Παρά τη σταδιακή αποκλιμάκωση που αναμένεται τα επόμενα χρόνια στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, οι τιμές ρεύματος δεν πρόκειται να επιστρέψουν στα επίπεδα πριν από την ενεργειακή κρίση. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν αναλυτές της αγοράς, επισημαίνοντας ότι το κόστος του ρεύματος θα παραμείνει «πονοκέφαλος» για τους καταναλωτές τουλάχιστον μέχρι το 2030.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, η ελληνική αγορά Επόμενης Ημέρας θα παρουσιάσει πτωτική πορεία έως το 2027-2028, χωρίς ωστόσο να επαναληφθούν οι «χαμηλές πτήσεις» της περιόδου 2019 - 2020. Ειδικότερα, από τα περίπου 105 ευρώ ανά Μεγαβατώρα που αναμένεται να διαμορφωθεί ο μέσος όρος το 2025, οι τιμές προβλέπεται να υποχωρήσουν στα επίπεδα των 90-95 ευρώ ανά Μεγαβατώρα την επόμενη τριετία.
Από το 2028 και μετά, όμως, η τάση αντιστρέφεται ελαφρώς, με τις τιμές να ακολουθούν εκ νέου ανοδική πορεία και να επιστρέφουν κοντά στα 100 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.
Η εικόνα αυτή δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Αντίστοιχη πορεία αναμένεται να ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές, καθώς οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές -φυσικό αέριο και τιμές δικαιωμάτων CO2- είναι κοινοί σε ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο.
Οι προβλέψεις για τα τιμολόγια
Όπως είναι αναμενόμενο, οι εξελίξεις στη χονδρική αγορά θα αποτυπωθούν και στα τιμολόγια λιανικής. Τα κυμαινόμενα τιμολόγια, τα οποία συνδέονται άμεσα με τις τιμές της αγοράς Επόμενης Ημέρας, θα ακολουθήσουν την ίδια καμπύλη μικρής αποκλιμάκωσης και εκ νέου ήπιας ανόδου. Παράλληλα, ούτε τα σταθερά - τα λεγόμενα «μπλε» συμβόλαια - μένουν ανεπηρέαστα, καθώς το ύψος των χονδρεμπορικών τιμών επηρεάζει τα προθεσμιακά προϊόντα μέσω των οποίων οι προμηθευτές κάνουν hedging και «κλειδώνουν» το κόστος τους.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, ωστόσο, υπάρχει ένας επιπλέον επιβαρυντικός παράγοντας: το υψηλό κόστος εξισορρόπησης του συστήματος. Πρόκειται για το κόστος που προκύπτει ώστε να διατηρείται ανά πάσα στιγμή η ισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, ιδίως σε ένα σύστημα με αυξανόμενη διείσδυση ΑΠΕ. Το κόστος αυτό λαμβάνεται υπόψη από τους προμηθευτές κατά τη διαμόρφωση των χρεώσεών τους, τόσο στα κυμαινόμενα όσο και στα σταθερά τιμολόγια, λειτουργώντας ως «φρένο» σε μια πιο γενναία αποκλιμάκωση.
Η κατάσταση αναμένεται να αρχίσει να αλλάζει μετά το 2028, όταν θα τεθεί σε λειτουργία ένα σημαντικό χαρτοφυλάκιο μπαταριών. Πρόκειται για μονάδες αποθήκευσης που θα έχουν έσοδα αποκλειστικά από τη συμμετοχή τους στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και θα δρομολογηθούν μέσω της σχετικής πρόσκλησης του ΥΠΕΝ που βρίσκεται σε εξέλιξη. Επομένως, θα χρειαστεί μία 3ετία για να υπάρξει ουσιαστικά συγκράτηση του κόστους εξισορρόπησης.
Το φυσικό αέριο
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, βασικότερος καταλύτης για τη διαμόρφωση των χονδρεμπορικών τιμών θα παραμείνει το φυσικό αέριο. Οι τιμές του καυσίμου αναμένεται να ακολουθήσουν παρόμοια πορεία με εκείνη του ρεύματος στη χονδρική: από τα περίπου 40 ευρώ ανά Μεγαβατώρα το 2025, θα κινηθούν πτωτικά έως το 2028, χωρίς όμως να υποχωρήσουν κάτω από τα 30 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.
Καθοριστικό ρόλο θα παίξει η σταδιακή μείωση του ρωσικού αερίου στο ευρωπαϊκό ενεργειακό μίγμα, το μερίδιο του οποίου πρόκειται να μηδενιστεί έως το τέλος του 2027. Το κενό θα καλυφθεί κυρίως από LNG, το οποίο είναι ακριβότερο, καθώς ενσωματώνει το κόστος υγροποίησης και μεταφοράς από τις χώρες παραγωγής, όπως οι ΗΠΑ και το Κατάρ. Παρ΄ότι η αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής LNG αναμένεται να ασκήσει καθοδικές πιέσεις στις τιμές, αυτές δύσκολα θα πέσουν κάτω από το όριο των 30 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.
Μάλιστα, από το 2028 προβλέπεται μια νέα, ήπια άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου, στα επίπεδα των 35 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με την ενίσχυση της ζήτησης για LNG στην Ασία, λόγω της οικονομικής ανάπτυξης των χωρών της περιοχής και κυρίως της Κίνας.
Τα δικαιώματα CO2
Ο δεύτερος μεγάλος παράγοντας είναι τα δικαιώματα εκπομπών CO2. Από τα 75 ευρώ ανά τόνο το 2025, οι τιμές τους εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τα 100 ευρώ ανά τόνο έως το 2030. Η άνοδος αυτή θα αυξήσει περαιτέρω το κόστος λειτουργίας των μονάδων φυσικού αερίου, οι οποίες εξακολουθούν να καθορίζουν την οριακή τιμή στις χονδρεμπορικές αγορές των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών.
Ο συνδυασμός ακριβού αερίου, αυξημένων δικαιωμάτων CO2 και, ειδικά στην Ελλάδα, υψηλού κόστους εξισορρόπησης, συνθέτει ένα περιβάλλον στο οποίο μέχρι το τέλος της δεκαετίας οι τιμές ρεύματος αν και μειωθούν ελαφρώς, δεν πρόκειται να επιστρέψουν στα επίπεδα πριν από την ενεργειακή κρίση. Η ενεργειακή μετάβαση προχωρά, αλλά, όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις των αναλυτών, το θετικό της «αποτύπωμα» θα συνεχίσει να είναι περιορισμένο στους λογαριασμούς τα αμέσως επόμενα χρόνια.