Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταβάλει μόνο ένα μέρος των χρημάτων που δηλώνει ότι έχει δεσμεύσει για πράσινες τεχνολογίες, καθώς οι εταιρείες ξοδεύουν έως και 3.000 ώρες και κατά μέσο όρο 85.000 ευρώ για να αποκτήσουν πρόσβαση σε κεφάλαια από το Ταμείο Καινοτομίας.
Ήδη, είναι γνωστό το πλήθος κανονισμών, οι οποίοι, σε συνδυασμό με την εγχώρια γραφειοκρατία των κρατών μελών, καθιστά δύσκολη την υλοποίηση των διαδικασιών, ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ένα θέμα ιδιαίτερα ευαίσθητο και για την χώρα μας, καθώς αποτελούν την «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας. Η πολυπλοκότητα αυτή μειώνει δε, την αποτελεσματικότητα των κονδυλίων για τους μικρότερους.
Οι δυσκίνητες διαδικασίες στον χώρο της πράσινης τεχνολογίας έχουν ως αποτέλεσμα σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση επενδύσεων, πνίγοντας την ανταγωνιστικότητα και λειτουργώντας ως «βαρίδι» για την ανάπτυξη των οικονομιών.

Το όλο ζήτημα επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο από τον πιεσμένο κοινοτικό προϋπολογισμό, λόγω των αυξημένων δαπανών για την άμυνα και της γεωπολιτικής ασφάλειας, του αυξημένου κόστους πράσινης μετάβασης και της ανάγκης στήριξης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας. Σε αυτό το πλαίσιο, η γραφειοκρατία στα ευρωπαϊκά ταμεία λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής της υστέρησης, την ώρα που οι ΗΠΑ και η Κίνα προχωρούν με επιθετικές επιδοτήσεις και ταχύτερες διαδικασίες.
Στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα οποία επικαλούνται οι FT, τα 7,1 δισ. ευρώ που έχουν καταβληθεί από το Ταμείο Καινοτομίας από την ίδρυσή του το 2021, μόνο το 4,7% έχει καταβληθεί στις εταιρείες λόγω της γραφειοκρατίας που απαιτείται για την πρόσβαση στα χρήματα.
Σημειώνεται ότι το εν λόγω Ταμείο, το οποίο χρησιμοποιεί έσοδα από το σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ, είναι, σύμφωνα με την Κομισιόν, ένα από τα μεγαλύτερα χρηματοδοτικά προγράμματα στον κόσμο για την επίδειξη καινοτόμων τεχνολογιών χαμηλού άνθρακα.
Αποτέλεσε μια από τις κύριες πλατφόρμες χρηματοδότησης για να βοηθήσει την ΕΕ να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ, μετά το τεράστιο πρόγραμμα φοροελαφρύνσεων και επιδοτήσεων για πράσινες τεχνολογίες, ύψους 369 δισ. δολαρίων (Inflation Reduction Act) που ανακοινώθηκε από τον πρώην πρόεδρο Τζο Μπάιντεν.
Χάσιμο χρόνου και χρημάτων
Η διαδικασία αίτησης είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και γραφειοκρατική. H Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέφερε ότι το 77% των επιχειρήσεων που ζήτησαν χρηματοδότηση έπρεπε να αναθέσουν μέρος της διαδικασίας σε συμβούλους λόγω του «μεγάλου φόρτου εργασίας».
Ο μέσος όρος του διοικητικού κόστους ανήλθε σε 85.000 ευρώ ανά αίτηση, ακόμη υψηλότερα από τα 32.000 ευρώ που δαπανώνται κατά μέσο όρο για πρόσβαση στο πρόγραμμα έρευνας της ΕΕ, Horizon Europe.

