. Ένας στους πέντε Έλληνες εμφανίζει σοβαρά προβλήματα διαβίωσης, ενώ σοβαρά προβλήματα διαβίωσης αντιμετωπίζει και το 15,9% των εργαζομένων όταν το αντίστοιχο ποσοστό πριν πέντε χρόνια ήταν κάτω του 10%.
Ακόμα και βασικές καταναλωτικές ανάγκες είναι αδύνατο να καλυφθούν, με την κατανάλωση τροφίμων να έχει μειωθεί δραματικά, τον όγκο των πωλήσεων να παρουσιάζει μείωση κατά 9,8% και το τζίρο των σούπερ μάρκετ να περιορίστηκε το 2016 κατά 6,5%.
Τη δυσκολία των ελληνικών νοικοκυριών καταγράφει και η Ετήσια Έκθεση 2017 της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος σύμφωνα την οποία το ποσοστό της φτώχειας βρίσκεται στο 48% ενώ ο δείκτης φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε από το 27,7% το 2010 σε 35,7% το 2015. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι το ποσοστό των νοικοκυριών στην Ελλάδα που αδυνατούν να καταναλώσουν γεύμα με κρέας, ψάρι ή κοτόπουλο κάθε δεύτερη μέρα από 7,9% που ήταν το 2010 ανήλθε στο 12,9% το 2015, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ εμφανίζει σταθερότητα σε επίπεδα κάτω του 9%.
Η δυσκολία στην οποία βρίσκονται τα νοικοκυριά επιδεινώνεται συνεχώς με αποτέλεσμα σχεδόν μέσα σε μια πενταετία να έχει τριπλασιαστεί το ποσοστό όσων αδυνατούν ακόμα και να θερμάνουν τα σπίτια τους.
Η οικονομική ανέχεια των νοικοκυριών οδήγησε και σε αύξηση των κόκκινων δανείων τα οποία την χρονιά που πέρασε φάνηκε να περιορίζονται μετά και από τις πολιτικές ρυθμίσεων στις οποίες προχώρησαν οι τράπεζες. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, ακόμα και δανειολήπτες που είχαν προχωρήσει σε ρυθμίσεις μην μπορώντας να αντεπεξέλθουν «ξανακκκινίζουν» με τα κόκκινα δάνεια να έχουν αυξηθεί το πρώτο δίμηνο του 2017 κατά 1,5 δισ. ευρώ.
Χαρακτηριστικό της οικονομικής αδυναμίας στην οποία έχουν περιέλθει τα ελληνικά νοικοκυριά είναι η πολύ μεγάλη αύξηση εκείνων που αδυνατούν να καλύψουν έκτακτες δαπάνες καθώς πλέον δεν υπάρχουν ούτε και αποταμιεύσεις για να τις καλύψουν. Ενδεικτικό είναι ότι το ποσοστό εκείνων που λένε -σύμφωνα τη ΓΣΕΕ- ότι δεν είναι σε θέση να καλύψουν έκτακτες ανάγκες που μπορεί να τους προκύψουν ,αυξήθηκαν από το 28,2% το 2010 σε 53,4% το 2015. Μάλιστα η απομείωση των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών φαίνεται και από τα στοιχεία των τραπεζών. Σύμφωνα με τα οποία, οι καταθέσεις των ελλήνων στις ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να μειώνονται και μόνο το πρώτο δίμηνο του 2017 σημείωσαν απώλειες κατά 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αυξανόμενο είναι επίσης και το ποσοστό των νοικοκυριών στην Ελλάδα που εμφανίζει καθυστερήσεις στην πληρωμή τόκων και ενοικίων (από 10,2% το 2010 σε 14,3% το 2015), όταν το ίδιο ποσοστό στην ΕΕ παραμένει σταθερό στο ιδιαίτερα χαμηλό 4%.
Τέλος, γενικευμένα χαρακτηριστικά φαίνεται να αποκτά η αδυναμία πληρωμής λογαριασμών ΔΕΚΟ στην ώρα τους, καθώς το ποσοστό αυξάνεται από 18,8% το 2010 σε 42% το 2015. Σύμφωνα με στοιχεία της ΔΕΗ, στις αρχές του χρόνου περισσότερο από 1 εκατομμύριο πελάτες της εμφάνισαν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Οι πολιτικές λιτότητας που ακολουθήθηκαν και συνεχίζουν να ακολουθούνται επέφεραν δραματικές επιπτώσεις στους όρους διαβίωσης των ελληνικών νοικοκυριών, γεγονός που αποτυπώνεται και στη μεγάλη μείωση την οποία εμφανίζει το κατώφλι σχετικής φτώχειας στα 4.500 ευρώ (από 7.170 ευρώ το 2010) και στο ισχνό ποσοστό των νοικοκυριών που μπορεί να αποταμιεύσει και το οποίο εκτιμάται στο 1,5% του συνόλου αναφέρει η Έκθεση της ΓΣΕΕ.
Στο σύνολο του πληθυσμού το ποσοστό που βρίσκεται σε κατάσταση σοβαρής υλικής αποστέρησης αυξήθηκε από 11,4% το 2010 σε 21,3% το 2015. Αυτό σημαίνει πως τουλάχιστον ένας στους πέντε Έλληνες εμφανίζει σοβαρά προβλήματα διαβίωσης. Αντίστοιχη αύξηση σε 15,9% εμφανίζει και το ποσοστό των εργαζομένων που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα διαβίωσης. Όσον αφορά τις επιμέρους ομάδες του πληθυσμού, παρατηρούμε ότι περισσότερο πλήττονται από την φτώχια οι άνεργοι σε ποσοστό 43,4% και ακολουθεί ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός (26,3%), οι μισθωτοί εργαζόμενοι (14,8%), οι αυτοαπασχολούμενοι (18%) και τελευταίοι οι συνταξιούχοι (13,1%).
Επιπλέον το ποσοστό του φόρου εισοδήματος και των ασφαλιστικών εισφορών ως προς το ακαθάριστο εισόδημα αυξήθηκε περισσότερο στα φτωχότερα νοικοκυριά σε σχέση με τα πλουσιότερα κατά 2,95% και 1,63% αντίστοιχα. Οι διαφορές αυτές υποδεικνύουν πως ο επιμερισμός του φορολογικού βάρους ήταν δυσανάλογος στα φτωχότερα νοικοκυριά σε σχέση με τα πλουσιότερα. Η άδικη κατανομή του φορολογικού βάρους γίνεται ακόμα πιο εμφατική αν συνυπολογίσουμε το φόρο περιουσίας, ο οποίος επιβαρύνει δυσανάλογα το ακαθάριστο εισόδημα των φτωχότερων νοικοκυριών από 0,14% το 2010 σε 6,04% το 2015, όταν την ίδια περίοδο η επιβάρυνση για τα πλουσιότερα νοικοκυριά αυξήθηκε από 0,12% σε 2,46%.