Ακόμη χειρότερα, λιγότερο από το 20% των αιτήσεων στο Ταμείο Καινοτομίας είναι επιτυχείς, σύμφωνα με την παρουσίαση. Από τα έργα που έλαβαν επιχορηγήσεις, μόνο το 6% ήταν λειτουργικά, ενώ το 15% έως 20% αντιμετωπίζει καθυστερήσεις.
Επίσης, ο Βίκτορ βαν Χοορν, διευθυντής του εμπορικού φορέα Cleantech for Europe, δήλωσε στους FT ότι ορισμένες επιχειρήσεις ανέφεραν ότι ξόδεψαν 3.000 ώρες σε αιτήσεις για το Ταμείο Καινοτομίας, εάν γινόταν από ένα μόνο άτομο, χρόνος που θα ισοδυναμούσε με περισσότερο από ενάμιση χρόνο, βασισμένο στην 36ωρη εβδομάδα εργασίας της ΕΕ.
Οι καθυστερήσεις στην εκταμίευση των κεφαλαίων είναι το τελευταίο παράδειγμα του πώς η γραφειοκρατία περιορίζει την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ. Σε μια σημαντική έκθεση πέρυσι, ο πρώην διοικητής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, δήλωσε ότι τα διοικητικά βάρη ήταν ένας από τους κύριους λόγους για τη «στατική βιομηχανική δομή της Ευρώπης, με λίγες νέες εταιρείες να εμφανίζονται για να διαταράξουν τις υπάρχουσες βιομηχανίες ή να αναπτύξουν νέες πηγές ανάπτυξης».
Δυσκολίες για τις επιχειρήσεις
Η βιομηχανία τσιμέντου Ecocem ανέφερε ότι κατά την τελευταία αίτησή της στο Ταμείο Καινοτομίας είχε μια ολόκληρη ομάδα αφιερωμένη σε αυτή τη διαδικασία για πέντε μήνες με κόστος εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ. Το θέμα είναι ότι οι μεγάλες εταιρείες μπορούν να απορροφήσουν το κόστος, αλλά οι μικρότερες εταιρείες που αναπτύσσουν καινοτόμες τεχνολογίες δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν.
Επιπλέον, όπως αναφέρουν άτομα από μεγάλες επιχειρήσεις, πολλά από τα χρήματα πήγαν σε τεχνολογίες όπως η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα και το πράσινο υδρογόνο και αυτά τα μεγάλα, συχνά ζημιογόνα έργα, είναι γνωστά για τις δυσκολίες χρηματοδότησης, προκαλώντας μεγάλες καθυστερήσεις στην πραγματική εκταμίευση των κεφαλαίων.

Αξιωματούχος της ΕΕ, που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του δήλωσε επίσης στη βρετανική εφημερίδα ότι το χαμηλό ποσοστό πληρωμής αντικατοπτρίζει τα κανονικά ή αναμενόμενα στάδια υλοποίησης των έργων του Ταμείο Καινοτομίας, προσθέτοντας ότι τα έργα πρώτης εφαρμογής γενικά χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να φτάσουν σε χρηματοοικονομικό κλείσιμο, να κατασκευαστούν και να τεθούν σε λειτουργία, σε σύγκριση, για παράδειγμα, με ερευνητικά έργα.
Ακατάλληλες οι συνθήκες
Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι οι συνθήκες της αγοράς στην Ευρώπη καθιστούν δύσκολο ακόμη και για τις εταιρείες που λαμβάνουν επιχορηγήσεις να εδραιωθούν και να αποκομίσουν κέρδος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Vianode, εταιρεία που κατασκευάζει συνθετικό γραφίτη χαμηλού άνθρακα για μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων, που έλαβε επιχορήγηση 90 εκατ. ευρώ το 2023, αλλά αποφάσισε να μην προχωρήσει με την ευρωπαϊκή της εγκατάσταση λόγω της πλημμύρας φθηνού κινεζικού γραφίτη στην αγορά. Αντ΄αυτού, εγκαταστάθηκε στον Καναδά, όπου εξασφάλισε συμφωνία προμήθειας με τη General Motors.
«Στο τέλος, όλα εξαρτώνται από την τιμή στην οποία μπορείς να ανταγωνιστείς και με την κινεζική κυριαρχία, η ευρωπαϊκή αγορά είναι πλέον υπερβολικά απαιτητική για εμάς. Στη Βόρεια Αμερική τα πράγματα είναι διαφορετικά: εκεί οι παραγωγοί μπαταριών έχουν κίνητρο να επιλέγουν μη κινεζικές πηγές», δήλωσε στους FT ο Αντρέας Φόρφανγκ, αντιπρόεδρος βιωσιμότητας και δημόσιων υποθέσεων στη Vianode.
Η Επιτροπή έχει εκτιμήσει ότι περίπου 40 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να διοχετευθούν από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Ρύπων στο Ταμείο Καινοτομίας μέχρι το 2030.
Πάντως, το μικρό ποσοστό που έχει καταβληθεί μέχρι στιγμής δείχνει ότι τα περισσότερα χρήματα απλώς μένουν εκεί λόγω σύνθετων σταδίων υλοποίησης, προκαλώντας τεράστιο κόστος για την αξιοποίηση νέων ευκαιριών στην ΕΕ.